Αρβανίτικη λέξη για τα διάφορα αλευρονεροσκευάσματα του τηγανιού (λουκουμάδες, τηγανίτες κλπ).
- Τι έχει για πρωινό ρε βλάμη;
- Τίποτα, θα κάνω καμιά κατσούμπλα.
Αρβανίτικη λέξη για τα διάφορα αλευρονεροσκευάσματα του τηγανιού (λουκουμάδες, τηγανίτες κλπ).
- Τι έχει για πρωινό ρε βλάμη;
- Τίποτα, θα κάνω καμιά κατσούμπλα.
Got a better definition? Add it!
Λαρισαϊκή έκφραση για την ανάδειξη ως επί το πλείστον του ψυχικού πόνου. Αντίστοιχο του «Ωχ παναγιά μου».
Προσοχή, πρέπει να δοθεί έμφαση στον τονισμό τού «λέλε».
Με (τον / την) άφησε και έφυγε μακριά. Λέλε πόνος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.
Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.
Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.
Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.
Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.
Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.
(μητέρα και κόρη, στο χωριό)
- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή;
- Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιείται αυτό τον καιρό από τον λαό της Κύπρου για να τονίσει τα όρια της μαλακίας που εκφώνησε ο άλλος...
Και μάλιστα επειδή συνήθως μπορείς να πεις αυτήν την λέξη όποτε σου δώξει, έστω και αν δεν κολλά με αυτό που ρώτησε ο άλλος, συνεπαγόμενη απάντηση είναι: - Το «πάει δεν πάει», εγώ το λέω.
Επίσης μία άλλη συνώνυμη λέξη είναι και ο Κωστής του Λεμ, που έχει ακριβώς την ίδια σημασία, άλλα δεν τονίζει τόσο πολύ το νόημα της λέξης, αντιθέτως από τον Κωστή που τα κάζζια.
- Ρε συ ποιος είναι αυτός, τον ξέρεις;
- Το ρωτάς ρε; Ο Κωστής που τα κάζζια...
Got a better definition? Add it!
Είναι η γκόμενα στα Κουδαρέικα, γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί μαστόροι για να μην τους καταλαβαίνει ο εργοδότης ή τ' αφεντικό. Η πρώτη και κανονική έννοια ήταν η γυναίκα του αφεντικού...
Θα σε ξεσύρει η μπαρίνα....Θα σε κάνει να τρέχεις από πίσω η γκόμενα.
Για τα κουδαρέικα ή κουδαρίτικα της Hπείρου, δες στο remen.gr.
Got a better definition? Add it!
Το χαϊδευτικό της ομάδας του Άρη Θεσ/κης. Είναι πολύ χαρακτηριστική λέξη στην Θεσ/κη, κυρίως από τους οπαδούς των άλλων ομάδων της πόλης που, όταν κάνουν αναφορά στην ομάδα του Άρη, συνήθως χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη.
Άρης - Αρούλης - Ρούλης...
Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τον Ρούλη στο Χαριλάου.
Got a better definition? Add it!
Άι στο διάολο.
Λέγεται στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι κλπ).
- Να σου πω, εσείς εκεί στο Αγρίνιο δεν έχετε το περίφημο «Αγρίνιο FM», με τον εκφωνητή με την βλάχικη προφορά;
- Άι στο διάτανο ρε που θα μας πεις για τ' Αγρίνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.
Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!
Got a better definition? Add it!
Ακολουθώντας τον συγκεκριμένο γραμματικό κανόνα, τα ρήματα στο β' πρόσωπο του πληθυντικού παίρνουν κατάληξη -ούτε αντί για όλες τις άλλες που ξέραμε ως τώρα. Αυτό ισχύει σε κάθε έγκλιση και χρόνο. Οι ρίζες του κανόνα αυτού, χάνονται κάπου κάτου απ' τ' αυλάκ', αλλά απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελ.
Θα έρθουτε στο γλέντι; Μη ξεχάσουτε να πάρουτε μαζί και τα παιδιά.
Μήπως θέλουτε να χορέψουτε; Να τραγουδήσουτε;
(από πινακίδες): ΜΗ ΚΥΝΗΓΟΥΤΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΜΗ ΠΑΤΟΥΤΕ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ ΜΗ ΚΑΤΟΥΡΟΥΤΕ ΕΔΩ ΜΗ ΑΔΕΙΑΖΟΥΤΕ ΜΠΑΖΑ κ.ο.κ.
(σε σύλληψη επ' αυτοφόρω μπανιστιρτζή) - Ωχ! Αμάν! Μη βαρούτε όλοι μαζί, βρε παιδιά.
Got a better definition? Add it!
Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.
Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.
Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.
Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Διάλογος με πουσκαρτά:
- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;
- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;
Got a better definition? Add it!