Further tags

Κάνω το χοντρό μου.

- Δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας διακοπές.
- Γιατί ρε; Πάλι λιάρδα τον σέρνατε όλη μέρα;
- Εκτός από αυτό, με το που πιάσαμε λιμάνι, αρχίζει να έχει κάτι πόνους. Τον πήγαμε κατευθείαν Βοστάνειο.
- Και τι είχε ρε;
- Αφού τον ξέρεις ρε! Όταν πάει διακοπές δε σπάνει με τίποτα! Άλλη φορά μόνο για κάνα τριήμερο μαζί μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς: αναφάνταλος.

Αυτός που ενεργεί με επιπολαιότητα ή βιασύνη, ή πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.

Ετυμολογία: (με κάθε επιφύλαξη) αλαφάνταλος < αλαφιασμένος < αλαφιάζω (ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, τρομάζω) < αλάφι < ελάφι.

Δείχνει άσχετο με την ετυμολογία γιατί έχουμε μία εικόνα για τα ελαφάκια σαν τρισχαριτωμένα πλάσματα, λυγερόκορμα, με τα μεγάλα τα ματάκια τους, τα μακριά και καλλίγραμμα ποδαράκια τους.

Όταν όμως ένα ελάφι τρομάξει χάνει όλη του τη χάρη και δείχνει ατσούμπαλο, δεν ξέρει προς τα πού να τρέξει και κάνει αδέξια βήματα ή και πηδήματα μέχρι να βρει τον καλύτερο δρόμο διαφυγής.

Ο xalikoutis στο ΔΠ, το αναφέρει σαν ηπειρώτικο, εγώ το έχω ακούσει από Θεσσαλούς.

Μπήκε μέσα, το αλαφάνταλο, πήρε μία βαλίτσα, πέταξε μέσα ό,τι έβρισκε, πλυμένα - άπλυτα - την σκελέα του παππού, και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο ξαναγύρισε γιατί δεν είχε μαζί του το διαβατήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις θεσσαλικές εκφράσεις: «καταπίνω γκουστέρες» και «κατεβάζω γκουστέρες».

Πιθανότατα από το γουστέρα.

Καταπίνω γκουστέρες: κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αντιδράσω σε προσβολές, ψεύδη κλπ, γιατί αν δεν συγκρατηθώ μαύρο φίδι που σ' έφαγε. Όσο καλή όμως και αν είναι η προσπάθεια, η ενόχληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και είναι φανερό σε όλους ότι με μία ακόμη λέξη η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη.

Κατεβάζω γκουστέρες: το ίδιο με το επάνω. Χρησιμοποιείται όμως και προς αποφυγή των κατεβάζω καντήλια-κατεβάζω χριστοπαναγίες κλπ ως λιγότερο βλάσφημο, αλλά πάντοτε σιωπηλό.

  1. - Τι του είπες και καταπίνει γκουστέρες;

  2. - Όχι μόνο την έκανε την μαλακία του πάλι ο προϊστάμενος, αλλά τα έριξε και στον Θανάση και μετά τον έκραξε κιόλας.
    - Γι αυτό κατεβάζει γκουστέρες από το πρωί;

με γκουστας του (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ένα γούγκλισμα στα γρήγορα ανακάλυψα ότι είναι αφενός ένα βάραθρο κάπου στην επικράτεια και αφεδύο ένα χαμηλό όρος με βάραθρα.

Επειδή δεν μου είναι και γνωστό το έτυμον του όρου, πιθανολογώ ότι και η σημασία αυτή επίσης προέρχεται από ανά την επικράτεια σλαγκόφώνους Έλληνες. Στα σλαγκολευκαδίτικα όμως. σημαίνει το κακομαγειρεμένο ψητό, σε σημείο που να έχει γίνει εντελώς μαύρο και να μην τρώγεται με τίποτα. Όταν δηλαδή οι συνδαιτυμόνες αναφωνούν «άνθρακες ο θησαυρός». Σαν έξυπνος σλάνγκος όμως που είμαι κτοκττμγ βρίσκομαι κοντά στο να συνδέσω τις δύο σημασίες εκ του κοινού χρώματος που έχει το στόμιο του βαράθρου με το καμμένο φαγητό.

  1. για την πρώτη εκδοχή: ... μέσ τη βροχή και το κρύο, για το όρος Κάρκανο, προέκταση του όρους Πούλου πριν το διάσελο της Κουλοχέρας ,πριν ξημερώσει και τους δουν οι αντίπαλοι. Μερικοί μπορεί να είναι και στενοί συγγενείς και παλαιότερα πολύ αγαπημένοι, ενώ τώρα σε αυτές τις μαύρες μέρες με το μίσος όλα είναι αλλόκοτα.. και επίσης: Ένα βαθύ κάρκανο στο Χιονοβούνι είναι μακρινή αποστολή και δεν πήγαμε για εξερεύνηση, ενώ έχει κάποια αξία ιστορική. Σε αυτό ο Ιμπραήμ έριξε τους Κρεμαστιώτες που απέφευγαν την κίνησή του για να γλιτώσουν τα κοπάδια τους και κάποια στιγμή τον χτύπησαν σε στενά και μερικοί σκοτώθηκαν. Αυτούς τους έριξε με τον ελαφρύ οπλισμό τους μέσα στο κάρκανο αυτό υποτιμώντας τα όπλα των μπροστά τα δικά του.

  2. ... και για την δεύτερη:
    - Ελάτε να φάτε που να με φάει κακός λέφας κι επέθανα στα ποδάρια μου, να νετάρω!!!
    - Έτσι που τό' καψες και τό' καμες κάρκανο δεν είναι κρέας αυτό μάνα, διαλούπι είναι!

very well done (από perkins, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουτζούκος είναι ο καημένος κάτοικος Δυτικών Προαστίων που τον κράζουν μονίμως για τις μουσικές του επιλογές -δεν φταίμε εμείς που είναι παλιομεϊνστριμάς του κερατά. Τον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνάει και καμιά κιθάρα για να ρίξει κάνα γκομενάκι μπας και γαμήσει κι αυτός ποτέ.

Θα τον καταλάβετε από το κουταβίσιο βλέμμα, τα καρώ πουκάμισα και τα στενά, πολύχρωμα παντελόνια που τονίζουν το θεσπέσιο κωλί του. Αναπόσπαστο κομμάτι είναι φυσικά οι γραβάτες και τα τζάρβικα γυαλιά που του δίνουν -υποτίθεται- ένα κατιτίς παραπάνω εμφανισιακά. Μακρύ μαλλί απαραιτήτως.

Ιστορικά ίνφο: Τύποι σαν τον μουτζούκο έχουνε ένδοξο παρελθόν στις φρατζοφορίες. Πρόγονοί τους είναι τα Αρκουδάκια της Αγάπης.

- ... και τι μουσική ακούς ρε φίλε;
- Εεεε βασικά, Caspian.
- ΟΥ ρε παλιομουτζούκε!

Επαιξε στη σειρά, εραστής δυτικών προαστείων ενσαρκώνοντας τον ομώνυμο ρόλο. Mουτζούκος;  (από GATZMAN, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει την έκπληξη του αναφωνούντος Λαρισαίου! Έχει την έννοια του: «τί μου λες τώρα;!;», «τί παίχτηκε;;»

- Είναι η πρώτη φορά που παραγγέλνετε Goody's;
- Ναι.
- Θα μας δώσετε αρχικά τη διεύθυνση και το δήμο σας.
- Γιατί πού κάλεσα τώρα; Δεν είσαι Λάρισα εσύ; (πονηρός ο βλάχος)
- Όχι, είναι τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα για όλη την Ελλάδα.
- Ι χααα!

(από theophano, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβεντούλα, κους κους, κουτσομπολιό. Η λέξη είναι πιθανότατα τούρκικης προέλευσης και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στη Λάρισα!

μασλατεύω = κουτσομπολεύω, χαζολογώ.

  1. - Σ'κωθήτε κουρίτσια απ'τς καρέκλες, μου πιάσατε τα μασλάτια! Το πρωί είν' για τς δουλειές, άντε να γίν'τε νοικοκυρές!

  2. (από εδώ)
    «Ο/Η Marianna-A, την April 6, είπε:
    Ελενάκι μου, ελπίζω ότι πέρασες θαύμα, σ'ευχαριστώ, φιλούκια, Μ.
    Αλέκο Αληθώς ο Κύριος, έρχομαι για μασλάτι και καφέ..χιχι»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικό δάνειο που έως σήμερα χρησιμοποιείται με τη σημασία της μαγειρικής συνταγής, σε περιοχές μεγάλης επίδρασης του Ιταλικού στοιχείου, όπως στην Κεφαλλονιά.

Παλαιότερα, έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, παραδόξως είχε ακόμα ευρύτερη χρήση σε περισσότερους κλάδους καθημερινών κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Έτσι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί του εγχειριδίου του μηχανικού και του τεχνικού, του βιβλίου οδηγιών χρήσης κάποιας συσκευής ή διάταξης, του τεφτεριού του μπακάλη, ακόμα και του συνταγολογίου του γιατρού ή και των πινάκων λογαρίθμων των μαθητών!

Γενικότερα, κάποτε λέγαμε ρετσέτα το μικρό σημειωματάριο ή φυλλάδιο που περιείχε καταλόγους στοιχείων, οδηγίες, βασικές αρχές και «εργαλεία» κ.α. σημαντικές σημειώσεις για τον κάτοχο. Η πλησιέστερη στην της μητρικής γλώσσας σημασία είναι το μικρό βιβλίο οδηγιών ή εγχειρίδιο.

  1. Η ρετσέτα της σιόρας Κατερίνας είναι καλά φυλαγμένο πατροπαράδοτο μυστικό και κανείς στο Αργοστόλι δεν μπόρεσε να το σπάσει.

  2. (μεταξύ έμπειρου και νεότερου μάστορα ή μηχανολόγου σε πλοίο) - Μην κάθεσαι τώρα που λείπει ο αρχιμηχανικός... Αυτός μπορεί να κουλαντρίζει τα φινιστρίνια! Άνοιξε τη ρετσέτα που έχεις στην κωλότσεπη και βουτήξου στην 5-1 να δεις τι φταίει. Και γρήγορα! Αύριο ξεμπαρκάρουμε και πρέπει να είναι όλα έτοιμα! Εγώ θα κοιτάξω το δεξιό αξονικό...

  3. Το κλασικό έργο του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου, «Εγχειρήδιον», όπως ορίζει ο τίτλος του, αποτελεί μία ρετσέτα βιονομίας, ένα βιβλίο-εργαλείο για καλή ποιότητα ζωής και ψυχικής αγωγής. Ένα handbook ευζωίας - πώς το λέτε, βρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified