Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.
Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.
- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!
Got a better definition? Add it!
Ο παλιός, ο βέρος Σαλονικιός. Το Σαλονικιό αντίστοιχο του Αθηναίου γκάγκαρου.
Παλιότερα, για να χαρακτηρισθεί κανείς μπαγιάτης έπρεπε ο ίδιος, οι γονείς του, οι παππούδες του και βάλε νάχουν γεννηθεί και νά 'χουν μεγαλώσει στην πόλη - και μάλιστα «εντός των τειχών», έκφραση που στη Θεσσαλονίκη είναι κυριολεξία. Προπολεμικά, ο όρος διέκρινε τους ντόπιους από τους πρόσφυγες. Αλλά, απ' τη δεκαετία του '70 και δω, αυτό έχει εξασθενήσει - δυο-τρεις γενιές πια φτάνουν και σήμερα, ας πούμε, υπάρχουν Πόντιοι την καταγωγή που αυτοχαρακτηρίζονται μπαγιάτες. Ο όρος πια ξεχωρίζει βασικά τους γεννημένους στη Σαλονίκη από γονείς Σαλονικιούς από τους τελείως νιόφερτους - και τα τελευταία 40 χρόνια, λόγω αστυφιλίας και μετανάστευσης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης έχει τετραπλασιασθεί.
Αλλά, πέρα από καταγωγή, το νά 'σαι μπαγιάτης είναι πρωτίστως στάση ζωής και νοοτροπία. Η προέλευση της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη (δες και παράδειγμα 1). Αλλά, κάτι μπαγιάτικο έχει μείνει πολύ καιρό, μυρίζει κλεισούρα κι έχει ίσως μουχλιάσει ή ξινίσει - ε, μέσα είσαι γιατί ο κλασικός μπαγιάτης είναι ακριβώς συντηρητικός, κλειστός χαρακτήρας και μάλλον στριφνός άνθρωπος, λίγο μούχλας και λίγο μούργος.
Όλα αυτά ο μπαγιάτης τα παραδέχεται, αλλά η πλάκα είναι ότι τα θεωρεί καλά πράματα, σχεδόν τίτλο τιμής - κι όποιος το καταλάβει αυτό κατάλαβε τους Σαλονικιούς με τη μία. Βεβαίως και δεν ενθουσιάζεται εύκολα -αλλά, και τί είδε που ν' αξίζει να ενθουσιασθεί; Βεβαίως και βαριέται να κουνηθεί -σάματις τα καινούργια μαγαζιά που θέλουν να τον πάνε θά' ναι καλύτερα απ' αυτά που ξέρει; Βεβαίως και γκρινιάζει για τα πάντα -γιατί, άδικο έχει; Βεβαίως και δεν ανοίγεται εύκολα -γιατί, κορόιδο είναι, αφού όλοι θέλουν τον εκμεταλλευθούν;
Έτσι, όταν ένας μπαγιάτης Σαλονικιός πρωτογνωρίσει έναν Αθηναίο θα τον βρει αλλέγκρο και ευχάριστο, αλλά μάλλον φλούφλη και άτομο στο οποίο δύσκολα μπορείς να βασιστείς. Άμα του τα πει αυτά, ο Αθηναίος θα παραξενευτεί. Ο Αθηναίος, ανάλογα, θα βρει τον Σαλονικιό βαρύ κι ασήκωτο, αλλά ντόμπρο -άμα αυτός του το πει, ο μπαγιάτης Σαλονικιός θα κολακευτεί.
Πώς μπορεί ένας επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσει τον μπαγιάτη;
Ο μπαγιάτης δεν είναι τοπικιστής. Απλώς, στη Σαλονίκη είναι καλύτερα.
Αυτά ακριβώς, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα -φραπεδούπολη, μπουγάτσα με κεριά, σελεμελές- ο μπαγιάτης ξέρει ότι τα διαδίδουν οι Αθηναίοι που σπουδάζουν επάνω και δεν δίνει σημασία.
Α, ναι, κι ένα τελευταίο. Οι μπαγιάτηδες συχνά λένε ότι ο βιότοπός τους -η Α' εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης- είναι το πολιτικό βαρόμετρο της χώρας: ό,τι ποσοστά βγάζει η Α' Θεσσ. βγαίνουν και πανελλήνια. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι στα νούμερα, αλλά είναι γεγονός ότι η Α' Θεσσ. έχει αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: Κούβελας, Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος, Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος, Παπαθεμελής. Και επειδή είναι γνωστό ότι ο δημόσιος βίος της χώρας έχει πρόβλημα, λέω μήπως έχει και το βαρόμετρο και μήπως οι μπαγιάτηδες δεν είναι και τόσο κουλ όσο νομίζουν.
«Μπαγιάτηδες» είναι προσηγορία των Σαλονικιών, είτε απο τον καφενέ ενός Μπαγιάτη που συγκέντρωνε τις διαβόητες γκρίνιες τους, (ως πριν πέντε χρόνια υπήρχε ένα καφενείο ενός Μπαγιάτη, κοντά στη συμβολή Σοφούλη με βασιλίσσης Όλγας) είτε από την λέξη «μπαγιάτης», νεολογισμός του τέλους του 19ου αιώνα γιά το γεροντοπαλλήκαρο, τον συντηρητικό στις απόψεις και άλλα συνεκδοχικά (Από http://petefris.blogspot.com/)
Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας δημοφιλέστατος τότε, μπαγιάτης, δηλαδή βέρος Σαλονικιός, ήταν ψηλός, κιμπάρης, χουβαρντάς. (www.hellenica.de)
- Καλώς τον Δημήτρη ... τι έγινε, δικέ μου; Πώς ήτανε το ταξίδι του μέλιτος; Ταϊτή κι έτσι, έμαθα ... φοβερές παραλίες κι έτσι;
- Νταξ ναούμ, καλές παραλίες έχει ... αλλά και σαν τη Χαλκιδική δεν είναι ...
- Α, ρε μαλάκα ... μπαγιάτης γεννήθηκες, μπαγιάτης θα πεθάνεις ... γι' αυτό σε γουστάρω, αγορίνα μου ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κλωτσιά, το σουτ (στον κώλο ή και στα αρχίδια).
(Στίχος από τραγούδι κρητικοραπχιπχόπ)
«'Ημπλεξα σ' έναν σαματά, μπουνίδια και λακτίδια,
και σαν τον κριγιαρότραγο ήπεζα κουτουλίδια».
Got a better definition? Add it!
Ο μπάστακας, αυτός που έκατσε μπροστά μας και μας εμποδίζει. Το λέμε και για κάποιον που μας επισκέφτηκε απρόσκλητος και δεν λέει να φύγει.
Το λήμμα είναι ιδιωματισμός και χρησιμοποιείται κατά κόρον πού αλλού...; Στην πατρίδα μου την Κρήτη.
- Επήγα να πηδήξω οψάργας (χτες βράδυ) και ήρθε εκιοσές (αυτός) ο μαγαρισμένος (το κάθαρμα) ο σπιτονοικοκύρης μου και εμπαστακώθηκενε και επόμεινα (έμεινα) με την ψωλή στη χέρα (στο χέρι)..
Got a better definition? Add it!
Κλανιά με έντονη μυρωδιά.
Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.
- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).
- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»
- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;
Got a better definition? Add it!
Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.
Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.
Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.
Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.
Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.
Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.
(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.
Got a better definition? Add it!
Να μην χαλάσω τη ζαχαρένια μου, να μην στεναχωρεθώ. Το ρήμα αναφέρεται σε καλομαθημένα συνήθως παιδιά ή συζύγους που οι δικοί τους συμπεριφέρονται υπερπροστατευτικά, ώστε να μην χαλαστούν με την καμία.
- Γυναίκα, γιατί πήρες καινούρια παιχνίδια πάλι στο παιδί; Αφού έχουμε ξεμείνει αυτό το μήνα.
- Αφού φώναζε και σκουλήκιαζε έξω από τα Jumbo, τι να κάνω η χριστιανή...
- Ναι, εσύ το ίδιο βιολί, μην τυχόν και τσατσαθεί ο γιόκας σου...
Got a better definition? Add it!
Μη σκουληκιάζεις: Απευθύνεται από την αγανακτισμένη μητέρα σε κακομαθημένο βρωμόπαιδο που γκρινιάζει και χτυπιέται προκειμένου να περάσει το δικό του. Παραπέμπει στις τελευταίες κινήσεις του ατυχούς ασπόνδυλου που το έχουν πατήσει.
- Το θέλω μαμά σου λέω, το θέλω, το θέλω, το θέλωωωωωωω...
- Μη σκουληκιάζεις στη μέση του δρόμου παιδί μου!
Got a better definition? Add it!