Further tags

Κατά τους Ελληνοαμερικάνους, ο βλάκας, ο φελλός.

Εκ του αφροαμερικανοσνουπντογκικού dumbass («μπουμπουνοκώλης»).

- Γυναίκα, έδωσες κώλο στο ρουφιάνο;

- Του 'δωσα, αλλά ακόμα να 'ρθει ο ντάμπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.

Μεταφορικά έχει τις σημασίες:

Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.

Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.

  1. Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!

  2. - Νογάει πράμα;
    - Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, θα σε ( θα τού) γιουρντήξω.

Σημαίνει: Θα του επιτεθώ και δεν θα καταλαβαίνω τίποτα, δεν θα λογαριάσω απώλειες. Βλ. και το παρεμφερές γιούργια στα παλιούρια.

Θα του ορμίσω λοιπόν με αγριότητα μια και το μυαλό μου έχει τρελαθεί και δεν διέπομαι από τους κανόνες τοις κοινωνίας που ζω. Αν και μέσα μου ένας δεύτερος εγώ μου μού λέει «σταμάτα» αλλά τον καταπιέζει ο πρώτος και άγριος εαυτός μου. Είμαι δηλαδή σε βρασμό ψυχής και πιθανότατα σε κατάσταση προσωρινής σχιζοφρένειας.

Όταν λοιπόν κάποιος γιουρτά σε κάποιον άλλο, ο επιτιθέμενος έχει εκτραχηλιστεί πλήρως και θέλει προσοχή.

Πιθανότατα να προέρχεται από το γιουρούσι που σημαίνει επίθεση.

Κρατάτε με ρε θα του γιουρντήξω, δεν μου τη γλυτώνει, ααααααααααααααααααααααα…

(σ.ς. τα συνεχόμενα ααα είναι ο ήχος του εγκεφαλικού διακόπτη στην αλλαγή από νορμάλ σε σχιζοφρένεια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεμέκ.

-Μπομπόλια Ευρώπη σε λέει μετά ρε. Ντεμέκ Ευρώπη καθαρή - Σαλονίκη βρώμικια, έρχεσαι εδώ Αμστερντάμ, ρε μες στη μπίχλα είναι. Κοίτα ρε γλίτσα ρε, η πάπια κολυμπάει εδώ μέσα ρε. Μπομπόλια Αμστερντάμ σε λέει μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό (αρχές 20ού) μπρούκλικο για τη μαριχουάνα. Προφανώς προέρχεται από την αμερικάνικη προφορά «mariwana».

Η λέξη marijuana στα ισπανικά είναι όνομα, Μαρία - Ιωάννα (Maria - Juana). Συνεπώς, αν και πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένη και επίσημη ονομασία, στη ρίζα της είναι καρασλάνγκ. Μεταφράζεται και στα αγγλικά ως Mary - Jane.

Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ
πίνουν οι μάγκες αργιλέ,
αργιλέδες και τσιγάρο,
μαρουγάνα, Προύσας μαύρο.

(Γιώργος Κατσαρός: Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ, ΗΠΑ 1938. Βλ. και εδώ.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ελληνοαμερικάνοι. Σλανγκ της νήσου Καρπάθου, η οποία διατηρεί πολλές σχέσεις με ΗΠΑ: ακόμη και σήμερα φεύγουν μετανάστες, ενώ παλιοί μετανάστες που ζουν «μέσα» εδώ και γενιές εξακολουθούν να έρχονται στο νησί για διακοπές και να επιδεικνύουν τα περίεργα ήθη τους, όπως μπρούκλικη ομιλία, φανταχτερά ρούχα, παράξενα προϊόντα, όπως κάποτε θα ήταν το φρίσμπι, και polla lefta.

Συναντιούνται δύο συγχωριανοί στο σπίτι ενός τρίτου. Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί ο ένας είναι από Αμερική και η άλλη από Αυστραλία.

(ΗΠΑ) - Ah, so είσαι του Γιαννή της Μαρούκλας δευτεροξαέρφισσα;
(ΑΥΣ) - Yeah.
(ΗΠΑ) - Από Ωστρέιλια, ε;
(ΑΥΣ) - Yeah. Κέμ'ρα.
(ΗΠΑ) - What;
(ΑΥΣ) - Κέμ'ρα!
(ΗΠΑ) - What's that;
(ΑΥΣ) - Εκεί μένω.
(ΗΠΑ) - Oh, I see. Πού είναι αυτό;
(ΑΥΣ) - God, Κέμ'ρα, the capital!
(ΗΠΑ) - Ah, you mean Καμπέρα!
(ΑΥΣ) - Jesus, είναι αγγλικά αυτά που μιλάτε εσείς τα φρισμπάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας): Ειρωνικά το «κελεπούρι», η «μεγάλη ευκαιρία», δηλαδή ουσιαστικά carbon el tesoro (άνθρακες ο θησαυρός).

Προκειμένου όμως να μη φάμε και κανάν αφορεσμό απο το μουφτή της Ροδόπης ταις πρεσβείαις του Χάνκοντος ένεκα σημειολογικού σφάλματος, θα αποκοτήσωμεν μετ' επιφυλάξεως και την ερμηνείαν της φράσεως ως πύρρειο νίκη:

Ήτοι, δεδομένου οτι τα παλαιά χρόνια (;) οι πρόθυμοι γαμβροί ήσαν δυσεύρετοι, σε περίπτωση κουκουλώματος νεάνιδος μανι-μάνι με κάποιον αχαΐρευτο, επληρούτο ο πόθος της μαμάς, αλλά κατ' άτι κουτσουρεμένος. Γαμπρός μεν, απ' τα Μονόσπιτα δε. Προβλέπεται απογοήτευση και δυστυχία με τέτοιο γαμπρό, τον εκ του χωρίου Μονοσπίτων Ημαθίας ορμώμενον.

Χρησιμοποιείται και αυτοσαρκαστικώς, όταν κάποιος αναλαμβάνει εγχείρημα, το οποίον είναι πέραν των δυνάμεών του, ένεκα ελλείψεως σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κυρίως οικονομικής ευρωστίας δηλαδή «πού πάω εγώ τώρα, τί τα θέλω εγώ αυτά, αφού δε με παίρνει, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα...», κατά την έννοια της παροιμίας «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε, κωλοκύθια έσουρνε».

Οι δημοσιογραφίσκοι, μάθανε προσφάτως τη λέξη «πολύφερνος» και τηνε τσαμπουνάνε όπου λάχει. Δε διστάζουν μάλιστα πανάθεμά τους να μιλούν και για πολύφερνους γαμπρούς / υπουργούς (sic), ενώ η «φερνή» ήταν τα αρχαία χρόνια (επί Ελλήνων) η προίκα που ελάμβανε η γυναίκα βέβαια, προκειμένου να παντρευτεί και φυσικά πολύφερνη είναι η νύφη που φυσάει το παραδάκι. Εξ ου και το λατινικό «παραφερνάλια» του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέρχεται απο το ελληνικό «παράφερνα» δηλαδή τα προικώα αντικείμενα εξαιρούμενα της κυριότητας του αντρός της (π.χ. κειμήλια, προσωπικά της αντικείμενα κτλ). Άλλωστε, αποκλειστικά δικαιώματα σε πράγματα, έχει η σύζυγος και σήμερα, όπως το σημερινό λεγόμενο «εξαίρετο» του κληρονομικού δικαίου, δηλαδή την οικοσκευή που δικαιούται να λάβει η σύζυγος του τεθνεώτος, πέραν της νομίμου μοίρας της. Η λέξη «παραφερνάλια», πρόσφατα χρησιμοποιείται ως «συμπαρομαρτούντα» ή αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τσουμπλέκια, τσετζερεδικά, τα πάντα όλα). Ο γαμβρός λοιπόν αυτός φαίνεται, όχι μόνον φερνή δεν είχε (sic),αλλά ήταν και τελείως αναξιόπιστος, αχαΐρευτος, ακαμάτης κοινώς: Κοπρίτης.

Τώρα, γιατί το συγκεκριμένον χωρίον παρήγαγεν μαζικώς ελαττωματικούς γαμβρούς, μάλλον θα μείνει άλυτον μυστήριον, στα βάθη της λάσπης του κάμπου του Ρουμλουκιού, μαζί με τα μυστικά του βάλτου...

Την έκφραση χρησιμοποιούν κυρίως γηραιοί Ναουσαίοι, χωρίς ωστόσο να δύνανται να την ερμηνεύσωσιν καίτοι ο υποφαινόμενος τους έχει επανειλημμένως τσιγκλήσει. Φαίνεται όμως, οτι οι εν Ημαθία νύμφαι, είχαν πάθει στο παρελθόν πολλά χουνέρια, δεδομένου οτι υφίσταται παρεπιδημούν χωρίον ονόματι «Ξεχασμένη», χάριν νύφης που την απαράτησεν ο γαμβρός προ του μυστηρίου, αναχωρήσας προς άγνωστον κατεύθυνσιν και αφήσας αυτήν να περιμένει τον αγύριστο...

Εξ άλλου, ο μόνος συνεπής και πολύφερνος νυμφίος που είδαμε ποτέ να έρχεται εν Ελλάδι, ήταν ο Καραμαλής το '74, c'est ça;

Παρόμοια: Πού σε πέτυχα, εσύ μας έλειπες, προκομμένη μου Ζαΐρα πού σε βρήκα και σε πήρα, κονομήσαμε, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ψωνίσαμε απο σβέρκο, θα μου κάνεις το κόκκινο αυγό κ.τ.λ.

  1. - Ανέλαβε σήμερα υπουργός ο τάδε! Άιντε μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα...
    - Μμμμ... γαμπρός απ' τα Μονόσπιτα! Μωρέ δε με παρατάς λέω γώ με τον κερχανατζή;

  2. Τί το’ θελα εγώ το δάνειο απο τη Γιούρα-μπάνκ; Ορίστε τώρα, μου παίρνουνε το σπίτι οι κουφάλες! Με τρείς κι εξήντα, που να τα βγάλω πέρα, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνουν ιδιαιτέρως συχνά στην Κρήτη αυτό το μπλακχουμοράκι με αντικείμενο την κατά περιπτώσεις κατάντια των βαποριών που μπαίνουν στα δρομολόγια προς Πειραιά.

Φαλκονέρα ως γνωστόν είναι:

«Aκατοίκητη νησίδα (βραχονησίδα) του Νοτίου Αιγαίου, στο Μυρτώο Πέλαγος, και που απέχει 42 μίλια ΒΔ. από το Ακρωτήριο Μαλέας και 25 μίλια ΔΒΔ. από τη Νήσο Μήλο. Βρίσκεται ακριβώς επί των διεθνών θαλάσσιων γραμμών Μαλέα–Σμύρνης και Πειραιά–Χανίων, εξ αυτού και θεωρείται λίαν σημαντική στη Ναυσιπλοΐα αλλά και αρκετά επικίνδυνη ιδίως για τα ιστιοφόρα «εν γαλήνη και άπνοια» λόγω των παρ΄ αυτής ισχυρών ρευμάτων. Στην ανατολική άκρα της νησίδας που ονομάζεται «Παναγιά των ρευμάτων» φέρεται φάρος αυτόματος φωτοβολίας 23 μιλίων. Το 1941 το φάρο αυτό ανατίναξαν οι Γερμανοί όπου και ακολούθησαν πολλά ναυάγια. Μετά την απελευθέρωση ο φάρος επισκευάσθηκε και αποκαταστάθηκε η λειτουργία του. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας σημειώθηκε το πολύνεκρο ναυάγιο του Πορθμείου Ηράκλειον όπου χάθηκαν 273 ψυχές».

Τα παραπάνω από Βικούλα.

Όπως καταλαβαίνετε, παίζουν πολλές παραλογές όπως falconera sea lines, falconera cruises, F/B Falconera, Falconera Dolphin, Falconera Express, HighSpeed Falconera καθώς και η ναυτιλιακή κοινοπραξία Falconera - Skylopnichtis Maritime.

- Με συγχωρείτε, ποιο πλοίο είναι για σήμερα;
- Το Αρκάδι
...
- Falconera express μάγκες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ Αγρινίου προερχόμενο, σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι...

Ανάγκασε ρε Μήτσο το άρμεγμα, θα ξινίσει πριν πήξουμε το τυρί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified