Further tags

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.

- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.

- Τι είχε στις ειδήσεις σήμερα;
- Τίποτα, μπαρμπούτσαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

1.
κοιταξτε ρε σεις , μου κλεψανε τις ρυμες! θα αρχισει νεο μπιφ στην ελληνικη σκηνη!

2.
«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

3.
Μογλη τιποτενιε θιφ; ξεκίνησες μπιφ και θα σου κανω τη μαπα πορτατιφ και μετα θα φαω ενα ροζμπιφ απεριτιφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή πολύ, πάρα πολύ!

Σλανγκ ειρωνική παραλλαγή του «όσο πατάει η γάτα», που σημαίνει λίγο.

- Δηλαδή τράκαρε πολύ το αυτοκίνητο;
- Έλα μωρέ 'ντάξει, να, όσο πατάει ο ελέφαντας!

Μέρμηγκα την γάμησες! (από Vrastaman, 27/01/09)(από Khan, 04/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν, σε συγκεντρώσεις, δεν συμμετέχουν πολλοί.

  1. Πανούλης: Ρε τι βαθμολογίες παίρνεις τώρα τελευταίως; Μόνον 2 ή 3 σε βαθμολογούν...
    Πανούλης: Α ρε, έχουν πάει διακοπές ρε, δεν το κατάλαβες;
    Ξανά μανά Πανούλης: Τώρα που έχω φλασιά ρε γμτ, πήγαν διακοπές... Τρεις και ο κούκος μείναμε!

  2. - Για λέγε ρε, ήταν πολλοί στην συγκέντρωση του ΚΚΕ;
    - Τι πολλοί ρε, τρεις και ο κούκος ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).

- Ρε άκουσες τι μαλακία είπε ο Αλέξης στην τύπισσα;
- Ε τι περίμενες απ' τον κριντζαριστό μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified