Selected tags

Further tags

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρηματική απάτη στη γλώσσα του «υποκόσμου». Ο όρος δεν αφορά μόνο σε ξέπλυμα χρήματος, αν και από αυτό το συμφραζόμενο πρέπει να έλκει την καταγωγή του. Μπουγάδες είναι οι «δουλειές» των απατεώνων του τύπου «επιχειρηματίας φάντασμα» κλπ., ανθρώπων που γδέρνουν αφελείς ιδιώτες με επιχειρηματικές ιδέες για επενδύσεις κλπ ή πιστολιάζουν τράπεζες εξασφαλίζοντας δάνεια (την πρώτη δόση) με πλαστές ταυτότητες κλπ. (προ κρίσης αυτά όλα δεν ήταν και τόσο δύσκολα).

Οι απατεώνες αυτοί μπορεί και να μη λερώνουν τα χέρια τους με γκάνια κ.λπ. και οι μπουγάδες είναι οι καθαρές σχετικά δουλειές (π.χ. οι απαγωγές δεν είναι μπουγάδες). Αλλά ως άνθρωποι σαφώς και προέρχονται ή διασυνδέονται με τη νύχτα, έτσι ή αλλιώς. Και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ένα έγκλημα ακριβώς ούτε του λευκού ούτε του μπλε κολάρου.

- Και θυμάσαι ρε Σάκη που του λέω «τι να τα δίνεις στην τράπεζα. τι να τα δίνεις εμένα»... τι μπουγάδα ρε μαλάκα του κάναμε αυτουνού...
- Ρε Στάθη, είχαμε ρέντα στη Ρόδο ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τριζάτο προέρχεται από παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων όπου, η ηθοποιός, κρατώντας ένα πιάτο καθαρισμένο από το Χ απορρυπαντικό, έσερνε τον αντίχειρά της στην επιφάνειά του και από την πολλή καθαριότητα (έλλειψη λίπους και από τις δυο επιφάνειες) ακουγόταν ο τριζάτος ήχος.

Τώρα, αν ακολουθήσουμε την παροιμία που μιλά για τριζάτα στήθια, θα φανταστούμε πόσο άσπρα και καθαρά και τριζάτα είναι που αν τα χαϊδέψεις ακούς «τριιιιιιιιζζζζζζζ» και ανάποδα τον αντίχειρα «τροοοοοοοοζζζζζζζζ».

από ΔΠ βουβις

Πρόσεχε πρόσεχε μωρό μου μη μου τα τρίψεις και ξυπνήσει ο άνδρας μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοιαύτη λέξη προέρχεται παρά γνωστό «δικηγόρο» ο οποίος εσυννελήφθει από το μικρόφωνο του υποκλοπέα να ονοματίζει εαυτόν ως «πεντακαθαρίδης», λόγω ευθέων εξηγήσεων και υποτιθέμενης εντιμότητός του εν ώρα... εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία! Διότι πλέον, τη σήμερον ημέρα η έννοια της εντιμότητος υφίσταται και εις τας κομπίνας, εις τας λοβιτούρας καθώς δε και εις τας πάσης φύσεως παρανομίας. Εύγε.

(Αντιγράφω αυτολεξεί ως απομαγνητοφωνήθειν εν ώρα ειδικής συνεδριάσεως της Βουλής, 18/11/2008)
Κοκοβίνος: «σου μιλώ παντελονάτα. Θέλω ένα ακίνητο και όχι τέσσερα που κάνουν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Σου μιλώ πεντακάθαρα και όμορφα. Πεντακαθαρίδης!» (sic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι Αργείτες τους Ναυπλιώτες διότι έπλεναν τους πισινούς τους (και όχι μόνον) σε τούρκικα λουτρά. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών χαρακτηρισμών τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

- Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρομιάρηδες τους «Φράγκους» για μερικούς λόγους, εκ των οποίων οικυριότεροι ήταν, το ότι έτρωγαν χοιρινό και το ότι δεν καθάριζαν τον κώλο τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Το περσικό παρατσούκλι για τους «Φράγκους» γενικά είναι (kun nashu)· κυριολεκτικά «αυτός που δεν πλένει τον κώλο του», δηλαδή ο «μη κωλοπλένης». Οι Aργείτες αποκαλούσαν «κωλοπλένηδες» τους Ναυπλιώτες, λόγω του ότι επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά. (εδώ)

Απομεινάρια Τουρκικού λουτρού στο Νάυπλιο Ceci n'est pas un καλά πλυμένος κώλος

- Yπάρχουν κάποιοι κωλοπλένηδες που ζούν ανάμεσά μας, που λές και ζούνε σε άλλο σύμπαν, λές και είναι κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, λες και δεν ακούν και δεν διαβάζουν πλέον τίποτα για το τόπο τους, και διατυπώνουν τις πιο παράλογες και ανεπίκαιρες απαιτήσεις. Σαν το κύριο ανώνυμο ιθαγενή που έστειλε επιστολή σε τοπικό μπλόγκ της Αργολίδος τις προάλλες, διαμαρτυρόμενος για... (εκεί)

Πέον να σημειωθεί ότι υπάρχουν κι άλλες Π.Ο.Π. (Παπαρολογίες Ονομασίας Προέλευσης) εις βάρος όσων επιμελούνται τις ευαίσθητες περιοχές τους (πιχί παστρικιά). Αντιγράφω κείμενο του τιτανοτεραστίου aias.ath:

Ὡς πρὸς τὴν καθαριότητα: Στὴ Σμύρνη οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ εὐμάρεια, καὶ εἶχαν ἐπίπεδο παρόμοιο μὲ τὸ εὐρωπακὸ τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ χαμάμια, νὰ φᾶνε κι οἱ κόττες. Στὴν Ἑλλάδα τότε δὲν εἴχαμε λουτρὸ μέσα στὸ σπίτι· καὶ τὰ δημόσια ἦσαν σπανία ἐξαίρεσις. Ὁ παπποῦς μου ἔφτειαξε λουτρὸ στὸ καινούργιο του σπίτι τῷ 1928, καὶ ἀντιμετώπισε σχόλια τοῦ τύπου «ἀχρείαστο νὰ εἶναι», ἀλλὰ καὶ κακοήθη τοιαῦτα, τοῦ τύπου «κύριε Γιῶργο μου, δὲν εἶναι σωστό· ἔχεις καὶ κορίτσι πρᾶμα» δλδ μὴ σοῦ ποῦνε τὴν κόρη παστρικιά. Φυσικά, βρομιαραῖοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν παντοῦ καὶ πάντα, καὶ στὴ Σμύρνη.

Πηγή: εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified