Further tags

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλαστικός κουβάς.

Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατσαρίδα.

Μαρί γιμίσαμε κουμπάνς... (στο χωριό η μια κυρά στην άλλη.)

periplaneta americana (από tryager, 28/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρεύμα αέρα μέσα στα στενά σοκάκια.

Πάμε να φύγουμε από εδώ, σοκακιάζει και θα κρυώσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταλλικός κουβάς παλαιού τύπου. Συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική ψάθινη σκούπα επίσης παλαιού τύπου. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν απαραίτητα εργαλεία καθαριότητας στην επαρχία έως και τη δεκαετία του 80. Μετά ήρθε η πρόοδος και μαζί της τα πλαστικά.

(Ο εν λόγω ιδιωματισμός απαντήθηκε στο νομό Φωκίδος προ αμνημονεύτων ετών)

«Μαρ' Βασούλααα, πάνε φέρε μ' του χαρανjί μαρήηη..»
«Το ποιο;;;»
«Του χαρανjί, κουφίζεις μαρή;»
«Τι σκατά είναι το χαρανί ρε γιαγιά;;;»
«ΑΥΤΟΥΝΟ!!!» (η γιαγιά δείχνει)
«Αααα... Τον κουβά λες ρε γιαγιά;»
«Ναι, του χαρανjί.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός του κουβά ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μεγάλο δοχείο λαδιού (17kg νομίζω). Με την σωστή μετατροπή του μετάφεραν νερό.

  1. Έφαγα μια μπούγλα νερό στα μούτρα.

  2. Θα φας καμιά μπουγλιά! (=απειλή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αρχαίου ελληνικού σάρωθρον (σκούπα). Σάρωμα ονομαζόταν παλαιότερα η σκούπα, η γνωστή αχυρένια, η χειροκίνητη ντε, που βγάζανε ρόζους τα χέρια σου από το κοντάρι. Πάει σετ με το χαρανί.

- Βασούλαααα... Πού έβανες μαρή του σάρουμααα;
- Ρε γιαγιά! Μίλα ελληνικά γαμώ το κέρατο μου!
- Του σάρουμα μαρή, να σαρώσου τα ξηρά τα φύλλα απού κατ'!
- Α τη σκούπα λες. Κι εγώ που νόμιζα ότι μου έλεγες για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.

Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).

Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.

Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.

- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....

- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπου ίδια έννοια με το πετσί / πέτσακας μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για έναν τύπο κατά κύριο λόγο από χωριό, που το παίζει πετσί και μοντέρνος, σύγχρονος, ξερόλας και γενικότερα γαμίκος, θέλοντας να δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομά του (έτσι είναι τουλάχιστον ο πρώτος γνήσιος πετσοκάγκουρας που ανακαλύψαμε). Φαινόμενα και κρούσματα πετσοκάγκουρων παρατηρούνται παντού, αλλά κατά κύριο λόγο στην Κρήτη όπου υπάρχουν τα παραδοσιακά πετσιά!!!

Επίσης κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος για τον κλασσικό πέτσακα ο οποίος οδηγάει hi-lux (ή οτιδήποτε άλλο) και οδηγά παρέα με... τον Χάρο!!

  1. - Τί κάνατε ρε προχτές;
    - Πήγαμε στις Ασίτες είχε γλέντι προχτές.... και σε κάποια φάση είναι ένας τύπος τρελός πετσοκάγκουρας... νιώσαμε πολύ μαλάκες μπροστά του, πάντα είχε μια μαλακία να μας πει επί παντός επιστητού...

  2. - Εκεί που οδήγαγα, σε κάποια φάση σκάει ένας πετσοκάγκουρας από πίσω με ένα toyota hi-lux και αρχίζει να μου παίζει τα φώτα, με προσπέρασε από πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified