Further tags

Πόσες φορές σας έτυχε να έχετε βγει έξω και να κοιτάτε τον βοηθό σερβιτόρου να παίζει με τον δίσκο και να φαίνεται σαν καραγκιόζης; Και όταν θέλετε να το δείξετε στο φίλο σας για να σπάσετε πλάκα μαζί να σκύβετε το κεφάλι γιατί η πάμπλουτη, πανίσχυρη, μαγική (αν προφέρεται με ιαμβικό μέτρο) και χιλιοτραγουδισμένη ελληνική γλώσσα σας απογοήτευσε μιας και δεν έχει λέξη γι' αυτό, και δεν είσαστε τύπος του «Ψιτ, κοίτα»; Κι όμως! Υπάρχει λέξη!

Ο βοηθός σερβιτόρου για κάποιο λόγο, που αυτή τη στιγμή που διαβάζετε ακόμη ερευνούν, θεωρείται ιδιαίτερα τρέντι και μπάνικη εργασία. Για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια και καταρρεύσει το σύστημα της νυχτερινής διασκέδασης πρέπει να το δείχνουν κιόλας. Οπότε βάζουν τον δίσκο στο δείκτη του «καλού» χεριού (από εδώ το πρώτο συνθετικό) και μιμούνται τον Μάτζικ ή και άλλους μπασκετμπολίστες που γυρνάνε την μπάλα με αυτόν τον τρόπο (το δεύτερο συνθετικό) γυρνώντας τον δίσκο. Την όλη εικόνα συμπληρώνει το απαραίτητο σούφρωμα των φρυδιών του πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, το βλέμμα στο άπειρο και η προσωρινή κώφωση μιας και για να φέρει ένα ποτήρι νερό πρέπει να του το φωνάξεις τουλάχιστον με 120dB.

Πρόκειται για επαγγελματική αργκό και λειτουργεί όπως τα αστέρια στον στρατό, αποτελεί δείγμα προόδου (μαλακία παρομοίωση). Δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των βοηθών αλλά αυτοί χρειάζονται περισσότερη προσοχή πάνω τους, οι σερβιτόρες/οι έχουν ήδη αρκετή. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω»

(Ο φτασμένος βοηθός σερβιτόρου Δημήτρης μιλάει με την πολλά υποσχόμενη Φωτεινή)

Δ: - Και δε μου λες (Φωτεινή σε είπαμε;) πόσο καιρό πιάνεις δίσκο;
Φ: - Θα 'ναι 3 μήνες.
Δ: - Και με πόσα δάχτυλα κρατάς το δίσκο;
Φ: - Με τρία.
Δ: - Τί κλίση έχει η γωνία του αγκώνα;
Φ: - Γύρω στις 110 μοίρες για παρέες των 4ρων ατόμων με 1 κανάτα.
Δ: - Κάνεις δίσκοball;
Φ: - Όχι ακόμη, αλλά το παλεύω.
Δ: - Καλά, έλα να μου μιλήσεις όταν ο Τζόνι σταματήσει να περπατάει.

(από knasos, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επρόκειτο δια χαρακτηρισμό κατάστασις η οποία είναι εξαιρετικά δυσμενής δια τον λέγοντα (και εννίοτε δε κλαίγοντα)! Συνιρμηκώς προέρχεται παρά της λέξεως «πουταναριό». Ενδεχομένως, συμφωνα με άλλη ερμηνεία, αι καταβολαί της λέξεως προέρχονται από τον κόσμο των οίκων ανοχής και υποδηλεί (τοιαύτη λέξη) τον χαμηλής υποστάθμης οίκο ανοχής.

Κλέων, εν ώρα αναμονής στο ΙΚΑ: «Μα αγανακτώ και εξίσταμαι πλέον! Περιμένω εις την ουρά ήδη μίαν ώρα δια μίαν σφαγίδα μετ' υπογραφής!»

Μήτρουλας: «Εμ, κι τι να γίν' δηλαδ' κύριος; Δε ξες ούτι ιδώ γίνεται καραπουτσαριό;»

Got a better definition? Add it!

Published

Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.

Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.

Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.

Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.

  1. «Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)

  2. «Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
    Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
    (από το διαδίκτυο)

  3. «Η Kate Moss στο Ράφι.
    Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
    ...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
    (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα χρησιμοποιείται μεταφορικώς και σημαίνει αισχροκερδώ, χρεώνω κάτι σε υπερβολική τιμή, στα όρια της απάτης (σου παίρνω και το πετσί...)... Συνήθως παθητικά, ως «μ' έγδαραν, σ' έγδαραν κλπ».

Παλιομοδίτικο, και γι' αυτό ωραίο...

Στο μπαχάλικο....

- 47 λεπτά το αυγό ρε Θανάση; - Είναι από αλανιάρα κότα....
- Έλα, έλα, μ΄έγδαρες πάλι, μ' έγδαρες!.....Τους ναργιλέδες πόσο τους έχεις;
- 27 οι μικροί, 40 οι μεγάλοι...
- Φαρμακείο είσαι ρε πούστη....
- Μα, να μην επιβιώσουμε κι εμείς οι μικροί;

(από xalikoutis, 30/10/08)το γδάρσιμο του Μαρσύα (από ironick, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική σημασία του λήμματος φυσικά αναφέρεται στο κακόηχο κρωγμό του κόρακα ή άλλων μη ωδικών πτηνών.

Η σλανγκ ενσάρκωση αφορά το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία.

Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα, η οποία υιοθέτησε το ρήμα κράζω, αναφερόμενη στον συριστικό τόνο φωνής που χρησιμοποιούν οι κακές αδελφές όταν διαπληκτίζονται ή μαλλιοτραβιούνται. Ωσεκτουτού, καθιερώθηκε ο όρος κραγμένη ως συνώνυμο της εξόφθαλμα θηλυπρεπούς αδελφής.

Το 1981 κυκλοφόρησε το ταμπλόιντ «Το Κράξιμο», με προκλητικό σλόγκαν «κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία» και εκδότρια την εκδιδόμενη τραβεστί Πάολα. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από τις βίζιτες της εκδότριάς του και το «Κράξιμο» φιλοξένησε άρθρα πολλών ιερών τεράτων όπως των Κώστα Ταχτσή, Ανδρέα Βουτσινά, Σπεράντζα Βρανά, Μαλβίνα Κάραλη κ.α. μέχρι που κατέβασε τα ρολά το 1993.

Η λέξη κράξιμο σταδιακά διέβη το κατώφλι του mainstream και πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα χωρίς απαραιτήτως να παραπέμπει σε σεξουαλικές προτιμήσεις. Δίκαιοι στόχοι κραξίματος αποτελούν πλέον, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και επιχειρηματικοί εκείνοι ηγέτες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με την αλαζονεία τους.

1.
«...τα καλιαρντά της τηλεόρασης που σφυρηλατούν την καθημερινή λαλιά και το ήθος του αστικού πληθυσμού... οι στερεοτυπικές κωμωδιούλες του καναπέ και οι τηλεπαρλάτες, γραμμένες συνήθως από γκέι, βάζουν τις γυναίκες να κράζουν σαν κίναιδοι και εικονίζουν τους άντρες είτε σαν ξέσαλες είτε σαν αρσενικά ξόανα...» (Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

2.
«...μεγάλο κράξιμο που δέχτηκε ο πρώην υπουργός Βαγγέλης Μπασιάκος από τους νεοδημοκράτες κατά την ομιλία του κάπου στον Ορχομενό...» (από Blog)

3.
«Κράξιμο στα ΜΜΕ» (Τίτλος άρθρου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)

4.
«Συνεχίζεται και μεγαλώνει το κράξιμο στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέξανδρο Κοντό» (από Blog)

5.
«...Από το 3ο κιόλας τεύχος (αρχές 1983) αρχίζουν τα προβλήματα. Αρχίζουν οι διώξεις του περιοδικού και του εκδότη του »περί ασέμνων« (άσεμνο είχε θεωρηθεί ένα ερωτικό σκίτσο του Ζαν Κοκτό - »ποιος είναι αυτός ο... Κοκτός;«, είχε ρωτήσει τότε ο πρόεδρος, θυμάμαι), καθώς και για »εξύβριση της αρχής«. Τέσσερις μήνες φυλακή κι ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο είχε επιδικαστεί τότε στην Πάολα, η φυλάκιση της οποίας τελικά αποφεύχθηκε χάρη στην άμεση κινητοποίηση των ομοφυλόφιλων οργανώσεων του εξωτερικού, καθώς και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων - η υπόθεση είχε απασχολήσει και τη Διεθνή Αμνηστία...» (από ιστιοσελίδα ) αφιερωμένη στο περιοδικό ΚΡΑΞΙΜΟ

Τεύχος του πάλαι ποτέ ΚΡΑΞΙΜΑΤΟΣ (από Vrastaman, 30/10/08)Bettino Craxi, το στιβαρό αγόρι (από Vrastaman, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σήμα μάδερς αποτελεί αποκλειστική ιδιότητα των γυναικών που γίνονται μανάδες. Το αποκτούν με την γέννα, το πικ του φτάνει όταν η ηλικία του παιδιού τους είναι ανάμεσα στα 6-13 χρόνια, και το χάνουν μόλις ο γόνος τους περάσει το κατώφλι των 13ων. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που μερικές δεν το χάνουν ποτέ αλλά για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε σε διάσημους πολιτικούς, τηλεαστέρες κα. Το σήμα μάδερς λοιπόν είναι ο μηχανισμός που η καλοκάγαθη φύση δίνει απλόχερα στη μάνα ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να καλεί το καμάρι της. Η εξωφρενικά έντονη κραυγή που ακούτε καθώς περπατάτε στον δρόμο. Το αντιλαμβάνεστε αφού εξαντλήσετε όλες τις επιλογές σας για να καταλάβετε τι έχει συμβεί: Κοκκαλώνετε, κοιτάτε ψηλά (δεν είναι σειρήνες που προειδοποιούν για βομβαρδισμό), κοιτάτε δεξά-ζερβά (δεν είναι γιαγιόνι που θυμήθηκε να κλάψει τον λεβέντη σύζυγο), κοιτάτε κάτω (κάτι σαν το Μπιπ-μπιπ σας περνάει και σηκώνει σκόνη από την ταχύτητα) και τότε έρχεται η φώτιση.

Η ιδιότητα δεν είναι επίκτητη αλλά υπάρχει από τις ρίζες ακόμη του ανθρώπινου είδους. Η δε εμβέλεια του σήματος είναι θεωρητικά άπειρη ειδικά όταν η σούπα, το γαλατάκι ή ό,τι άλλο έχει ετοιμάσει η φιλότιμη μάνα, αρχίζει και κρυώνει. Εκπέμπεται από το μπαλκόνι ή σε ειδικές περιπτώσεις από την διασταύρωση που βρίσκεται πιο κοντά στο σπίτι ώστε το ωστικό κύμα να απλωθεί και στα 4 σημεία του ορίζοντα. Έπειτα χωρίζεται από μόνο του όσες φορές βρει δρόμο. Μόλις ο δέκτης του σήματος το λάβει αμέσως παρατάει ό,τι κι αν κάνει και τρέχει προς την πηγή του.

- Τρέχω με όλη μου τη δύναμη για να προλάβω το λεωφορείο και ακούω «Σάκηηηηηηηηηηηη»! Σε χρόνο dt βλέπω ένα μούλικο να με περνάει σαν σταματημένο. Λέω στάνταρ σήμα μάδερς ήταν αυτό και είμαι σίγουρος ότι το όνομα του μικρού είναι Σάκης.
- Και εγώ ότι το δικό σου είναι Λουκάς Βύντρα.

(από Kilerakias, 22/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ψωνίζω, όπως λέγεται στην Κρήτη. Από το /πσ/ αντί του -ψ-. Αν, πχ, γραφόταν με πσ- και προφέραμε ένα ένα τα γράμματα, νάτο. Όταν το πρωτάκουσα πέθανα στα γέλια, το θεώρησα απλώς καταπληκτικό (τελείως παιδιάστικο δε) κι έκτοτε το χρησιμοποιώ σταθερά, κυρίως όταν πρόκειται για πουσούνισμα ρούχων κλπ (θέλω να πω όχι τόσο για είδη πρώτης ανάγκης).

- Πού έχει πάει η Στέλλα ρε πούστη μου και όλη μέρα λείπει; Την χρειάζομαι επειγόντως.
- Α, καλά. Έχει πάει να πουσουνίσει. Δεν την βλέπω να επιστρέφει πριν από τις 9:30...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόκληρη η φράση είναι «τράβα σπίτι σου να δεις, το μπουρνούζι σου είναι βρεγμένο» και σημαίνει φυσικά ότι ενώ εσύ λείπεις, η γυναίκα σου σε αναπολεί και κάποιος για κάποιο ανεξήγητο λόγο έκανε ντους και φόρεσε και το μπουρνούζι σου.
Κόσμιος τρόπος να πεις σε κοράκι και -κυρίως - στον πλαϊνό ότι η γυναίκα του γαμιέται, χωρίς να τιμωρηθεί και με πρόστιμο η αγαπημένη σου ομάδα. Νομίζω γενικά περιγράφει νίλα από τις λίγες, αν το πάθεις.

(κατά προτίμηση σε επαρχιακό γήπεδο, σε απόσταση διαλόγου με τον πλαϊνό)
- Τι πέτσινο είναι αυτό, για μπάλα πήγε το παιδί ρε! Θα μας το κλείσεις το σπίτι ρε κοράκι... θα βγάλει και κάρτα ο ... ρε τράβα σπίτι σου να δεις, το μπουρνούζι σου είναι βρεγμένο;....θα φύγεις νύχτα ρεεεεεεεεε!

(από Vrastaman, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής και δη Οθωμανικής προελεύσεως λέξη, που χρησιμοποιείται συχνά στα Νέα Ελληνικά [ρ. buyur «διατάζω», «buyrultu»επίσημη γραπτή διαταγή]. Αναφέρεται πρωτόλεια σε έγγραφη διαταγή, σε επίσημο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε επίσημο έγγραφο, με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο, εν είδει λογαριασμού ή υποχρεωτικής πληρωμής.

- Θα βγούμε αύριo;
- Αδύνατον, μου ήρθε το μπουγιουρντί της εφορίας και δεν ξέρω από πού να φύγω. Ξεκινάω συντηρητική ζωή και κλείνομαι μέσα επ' αόριστον!

δεν είναι και αυτό; το ευεργετικό για το στομάχι β/ελλαδίτικο έδεσμα; (από xalikoutis, 31/10/08)(από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified