Selected tags

Further tags

Σλανγκ της Μαίρης της Παναγιωταρά, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας καλής νοικοκυράς.

Χαλώνουμε (βάζουμε τα χαλιά) με το που πιάνει κρύο, ξεχαλώνουμε (βγάζουμε τα χαλιά όταν ζεστάνει ο καιρός).

-Ε Μαράκι, χάλωσες ακόμα;
-Μπα, ακόμα αντέχεται ο καιρός. Λέω να χαλώσω τον επόμενο μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην στρατιωτική αργκό.

Προέλευση: άγνωστη, προφανώς κάποιος κάπου κάποια στιγμή το αποκάλεσε έτσι και πέρασε από στόμα σε στόμα δίχως να φιλτραριστεί, κλασικός ΕΣ δηλαδή.

(φαντάρος πλένει δίσκους στα μαγειρεία και τον πλησιάζει άλλος φαντάρος)

- Σειρά! ρίξε μου λίγο φάρμακο να πλύνω τα χέρια!
- Σκύψε ψηλέ να σου το βάλω υπόθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο του οποίου βρομάνε οι πατούσες.

Έχει ρίζα από γαριδάκια Cheetos και την ευχάριστα εμετική μυρωδιά τους.

Έτσι και βγάλει τα παπούτσια του ο Βαγγέλης ο "Τσιτοπόδαρος" θα πεθάνουμε όλοι εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το τριζάτο προέρχεται από παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων όπου, η ηθοποιός, κρατώντας ένα πιάτο καθαρισμένο από το Χ απορρυπαντικό, έσερνε τον αντίχειρά της στην επιφάνειά του και από την πολλή καθαριότητα (έλλειψη λίπους και από τις δυο επιφάνειες) ακουγόταν ο τριζάτος ήχος.

Τώρα, αν ακολουθήσουμε την παροιμία που μιλά για τριζάτα στήθια, θα φανταστούμε πόσο άσπρα και καθαρά και τριζάτα είναι που αν τα χαϊδέψεις ακούς «τριιιιιιιιζζζζζζζ» και ανάποδα τον αντίχειρα «τροοοοοοοοζζζζζζζζ».

από ΔΠ βουβις

Πρόσεχε πρόσεχε μωρό μου μη μου τα τρίψεις και ξυπνήσει ο άνδρας μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προσεκτικός, ο τελειομανής, ο νοικοκύρης και με αρνητική σημασία ο ψείρας, ο υπερβολικά τελειομανής, από την τουρκική λέξη titiz. (Δες).

Είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι- σήμα κατατεθέν περασμένου κλανητάρχη, του Bill Clinton. Καθιερώθηκε ύστερα από τους λεκέδες που άφησε στο ένδυμα της υφισταμένης του (φυσαρ-)Μόνικας Λεβίνσκι. Οπότε το παρατσούκλι λειτούργησε κατόπιν και ως σχετική προτροπή: «Πλύντον, τουλάχιστον!». Μετά το εν λόγω σκάνδαλο ακολούθησε κι ένας (μίνι τουλάχιστον) βομβαρδισμός του Ιράκ για να στραφεί αλλού η προσοχή των μυδιών και μετά ο βομβαρδισμός της Σερβίας, κι ας προέτρεπε ο ΚΥΡ τον Πλύντον «make love not war!».

Ο όρος χρησιμοποιείται και γενικότερα για εργοδότες σε στυλ Ζαχόπουλου, οι οποίοι έχουν παρενοχλητικές τάσεις προς υφιστάμενες.

Και βέβαια, η έκφραση ξαναμπήκε στην επικαιρότητα με την ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ από την σύζυγο του Πλύντον στην κυβέρνηση Ομπάμα, σλανγκιστί Ομπάμια. Οι ρατσιστές έσπευσαν να το εκλάβουν ως παρότρυνση στην Χίλαρι, δηλαδή: «Χίλαρι Πλύντον» τον πρώτο Αφροαμερικανό Πρόεδρο των ΗΠΑ. Αλλά αντιτάχθηκε η εξής σλανγκική παράφραση κλασικής παροιμίας ως εξής: «Τον (κλ-)πλανητάρχη κι αν τον μαυρίζεις, το κάρβουνό σου χαλάς», που υπονοεί ότι δεν αρκεί η μετατροπή του Λευκού Οίκου σε Μέλανα για να λυθούν δια μιας όλα τα προβλήματα κι οι αδικίες στον πλανήτη. Άλλωστε δύσπιστοι σλανγκιστές από την άλλη όχθη του Ατλαντικού αποκαλούν τους περί τον Ομπάμα ανθρώπους «Obamicans». Δηλονότι εκ του Obama & Republican, επειδή ο Ομπάμιας επέλεξε να χρησιμοποιήσει πάρα πολλούς ανθρώπους από τις κυβερνήσεις Πλύντον αλλά και Μπούς τινος. Οι αντίπαλοι του βέβαια επέλεξαν να παραφράσουν το όνομά του από «Μπάρακ Χουσείν Ομπάμα» σε «Μουμπάρακ Χουσεϊν Οσάμα» δηλαδή σε ένα αμάλγαμα από τους μεγαλύτερους εχθρούς των ΗΠΑ, ζώντες και τεθνεώτες. Δεν ξέρω, ένας αναγραμματισμός του Vrasta θα δείξει!

...Γι' αυτό και ο Πλύντον άφησε το σαξόφωνο και τό 'ριξε στο κλαρίνο και την φυσαρμόνικα...
(Τάσος Μπουγάς σε ρέντα!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πλυντηριάδωνε:

Πρώτη κατηγορία πλυντηριά: φυλή "επιχειρηματία" που ξεπλένει χρήματα από παράνομες ή μαύρες δραστηριότητες, όπως πορνεία, ναρκωτικά, τζόγο, λαθρεμπόριο όπλωνε, κ.ταλ., επενδύοντάς τα σε νόμιμες εταιρείες-βιτρίνες άκα πλυντήρια.

- Και μια υγιής εταιρεία προσελκύει πολύ πιο εύκολα στρατηγικούς επενδυτές και ουχί πλυντηριάδες (εδώ)

- Εχουν εντοπίσει, λέει, τις εταιρίες και τις οφ σόρ εξωτερικού που διαφέντευε ο Λαυρέντης και έχουν βάλει «λυτούς και δεμένους», για να βρούν ποιοί διεθνείς «πλυντηριάδες» βρώμικου χρήματος, βρίσκονται πίσω από τον Λαυρέντη και με όχημα τις επιχειρήσεις του, άλωσαν τον ελληνικό Τύπο και τα ΜΜΕ και όχι μόνον (εκεί)

Δεύτερη κατηγορία πλυντηριά: πιο δόκιμα, ο ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε πλυντήριο αυτοκινήτων ή άλλο βιομηχανικό πλυντήριο.

- Είτε γυαλίζεις για να φύγουν οι γρατζουνιές είτε παίρνεις κάτι να στις καλύψει όπως ακριβώς έκανε ο πλυντηριάς αλλά θα σου εμφανίζονται μετά απο λίγο καιρό (εδώ)

- Παρήγγειλα νέο σκιάδιο οδηγού γιατί κάποια βλακεία θα έκανε ο πλυντηριάς στη βάση της και έσπασε το πλαστικό στη βάση στήριξη της (εκεί)

Και κλείνουμε την αποψινή μας βραδιά με λίγο ινσέψιο: στην τηλεοπτική σειρά Breaking Bad ο "πλυντηριάς" Walter White γίνεται και πλυντηριάς αγοράζοντας ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για προσωπικό του "πλυντήριο".

Ο πλυντήριο-"πλυντήριο" του πλυντηριά-"πλυντηριά" Walter O πλυντηριάς-"πλυντηριάς" Walter κάνει "πλυντήριο" σε πλυντήριο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified