Further tags

Σε μερικές περιοχές της Μακεδονίας, Γάλλος αποκαλείται ο μακεντόνσκι, ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίζεται μακεδόνας και εννοεί σλάβος, μιλάει σλαβικά (σ.ς. «ντόπια» ή «εντόπικα») και θεωρεί τον εαυτό του συγγενέστερο με το κράτος και λαό των Σκοπίων παρά με το ελληνικό.

Παρ' όλη την καταχώρηση του παρόντος στα «ρατσιστικά», πρόκειται για μάλλον ουδέτερο χαρακτηρισμό εν είδει αστείου, πιθανώς από έλληνες που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα και την αντιμετωπίζουν σαν «γαλλικά» (δλδ άσχετη με τα ελληνικά, όπως και, εν πολλοίς, είναι).

- Από πού είσαι ρε μεγάλε;
- Φλώρινα, γιατί;
- Γάλλος;
- Και να είμαι σε χαλάει;
- Όχι ρε παιδάκι μου, κουβέντα κάνουμε. Άλλωστε για τη σλάβικη μουσική ψοφάω, να ξέρεις.
- Έτερον εκάτερον. Πάντως εγώ πόντιος είμαι. Και οι Αθηναίοι που μιλάνε για μειονότητες χωρίς να ξέρουν μου τη δίνουν άσχημα.
- Βγάλ΄την άμμο από το μουνί σου ρε σειρά! Καλημέρα του λες, άι γαμήσου σου λέει...

Got a better definition? Add it!

Published

Ερώτηση που δηλώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης από τον συνομιλητή μας. Σημαίνει «πώς;», «τι;», «ποιος ήρθε;».

Ακουσμένο στην κεντροανατολική Μακεδονία. Ετυμολογία άγνωστη στον γράφοντα.

  1. - Δεν έχεις bluetooth στον υπολογιστή αλλά νο πρόμπλεμ, έχω φέρει μαζί μου το καλώδιο USB.
    - Ντάγκανε;

  2. - Γιώργο θα με δώσεις την μπέμπα για μια βόλτα με τις φίλες μου;
    - Ντάγκανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.

– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μάλλον εκ Στερεάς και δη Αιτωλοακαρνανίας με κάθε επιφύλαξη):
Τρελός, χαζός, άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

Ντιπ σαπατελά οι παίχτ'ς τσ' Ναφπάκτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).

Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).

Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.

-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Εκ του «αφηρημένος», αλλά, εν ευρεία έννοια βλάκας – παπάρας –άχρηστος και πάντα σε ουδέτερο (υποτιμητικό).

-Πήρες τηλέφωνο το Γιάννη να ‘ρθει;
-Ωχ! Το ξέχασα!
-Ω ρε! Mπίτι αφαιρεμένο είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): και αντούφιανο(ς) / αντουβιανέας κ.τ.λ. = Βλάκας, χαζός, ιδίως αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τί του λές, όσες φορές και να το πεις.

Δεν τα παίρνει τα γράμματα (γραμματική), ούτε τα νούμερα (αριθμητική), ούτε και χρώματα (ζωγραφική). Σε ουδέτερο ιδιαιτέρως υποτιμητικό.

-Την έλυσες την άσκηση Γιαννάκη;
-Εεεε... δεν την κατάλαβα δάσκαλε... -Μπίτι αντούβιανο είσαι ρε; Πέντε φορές στην εξήγησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Πολύ μακρινό μέρος, που είναι τρελό τράβηγμα να πας.

Συνήθως, προς επίταση της απόστασης χρησιμοποιείται και ως «αλησμονιά του Θεού».

Πού μας έφερες εδώ χάμου στην αλησμονιά του Θεού;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Οι κοτσικορέοι, είναι μια φυλή που ενδημεί στα Ζαρουχλαίικα, Ταμπάχανα, Ζαβλάνι κ.τ.λ., οι οποίοι πάνε νυχτερινό, καβαλάνε παπάκια χωρίς ποδιά, φοράνε ρούχα τεξικανίνο, σπανιότατα κουβαλάνε και καμιά μισότριβη γκόμενα μαζί τους και ροουμάρουν τα μπαράκια της πόλης, διψασμένοι για καβγά.

Συχνά, όταν μαζέψουν κανένα ταμπάνι, κάνουν αναφορά σε κρεοπώλες ή αυτοκινητιστές εξαδέλφους τους, οι οποίοι θα εκδικηθούν.

- Ρε συ, τι λέει μέσα το μαγαζί; Παίζει κανα γκομενάκι ;
- Μπααα... Κάτι κοτσικορέοι μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified