Further tags

Ρητορική ερώτηση με προφανή απάντηση που τίθεται με χαρακτηριστικό ειρωνικό μορφασμό και εκφράζει προβληματισμό στην περίπτωση που, χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερος λόγος, μπορεί να γίνει μια εξαίρεση, να δοθεί μια διάκριση, να απονεμηθεί ένας τίτλος, να δοθεί ένα βραβείο, να κερδηθεί ένας μειοδοτικός διαγωνισμός, να γίνει μια πρόσληψη, να εγκριθεί μια αύξηση κλπ.

Και αν η απόφαση για μια συγκεκριμένη ενέργεια δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τα επισήμως ανακοινωμένα κριτήρια και τις προβλεπόμενες διαδικασίες για τις ισχύουσες συνθήκες, τότε δικαίως κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει την χρήση αθέμιτων μέσων, κρυφών μηχανισμών, διευκολυντικών οδών, πλάγιων μεθόδων, παρασκηνιακών ενεργειών, μυστικών συνεργασιών, διαπλοκής, μπαγαποντιάς κλπ, προκειμένου να νομιμοποιηθεί μια μη νόμιμη περίπτωση (βλ.παράδειγμα 1).

Σημείωση: Πολλές φορές μια τέτοια ερώτηση-προβληματισμός, δίνει στον άλλο νέα στοιχεία προκειμένου κάποιος να επανεκτιμήσει τη στάση του (βλ.παράδειγμα 2).

  1. - Δεν καταλαβαίνω, γιατί, ενώ το επίσημα ανακοινωμένο ποσοστό αύξησης ήταν από 3- 5%, η Μαρία τσίμπησε διψήφιο ποσοστό. Και δεν υπάρχει λόγος ρε γαμώτο για αυτό.
    - Δεν υπάρχει;
    - Πού να υπάρχει; Ούτε δουλειά έχει το τμήμα της, ούτε καλή στη δουλειά της είναι. Γιατί ρε γαμώτο. Έχει τον κώλο πίσω; Τρέχει κάτι; (ρωτάει με υποψιασμένο βλέμμα)
    - Α ρε καημένε. Είναι απλά τα πράγματα. Πηδιέται καθ’ εκάστη με τον προϊστάμενο. Έχει φορτώσει τη γυναίκα του περικοκλάδες. Να μην τύχει λοιπόν, καλύτερης υποστήριξης η κοπέλα; - Σοβαρά ρε εσύ; Δεν το ’ξερα.

  2. Εδώ κλείσανε τόσες εταιρίες στην Ευρώπη, γιατί η Ολυμπιακή, είναι ιδιαίτερη; Έχει τον κώλο πίσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής παροιμίας «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» και χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλήγει σε εντελώς πρόωρα συμπεράσματα βάσει καθαρά θεωρητικών και επινοημένων σεναρίων. Η έκφραση προέρχεται από παλιό ανέκδοτο που ακολουθεί.

(Δύο άγνωστοι πιάνουν κουβέντα σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο).

- Καλημέρα κοπελιά, με λένε Θανάση! - Γεια σου Θανάση, είμαι η Λίλιαν. Ήρθες και συ να ταΐσεις τις πάπιες;

(Από την αρχή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και η συζήτηση γρήγορα στράφηκε σε προσωπικά θέματα).

- Ο Περικλής ήταν δυο χρόνια μικρότερος από τον πατέρα μου... Πηρά την δύναμη να τον χωρίσω, έχοντας διαβάσει Γιαλόμ που γράφει για τις σχέσεις ότι...

(Η χημεία μεταξύ των δύο ήταν εκρηκτική και γρήγορα άρχισαν να ονειροπολούν…)

- Θανάση, ούτε ένα τέταρτο δεν μιλάμε, αλλά αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε μια αιωνιότητα...
- Λίλιαν το ίδιο αισθάνομαι και εγώ. Νιώθω πιο κοντά μαζί σου απ΄ ότι αισθάνθηκα ποτέ για οποιαδήποτε άλλη…
- Είναι κισμέτ! Θα μπορούσα να μιλάω μαζί σου για όλη μου την ζωή…

(Πιάνουν χεράκια…)

- Φαντάσου Λίλιαν, εάν έβρισκα τελικά δουλειά, θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο όμορφο διαμέρισμα, την φωλίτσα μας… - Αχ, εσύ θα γύριζες κατάκοπος από το γραφείο, θα σου έκανα σιάτσου με σουτζουκάκια…
- Και μόλις πάρω bonus θα μετακομίσουμε στη μονοκατοικία των ονείρων μας στην Εκάλη. Θα αγοράσω ένα Doberman, τον Φρίξο, να μας προστατεύει...
- Να κάνουμε και ένα παιδάκι;
- Ναι αγάπη μου, είναι αγόρι! Πώς θα το βγάλουμε;
- Γιαννάκη.
- Τι όμορφο κουκλί ο Γιαννάκης!
- Σου μοιάζει αγάπη μου, έχει τα «τούτα σου».
- Γούτσου-γούτσου-γούτσου ο Γιαννάκης μας!
- Ωχ Θεέ μου, λες να μας πάθει κάτι το παιδί μας;
- Την ώρα που τον πηγαίνει βόλτα με το καροτσάκι, η γιαγιά παθαίνει εγκεφαλικό ..
- Και το καροτσάκι τσουλάει προς την Κηφισίας...
- Ααααααααα! Μια τριαξονική νταλίκα!!!
- Το ΠΑΤΗΣΕ!!!!! - Ουυυ-ουυυυυ-ουυυυυυ (κλάμα και οι δύο)
- Αδικοχαμένε Γιαννάκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση (πληρώνω) ντούκου: (πληρώνω) σε μετρητά.

  1. — Στα 450 ευρώ ο 800αρης χωρίς σκληρό, είναι η τιμή που ακολουθούν λίγο πολύ τα περισσότερα καταστήματα...
    — Και πολλά από αυτά [...] δεν κάνουν ούτε την παραμικρή ευκολία ή δόση να φανταστείς.Τα θέλουν ντούκου τα λεφτά λες και είμαστε εφοπλιστές. (από φόρουμ)

  2. Δηλαδή με τα λεφτά ντούκου πας πιο χαμηλά σε τιμή; (από φόρουμ)

  3. Αν δώσεις τα χρήματα με δόσεις, ουσιαστικά τον κρατάς σαν εγγύηση, έτσι δεν είναι; Γιατί αν τα δώσεις ντούκου, μετά μην τον είδατε τον Κίτσο... (από φόρουμ)

  4. Αλήθεια κ. διοικητά της ΥΠΑ ποιος παρέλαβε τις μισές μελέτες για το αεροδρόμιο, τις οποίες ο φορολογούμενος Έλληνας τις πλήρωσε ντούκου και μάλιστα ακριβά; Αυτοί που τις παρέλαβαν δεν έχουν ποινικές ευθύνες; (από τον διαδικτυακό τύπο, εδώ)

Βλ. και μπραφ, ντάγκα ντάγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλιοφάνεια που συνδυάζεται με (πολύ) χαμηλή θερμοκρασία. Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά (όπως στο τρίτο παράδειγμα).

  1. Ήλιος με δόντια και βόλτα στο πάρκο: [...] Έχει μια πολύ ωραία μέρα σήμερα. Καθαρός ουρανός, λιακάδα, ελάχιστο αεράκι. Αλλά και κρύο. Αυτή τη στιγμή έχει 1 βαθμό! Από το παράθυρο νομίζεις ότι θα βάλεις κοντομάνικο, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεσαι απαραιτήτως γάντια. (από ιστολόγιο)

  2. Ήλιος με δόντια σήμερα και αύριο: Χωρίς βροχές αλλά με τσουχτερό κρύο ως τα μέσα της εβδομάδας. Προς νέα πτώση η θερμοκρασία το επόμενο Σαββατοκύριακο (από τον τύπο)

  3. Ήλιος με δόντια στο Χ.Α.: Ελάχιστοι επενδυτές πείστηκαν ότι η χθεσινή λιακάδα, που έφερε το δείκτη στις 2.415 μονάδες με κέρδη 0,96%, θα μπορούσε να προοιωνίζεται κάτι καλύτερο από μια φυσιολογική αντίδραση της αγοράς έπειτα από τη σφοδρή καταιγίδα των τελευταίων ημερών. (από τον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή αναφέρεται για άνθρωπο που είτε είναι λυκόπουλο, είτε νεότερος, είναι καταβεβλημένος και είναι έτοιμος για τις ουράνιες πολιτείες. Η φράση αυτή αναφέρεται στην περίπτωση που κάποιος έχει προσβληθεί από βαριάς φύσης ασθένεια (π.χ: καρκίνος), ώστε παρά το μεγάλο βαθμό απόσυρσής του, εκτιμάται πως σύντομα θα γίνει μόνιμη απόσυρσή του από την κυκλοφορία και συγκεκριμένα όταν το χρώμα του αποκτήσει μια συγκεκριμένη απόχρωση του εκρού).

Η φράση αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται επίσης για άτομο που υποφέρει από χρόνια ανίατη ασθένεια και δεν μπορεί να κυκλοφορεί (π.χ: είναι κλεισμένος σε ψυχοθεραπευτικό ίδρυμα, είναι καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα εξαιτίας ατυχήματος, κλπ).

Αυτή η φράση προέρχεται από τον παραλληλισμό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τις αναφερόμενες καταστάσεις (και έχει περιορίσει την κυκλοφορία του, ή πρόκειται να αποσυρθεί εντελώς από τη ζωή), με το αυτοκίνητο που του αφαιρούνται οι πινακίδες επειδή δεν μπορεί πλέον να κυκλοφορήσει (π.χ: τρακαρισμένο αυτοκίνητο σε βαθμό που να είναι ασύμφορη η επισκευή του, αρκετά παλιό, ή αρκετά εγκαταλειμμένο.)

- Τι κάνει ο Κώστας μετά από εκείνο το αυτοκινητιστικό ατύχημα; Θυμάμαι που μίλαγαν οι γιατροί για κάποια μυοσκελετικά προβλήματα. - Εκεί είσαι ακόμα;
- Δηλαδή;
- Έχει πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά. Μάλλον δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ. Είναι μόνιμα καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα. Έχει πάρει και αναπηρική σύνταξη. Άσ' τα... άσ' τα... Του πήραν τις πινακίδες. Δράμα η κατάστασή του φίλε... δράμα.

Βλ. και σχετικό λήμμα παραδίδω πινακίδες, καθώς και ετοιμάζει βαλίτσες για πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τη λογική «πούτσα και πρόστιμο», κατά την οποία ο αυτός που ευθύνεται πληρώνει, και με το πρόστιμο να αναφέρεται σε αυτό που είναι κυριολεκτικά τα γαμησιάτικα, δηλαδή το κόστος ενός γαμησίου.
Όταν κάποιος πληρώνει τα γαμησιάτικα, λοιπόν, πληρώνει για να γαμήσει κάποιος άλλος, και άρα άδικα.

Σαν πολύ κάπως δεν την έχουνε δει όλοι τους; Τα κάνουνε όλα πουτάνα και μετά τα γαμησιάτικα τα πληρώνει ο μαλάκας.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελέγχω. Κάνω κουμάντο. Φέρνω βόλτα. Όλα αυτά με μια σχετική δυσκολία διότι το άτομο, το ζώο, το μηχάνημα ή το εργαλείο που προσπαθώ να κοντρολάρω είναι απείθαρχο, ζαβό, απρόβλεπτο.

Έκφραση παλιά και καθιερωμένη. Προέρχεται από το Τούρκικο zaptetmek, zapt που σημαίνει ακριβώς «χαλιναγωγώ», καταλαμβάνω με τη βία αλλά και καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Από την ίδια ρίζα στα Τούρκικα είναι και το zaptiye που σημαίνει χωροφύλακας και που στα Ελληνικά έχει περάσει ως ο ζαπτιές ή ζαφτιγιές. Για την χρήση της λέξης «ζαπτιές» και περισσότερες πληροφορίες για την ετυμολογία της δες και το σχόλιο του halikoutis στο λήμμα μπασκίνας.

  1. Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.

  2. Απίστευτος τύπος. Κοντούλης, αδύνατος, με μια αλογοουρά και μια μεγάλου κυβισμού μηχανή, που πάντα αναρωτιόμουν πώς την κάνει ζάφτι. (Από το http://karavaki.pblogs.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη βιβλιογραφία, γήπεδο αναφέρεται ο μεγάλος, συνήθως ανοιχτός, επίπεδος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για αθλητικούς αγώνες. Η έννοια κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό είναι ο χώρος τέλεσης αθλητικών δραστηριοτήτων, που σαν τέτοιες εδώ θεωρούνται οι σεξουαλικές περιπτύξεις.

Στο συγκεκριμένο ορισμό λοιπόν, μιλάμε για το κρεβάτι καθώς και για οποιοδήποτε χώρο στο οποίο μπορεί να τελεστούν σεξουαλικές περιπτύξεις (π.χ.: πολυθρόνα, καναπές, νεροχύτης, μπανιέρα, γρασίδι, θρανίο, αμάξι, πολυέλεος, αιώρα και όπως λέει η ρήση: όπου γη και πατρίς) μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εραστών (παρτούζα).

Ένα τέτοιο ματς μουτς ματς δε διαρκεί ενενήντα λεπτά, αλλά όσο πάει και έχει ημίχρονα, όσα κάτσουν στην περίσταση. Σε ένα τέτοιο ματς τα θέματα διαιτησίας και προπονητή περνάνε στην αυτοδιοίκηση των παικτών. Όχι παίζουμε. Σε ένα τέτοιο γήπεδο δεν υπάρχουν διαφορετικές ομάδες, γι' αυτό οι παίκτες ως κοινή ομάδα, συμμετέχουν αμοιβαία στην κοινή προσπάθεια, στην οποία ο επιθετικός παίκτης υποβοηθείται από τον κάτοχο του αφύλακτου τέρματος (αιδοίο, κώλος), για να σκοράρει.

Κοινό θα μπορούσε να υπάρχει έμμεσα, στην περίπτωση που κάποιος βιντεοσκοπήσει το ματς, ή το ανεβάσει στο ίντερνετ. Επίσης κοινό θα μπορούσε να εμφανιστεί απρόοπτα (π.χ: απατημένος σύζυγος πιάνει επ’ αυτοφώρω το έτερο του ήμισυ, παρέα με το συμπαίκτη στο εν λόγω γήπεδο).

Σε ένα τέτοιο αγώνα μπορεί να γίνουν τρίπλες, στα πλαίσια προσωρινών ανατροπών σεναρίου (π.χ.: σε περίπτωση κάποιας που είναι πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαϊων και προσπαθεί να κάνει λαμογιά στο ενενήντα, περίπτωση προσπάθειας κάποιου για αλλαγή στάσης με στόχο τη σεξουαλική ευχαρίστηση και το σπάσιμο της ρουτίνας).

Στην περίπτωση παρτούζας όμως, μπορεί να συμβούν κι άλλου είδους τρίπλες (για αλλού πας κι αλλού βγαίνεις). Γι' αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποίηση των παικτών, πρέπει να γίνει σεβαστή η αναγνώριση των επιθυμιών τους. Μην πάει δηλαδή κάποιος για μαλλί και στο τέλος βγει κουρεμένος (π.χ.: σε περίπτωση γέφυρας ποταμού γαμάει μπορεί ο ένας να σκίζει τα δίκτυα, ενώ ταυτοχρόνως, κάποιος να επιχειρεί να κάνει τρύπιο σουρωτήρι το τέρμα του).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε ένα τέτοιο γήπεδο, επικρατεί πολυμορφία μεθόδων, κανόνων και πρακτικών σε σχέση με ένα κλασικό γήπεδο.

Σημείωση:
Σε ένα τέτοιο μάτς η ατομική προπόνηση προ του ματς (μαλακία) ελαττώνει τη δύναμη του επιθετικού, κάτι άλλωστε που μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που επιχειρηθεί προπόνηση πριν από ένα ποδοσφαιρικό ματς. Αντιθέτως ένα ζεσταματάκι με καμιά κατάλληλη Μπεν Χουρ ταινία, μαζί με το συμπαίκτη θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα, αν υπάρχει ανάγκη για επίδειξη, πριν την πήδηξη.

Από forum
1.
Έχεις τόση φωταγωγία κατά τη διάρκεια του σεξ, που ο καλός σου μπορεί να δει και την πιο μικρή φακίδα ή ελιά του προσώπου σου. Έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη στο σώμα σου και η λέξη ντροπή δεν έχει καμία θέση στο λεξιλόγιο σου. Είσαι ανοιχτή στο να δοκιμάζεις νέες τάσεις και στάσεις στο κρεβάτι, εκπληρώνοντας κάθε επιθυμία του παρτενέρ σου. Όλα αυτά σημαίνουν πως είσαι μια καυτή γυναίκα που προκαλεί σεισμό απόλαυσης στο σεξ. Ευλογημένος και τυχερός είναι ο άντρας που θα μπλέξει μαζί σου. Διεκδικείς τον οργασμό κάθε φορά και δεν φεύγεις από το γήπεδο αν δεν τον πάρεις και μία και δύο και όσες φορές αντέξεις. Πρόσεξε βέβαια, μην φοβίσεις τα αρσενικά που θα βρεθούν δίπλα σου, γιατί στη θέα μιας τόσο δυναμικής γυναίκας, μπορεί να το βάλουν στα πόδια.
http://www.womenonly.gr/article.asp;catid=13302&subid=2&pubid=1478661

  1. Το κρεβάτι είναι και δικό της γήπεδο, όχι μόνο δικό σας!
    http://www.gaygreece.gr/news/070312/4girls-labrini.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπελάδες, τραβήγματα.

Η λέξη ετυμολογείται από το παλιό ιταλικό travaglia, που θα πει «κουραστική δουλειά». Στα ιταλικά είναι θηλυκό, αλλά εμείς νομίσαμε πως είναι πληθυντικός ουδέτερου, γι' αυτό και το είπαμε «ντράβαλα». Η λέξη φυσικά δεν έχει ενικό.

Όμως, η ετυμολογία της λέξης είναι συναρπαστική, αφού συγγενεύει με τη δουλειά, το ταξίδι και τα βασανιστήρια. Το ιταλικό travaglia, ρήμα travagliare, είναι δάνειο από το γαλλικό travailler που σήμερα σημαίνει δουλεύω, αλλά κάποτε σήμαινε «βασανίζω». (Μην ξεχνάμε και στα ελληνικά: δουλεύω σήμαινε είμαι σκλάβος).

Αρχή της οικογένειας λέξεων είναι το trepalium, ένα φοβερό όργανο βασανιστηρίων του Μεσαίωνα, που είχε τρεις πασάλους και που μπορεί να είναι μεταφραστικό δάνειο από το ελλ. τριπάσσαλον.

Στα αγγλικά, έχουμε το travel που χρησιμοποιείται στην αρχή για κάποια ιδιαιτέρως εξουθενωτικά ταξίδια, αλλά μετά, σιγά-σιγά, για όλα τα ταξίδια γενικώς. Διότι βεβαίως βρισκόμαστε σε μια εποχή, τον 15ο-16ο αιώνα ας πούμε, όπου τα ταξίδια ήταν δύσκολη κι επικίνδυνη υπόθεση.

Για περισσότερα, δείτε το ειδικό άρθρο, αφιερωμένο σε αυτές τις λέξεις.

  1. Καλού κακού πήγα και πήρα ενυπόγραφη άδεια, για να μην έχουμε ντράβαλα μετά (από φόρουμ)

  2. Και αν σε καταγγείλουν στην πολεοδομία; Το ξέρω ότι όλη η ελλάδα είναι ένα αυθαίρετο αλλά ποιός θέλει ντράβαλα με την πολεοδομία; (από φόρουμ)

  3. Κείνη την εποχή αρχινίσαν τα ντράβαλα. Ήρθε ένα τζιπ μ' Εσατζήδες νυχτιάτικα και γύρευε τον ψηλό.
    Ν. Κάσδαγλης, Κεκαρμένοι, σελ. 50.

Ακόμη: τραβηχτικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified