Further tags

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία συσκευή που καταναλώνει ρεύμα, ακόμη κι όταν δεν τη χρησιμοποιούμε.

Προσέξτε τις συσκευές βαμπίρ, αν δεν θέλετε να είναι τσιμπημένος ο λογαριασμός του ρεύματος.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι που είναι ό,τι να ΄ναι και ταυτόχρονα σχετικά κουλ. Προέρχεται από σειρά με βιντεάκια του youtuber Αλεξέι Γκερασίμοφ, ενώ προηγουμένως ήταν τραγούδι ρωσικού μουσικού συγκροτήματος. (Δες). Ειδικά η τουαλέτα σκίπιτι είναι αυτή μέσα από την οποία βγαίνει ένα ανθρώπινο πρόσωπο.

  1. Είναι ρίζλερ με τελείως σκίπιτι τρόπο.
  2. Ο Κώστας Τσάκωνας ήταν σκίπιτι before it was cool.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μεγάλη ερωτική έλξη και γκελ που προκαλείται. Λέγεται κυρίως για πολύ ερωτικές γυναίκες και θηλυκότητες.

Γιατί; Μα, επειδή τελικά το πρώτιστο που απασχολεί τις «Άλφα» γυναίκες είναι

να παντρευτούν «Άλφα» άνδρες και να γίνουν «Άλφα» μητέρες. Και, κάπου, ανάμεσα

στον ρόλο της «Άλφα» συζύγου και μητρός, οι γυναίκες αφήνουν το περιθώριο

στους «Άλφα» – και «Βήτα», και «Γάμμα» – άνδρες συναδέλφους τους να ενωθούν

σε… ανίερες συμμαχίες, προκειμένου να τις υποβαθμίσουν. Να τις ταπεινώσουν.

Και να τις εξαφανίσουν. Ώστε να μπορούν οι ίδιοι, απερίσπαστοι, να διοικούν

τις τύχες του κόσμου. Και να κερατώνουν τις «Άλφα» συζύγους τους με κορίτσια «Βαβαβούμ»… (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση ακραίου ναρκισσισμού κατά την οποία ψωνισμένοι ντραμάκουιν κάνουν ο,τιδήποτε (καλό ή κακό, δεν έχει σημασία) προκειμένου να στραφούν όλα τα λέιζερ επάνω τους. Αν τα καταφέρουν την αυτοβρίσκουν, σε αντίθετη περίπτωση έχουν νευράκια ή κλαψομουνιάζουν. Εκ του αγγλικάνικου attention whore.

Άλλο ένα παράδειγμα του γλωσσολογικού φαινομένου να σλανγκεξελληνίζονται αγγλικές λέξεις εις -έισιον με την αφαίρεση του τελικού n (βλ. πιχί απλικέησιο, ινσέψιο, κ.ά.).

1.
Δε θέλω να γίνω κακός αλλά αυτό το ατενσιοχοριλίκι του να κάνετε ρητουήτ τον εαυτό σας απ το φάβσταρ είναι χειρότερο κι απ το σηκωμένο γιακά

2.
Δε με πειθεις, κοπελια. Ατενσιοχοριλικι μου κανει, σαν τα πολλα στα οποια μας εχεις συνηθισει. Lady Gaga vomits live on stage in Barcelona.

3.
Αυτοθυματοποίηση, ατενσιοχοριλίκι και ντραμακουινισμός, αυτό ειναι το νέο ΠΑΣΟΚ

4.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΕΝΣΙΟΧΟΡΙΛΙΚΙ ΤΟΥ ΝΑ ΘΕΣ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...

Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.

Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.

Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».

Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.

Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.

Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.

Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.

Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.

Αναλυτικά:

Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.

Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.

Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.

Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.

κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.

μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.

Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.

Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:

Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..

Το θετικώς διακείμενο:

Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.


* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.

** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.

πεζοναύτες εν κορδώσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.

- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified