Further tags

Ο ικανός, ο καπάτσος.

«Κάλλιο ο τσαχτιρλής παρά ο προκομμένος»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τα μούτρα.

«Μην πας κακομοίρη μου στην άκρη, θα πέσεις σκουλουμούντρια»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παφίλια λέγαμε μικρότεροι τα μεταλλικά καπάκια από τα αναψυκτικά.

Για να εξηγήσω, παίρναμε τα καπάκια, τα χτυπάγαμε μέχρι να γίνουν λεία. Τα μεταφέραμε σε σακούλες και μαζευόμασταν και τα παίζαμε στα χαρτιά, ελλείψει χρημάτων. Ενίοτε τα παίζαμε σαν τράπουλα, αν δεν είχαμε χαρτιά. Η ονομασία από τον πάφλα που ανάφερα πριν.

— Μια σακούλα παφίλια έφερα, δεν μου την γλυτώνεις σήμερα.
— Μπα, δεν σε βλέπω ικανό, θα τα κλαις σε λίγο φίλε μου.

Δίπλα στην Παπαρήγα την καλή, ο μόνος ίσως κουστουμαρισμένος & γραβατωμένος βουλευτής του ΚΚΕ. Ο Θανάσης Παφίλης (από GATZMAN, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν δεν πάνε σε κάποιον καλά τα πράγματα γενικώς.

Μωρέ τ' αγόρασα εκείνο το φουστάνι και το χρουστώ... κακά και μαύρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έπρηξες τ' αρχίδια.

Γίνεται αντιληπτό μόνο στην Πάτρα! Οπουδήποτε αλλού η χρήση είναι μάταιη.

  1. Τι κορνάρεις ρε μαλάκα μια ώρα από πίσω και μας σκότισες τον κώλο;

  2. - Κώστα μου, απόψε να φάμε στο εστιατόριο που πρότεινε η μαμά, λέει είναι το καλύτερο!
    - Μας σκότισες τον κώλο κι εσύ, κι η μάνα σου και τα εστιατόρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκαδίτικη έκφραση που σημαίνει το φοβερό χασμουρητό.

Κατακλείδι πρέπει να είναι η κάτω γνάθος στα Λευκαδίτικα, οπότε έτσι εξηγείται η έκφραση. Απαντά σε όλα τα πρόσωπα, π.χ. «Ε, βρε μαλάκα, θα σου βγει το κατακλείδι», ή «Δες πως χασμουριέται, θα του φύγει το κατακλείδι» κλπ.

  1. Μπα, σε καλό μου. Θα μου φύγει το κατακλείδι! Τι νύστα είναι αυτή;

  2. Τραβάει κάτι χασμουρητά ο μαλάκας, θα του φύγει το κατακλείδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της κοινής νεοελληνικής, προστατική του ρήματος κάνω, που στα λευκαδίτικα (χωριάτικα και μπρανελίτικα) έχει το στάτους λέξης που δεν παίζει κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην πρόταση, πλην την επίταση του νοήματος, δίνοντας έναν τόνο αγανάκτησης.

Μπαίνει κατά κανόνα (αν όχι πάντα) στο τέλος της φράσης και σημαίνει κάτι σαν «επί τέλους», «πλέον» και τα συναφή.

Όταν συνειδητοποίησα ότι πρόκειται όντως για την προστακτική του κάνω, τρίπαρα άσχημα με το πώς διάολο μπορεί να έφτασε να χρησιμοποιείται έτσι αυτή η λέξη.

Για ηχητικά με παραδείγματα προφοράς βλέπε το δεν πάω πόντο.

- Έλα, κάνε, μας γκάστρωσες!
ή - Ε, ά στο δγιάλο κάνε...
ή - Τι θες, μωρέ, κάνε, πρωϊνιάτ'κο;
ή - Ε, μα, κλjείζ' τ' μπόρτα κάνε...κιο μας έκοψε!
(το λ προφέρεται με την άκρη της γλώσσας πίσω από τα πάνω δόντια, αλλά το πίσω μέρος δεν ακουμπάει στον ουρανίσκο, αλλά είναι προς τα κάτω. το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιότυπα παχύ λάμδα. στην πόλη είναι πιο παχύ απ' τα χωριά.)

με μπολντ το πλέον κλασσικό λευκαδίτικο υπερμπινελίκι (όταν δεν πέφτουν άγ' σπ'ρ'δόν' και άγ' γεράσ'μ', και κυρίως παναγίες φανερωμένες), μάλλον το πιο ακραίο που μπορεί να πει η μάνα μου χωρίς ενοχές:
- Κόπ'κε το νερό πάλ'...
- Μπα γαμώτο κάνε...και πώς θα πλjύνω γω τα 'γγειά; (<αγγεία: τα πιάτα, τα σκεύη. το παίζω λίγο βίκαρ εδώ, αλλά πάντα φανταζόμουνα αυτή τη λέξη να ξεκινάει με «γγ». Έτσι κι αλλιώς, στον ενικό λέμε «το γγειό»)
- Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος ότ' θα τ'νε φκιάξ' τ'νjύδρευσ', (σταυροκοπούμενος) να, μά τ' μπαναΐα γαμώ τ' φανρωμέν'μ...
- Ε μωρέ ξεπατωμένο, πώς βλαστ'μάς έτσ';; Ε, και καλά π' στού πε, εσύ τονε πίστεψες;

(η απόστροφος παριστάνει ι που δεν προφέρεται, απλά μένει να γιωτίζει το σύμφωνο που προηγείται, αντίστοιχα με το ь στα ρώσσικα. στην προφορά της πόλης όλα τα σύμφωνα προφέρονται σκληρά και όταν ένα φωνήεν εκλείπει γιατί δεν τονίζεται [κατά το αξίωμα «φωνήεν που δεν τονίζεται δεν έχει λόγο ύπαρξης»], το προηγούμενο παραμένει σκληρό και κατ' αντιστοιχία θα βάζαμε ένα ъ αν θέλαμε να το τονίσουμε. πχ, στην πόλη θα λέγαμε «Ε, μό 'χε πει ο δήμαρχος οτθατνε φκιάξ τνύδρευσ» και με μια πιο ένρινη προφορά, αντί για αυτό του παραδείγματος. Το j είναι για το λευκαδίτικο νjι και λjι, που είναι διαφορετικό απ' τα πελοπονησιακά και τα κρητικά.)

και ένα παράδειγμα από το νέτι:
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!

κ ευχές με τίνγκα μπρανελίτικη προφορά, από μία πλήρως καλτ μορφή της λευκάδας (από jesus, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...

Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.

Πού σαι, μπέτσκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.

Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποπ κορν.

- Ερώτηση τα Pop corn πώς τα λέτε εσείς; [...] Εμείς τα λέμε πατλάκες!!!!! Στην Κατερίνη τα λένε παπαδούλες και νομίζω σε άλλο μέρος τα λένε νυφούλες!!! (από εδώ).

Και παπαλούτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified