Further tags

Πατάτα. Φάουλ. Ζημιά. Παραστράτημα. Παρασπονδία. Ατιμία.

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, η λέξη κουτσουκέλα μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο εύρος μαλακίας. Στο ήπιο της, μπορεί να αναφέρεται στην σκανταλιά που κάνει ένα παιδί - ή κι ένα κατοικίδιο (βλ. παράδειγμα 1). Μια-δυο σκάλες πιο πάνω, μπορεί να σχολιάζει την αθέτηση της υπόσχεσης που μας έδωσε κάποιος, συνήθως φίλος, και ένα ελαφράς μορφής χώσιμο (βλ. παράδειγμα 2). Στην συνηθέστερη ίσως χρήση, σημαίνει την συζυγική απιστία - σ' ένα στυλ όλοι-οι-άντρες-ίδιοι-είναι (βλ. παράδειγμα 3). Και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα πειθαρχικό παράπτωμα στον επαγγελματικό ή πολιτικό χώρο - π.χ. ένα σκάνδαλο χρηματισμού. (βλ. παράδειγμα 4).

Αυτό που συνδέει όλες αυτές τις μορφές κουτσουκέλας είναι ότι γίνονται στα κρυφά, ο ένοχος έχει συνείδηση του τι κάνει και προσπαθεί να το σκεπάσει και επίσης, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει και μια διάσταση εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης που του έδειξε κάποιος. Με την έννοια αυτή, η κουτσουκέλα συγγενεύει με την πουστιά χωρίς, βέβαια, νά 'ναι τόσο βαρύ πράμα.

  1. - Ουίιι, το σκυλί κατούρησε στο χαλί ... Αζώρ, Αζώρ, πού είσαι, κακόχρονο νά 'χεις ...
    - Σιγά και να μην έρθει ... έκανε την κουτσουκέλα του και κρύβεται ...

  2. - Μας την έκανε πάλι την κουτσουκέλα ο Μπάμπης ... μας έστησε και φορτωθήκαμε και το μπάζο την ξαδέρφη του ...

  3. Για έναν άντρα είναι πολύ απλό να κάνει την κουτσουκέλα με μια γκομενάρα που θα πέσει στα πόδια του, και την άλλη μέρα να μην τρέχει τίποτα (από το www.myphone.gr/forum)

  4. Ένας εργαζόμενος δεν προσλαμβάνεται για τέσσερα χρόνια και μετά τα τέσσερα χρόνια άμα δε μας κάνει τον απολύουμε. Όχι. Κάνει μία κουτσουκέλα, τον προειδοποιούμε. Κάνει δεύτερη τον προειδοποιούμε γραπτώς και τον ξαναπερνάμε εκπαίδευση. Κάνει τρίτη τον απολύουμε. Σε περίπτωση που η κουτσουκέλα κοστίσει ακριβά στην επιχείρηση τον απολύουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Λειτουργεί. ΠΑΝΤΑ. (από το www.digital-era.org/blog, αναφέρεται στις πειθαρχικές κυρώσεις κατά βουλευτών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και αερογάμινγκ ή απλά αερογάμ. Συναντάται συχνά στη στρατιωτική ορολογία και ακούγεται συνήθως από υπαξιωματικούς κατά την ώρα της γυμναστικής αλλά και κατά την ώρα καψωνιού προς τους στρατευμένους, με στόχο τον παραδειγματισμό τους όταν ζητούν από τους φαντάρους να πάρουν κάμψεις. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση ο ανώτερος λέει συχνά στους στρατευμένους: «Θέσεις για κάμψεις λάβατε», υποδηλώνοντας τους στρατευμένους πως πρέπει να εκτελέσουν push-ups. Το γαμήσι του αέρος είναι η μορφή του αναποτελεσματικού και κακώς εκτελούμενου push-up κατά την οποία ο κορμός, η περιφέρεια και τα πόδια δεν ανεβοκατεβαίνουν παράλληλα προς το έδαφος, όπως συμβαίνει στο κανονικό push-up. Στη μορφή αυτή ο κορμός βρίσκεται ψηλότερα, ενώ η περιφέρεια και τα πόδια χαμηλότερα. Η μορφή αυτή ονομάζεται γαμήσι του αέρος γιατί αυτός που ασκείται έτσι μοιάζει να λειτουργεί ως air fucking simulator ή με άλλα λόγια ως επιβήτορας του ανέμου.

Υπαξιωματικός απευθυνόμενος σε αόρκιστους φαντάρους που κάνουν push-ups κατά την πρωινή γυμναστική στο κέντρο εκπαίδευσης
- Όταν λέμε να κάνουμε κάμψεις εννοούμε κάμψεις. Αυτό που είδα πριν λίγο ήταν γαμήσι του αέρα. Τι έγινε; Σας χτύπησε η στέρηση στο κεφάλι;

(από GATZMAN, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό στην κινητή τηλεφωνία μήνυμα «η κλήση σας προωθείται» που ακούμε όταν κάποιος δεν σηκώνει το τηλέφωνό του, οπότε πάει να γίνει σύνδεση με τον αυτόματο τηλεφωνητή.

Προωθώ κάποιον λοιπόν σημαίνει ότι γράφω κάποιον και τον αφήνω να περιμένει, πολλές φορές και ότι τον φτύνω. Συχνά συνοδεύεται από το επίρρημα κανονικά.

  1. - Έστειλες μήνυμα σ' εκείνο το γκομενάκι που γνωρίσαμε, να πάμε για ποτό και να φέρει καμιά φίλη της;
    - Της έστειλα και της ξανάστειλα, αλλά με προώθησε κανονικά...

  2. - Λοιπόν ζητήσαμε να δούμε τον διευθυντή για εκείνα τα λεφτά που μας χρωστάει, αλλά μας προώθησε κανονικά... Είναι απασχολημένος λέει...
    - Παπαριές μανίτσα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στύση. Καταχρηστικά, η σεξουαλική διέγερση. Συνώνυμα: καύλες.

  1. [...] Πολλά είδη τον ρίχνουν όπου βρουν τρύπα όταν έχουν «σηκωμάρες». Πάρτε για παράδειγμα τα σκυλιά και τα γουρούνια (ειδικά τα γουρούνια). (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - [...] Αυτές είναι κατά τη γνώμη μου οι 10 πιο Σέξι Ελληνίδες. Μακάρι η δημοσκόπηση να δεχότανε 50 ονόματα γιατί είναι πάρα πολλές!! Ποια είναι η πιο Σέξι Ελληνίδα λοιπόν;
    - Πρωί πρωί σηκωμάρες να έχουμε; Δεν μας λυπάσαι [...];
    (από διαδικτυακό φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι συνοδεία πολλών σε έναν (1) αντίπαλο ή σε ολιγάριθμη αντίπαλη ομάδα, κάνω ντου μαζί με πολλούς άλλους. Εναλλακτικά το παράγωγο ουσιαστικό (ζεργκ ή ελληνιστί ζεργκάρισμα) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «κοσμοσυρροή».

Προέλευση/ετυμολογία: Το ρήμα προκύπτει από τη φυλή των Ζεργκ στο Starcraft, των οποίων προσφιλής τακτική ήταν να επιτίθενται στον αντίπαλο με πολυάριθμες αδύναμες μονάδες, μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

  1. - Πωπω ρε φίλε εκεί που φάρμαρα έσκασε ένα ρέιντ και με ζέργκαραν. Ούτε που κατάλαβα πως πέθανα.

  2. - 'Αντε άντε πιάσε καμιά θέση γιατί μετά θα πέσει ζεργκάρισμα.

  3. -Κοίτα εδώ να δεις πως ζέργκαραν την κοπελίτσα τα λιγούρια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψουρίζω (συνήθως παρόντος κάποιου άλλου), γκρινιάζω συνέχεια, παρατεταμένα, ενοχλητικά δοθείσης πρώτης ευκαιρίας.

Εναλλακτικά: παραπονιέμαι για τα πάντα, νιώθω ο αδικημένος της ζωής.

Προέλευση/ετυμολογία: από την αγγλική λέξη «whine». Η ελληνική έκδοση προσθέτει το στοιχείο του ενοχλητικού, του συνεχόμενου και παρατεταμένου με αποτέλεσμα το σπάσιμο νεύρων του συνομιλητή/παρηγορητή.

  1. -Τι θα κάνεις τώρα, θα συνεχίσεις να γουαϊνάρεις για τις γκόμενες ή θα κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου; Δεν αξίζει να χαλιέσαι γι' αυτή.

  2. - Ορεστάρα, μη γουαϊνάρεις ρε φίλε για το μέιτζ, μια χαρά είναι το κλας μας έχεις πάρει τ' αυτιά τόσην ώρα.

  3. - Μην τον φέρεις ξανά στην παρέα δεν αντέχω αυτό το γουαϊνάρισμα για την πορεία του Παναθηναϊκού όλη την ώρα, φτάνει πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή απελπισίας ανθρώπου που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα δέοντα καθώς το αντικείμενο του πόθου του είναι χοντρό, πνιγμένο μες το λίπος, ένα απαίσιο και αιμοβόρο κήτος.

- Καλά τα ορεκτικά Σάκη, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να περάσουμε στο κυρίως πιάτο;
- Ουγκ. Γκασπ. Κλάσε μωρή να προσανατολιστώ!

Jabba πράγμα! (από Vrastaman, 09/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified