Further tags

Το μετεωρολογικό φαινόμενο, που παρατηρείται στο slang.gr, όταν ένα μικρό αρχικά λήμμα συμπαρασύρει μαζί του όλο και περισσότερα λήμματα, και τελικά σχηματίζεται ένας ιδιαίτερα μεγάλος όγκος λημμάτων, που σαρώνει τα πάντα στον διάβα του. Θεωρείται ότι στην δημιουργία λημματοστιβάδων συμβάλλουν ιδιαίτερα οι καβουροσλανγκόσαυροι, αλλά κανείς δεν διανοείται την εξόντωσή τους, καθώς αποτελούν έναν απολύτως απαραίτητο κρίκο του σλανγκικού οικοσυστήματος. Το αρχικό εκείνο λήμμα ονομάζεται λημματομάνα.

Πρόσφατο παράδειγμα λημματοστιβάδας αποτελεί το πώς από την λημματομάνα μούτσος, προήλθαν αστραπιαία τα: δέσαμε μούτσο, μουτσοπαίκτης, ο, παίξαμε μούτσο δις, πέσαμε μούτσο και ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All time classic, δημώδης έκφραση που χρησιμοποιείται πάμπολλα χρόνια. Η αράδα, ως γνωστόν, είναι η σειρά. Επίσης γνωστός είναι και ο σεβασμός που επεδείκνυαν οι κάτοικοι χωριών, κυρίως, στους διάφορους ιερείς (μαζί βέβαια με τον δάσκαλο και τον αστυνομικό). Σε πολλές περιπτώσεις, ο κόσμος θα παραχωρούσε τη θέση του στον ιερέα, για να εξυπηρετηθεί εγκαίρως.

Απλά λοιπόν, η έκφραση σημαίνει ότι κάποιος θα πρέπει να περιμένει τον κατάλληλο χρόνο /στιγμή, προκειμένου να πράξει κάτι, χωρίς να γίνει καμία εξαίρεση. Και παπάς, που λέει ο λόγος, να ήταν, θα έπρεπε πάλι να περιμένει τη σειρά του. Πόσω μάλλον τώρα, που πρόκειται για κοινό θνητό...

  1. Απόσπασμα άρθου σερραϊκής εφημερίδας:

«Κι αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς». Αν όμως είσαι δικαστικός με ποια αράδα θα πάς;
Με αυτή του γενικού λογιστηρίου του κράτους;
Με αυτή του ελεγκτικού συνεδρίου που εγκρίνει τους μισθούς των συμβασιούχων;
Με αυτή του κ. Αλογοσκούφη; ΄Η με αυτή του Μισθοδικείου; (Το οποίον είναι νόμιμο και συνταγματικά κατοχυρωμένο).

  1. Άρθρο εφημερίδας το Ποντίκι:

Το ζήτημα είναι να μιλήσουμε εμείς στους νέους – με άλλα όμως λόγια και άλλες πράξεις. Που θα λένε «πριτς!» στην προσωπική ευκολία που απαυτώνει το σύνολο. Που θα δείχνουν στην πράξη ότι αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας, άγιε Εφραίμ μου. Που θα υπενθυμίζουν ότι ο τσίφτης μάγκας που κατάφερε και επιπλέει με το μουράτο κότερο στον λάκκο με τα σκατά, πάλι μες στα σκατά είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο που θεωρούμε πολύ έμπιστο γιατί είναι στενός συγγενής μας, δεν είναι και τόσο στενός συγγενής μας, οπότε ούτε και τόσο έμπιστος. Γενικώς, για καταστάσεις τρέχα γύρευε και ελληνοφρένειας.

Η έκφραση είναι ακόμη πιο τιραμισουρεαλιστική όταν τη λέει άνδρας, που δεν μπορεί να έχει συνυφάδα, εξαιρουμένης της Τήλου.

- Και πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι θα βρούμε εισιτήριο για τον μεγάλο τελικό;
- Μου το έχει εγγυηθεί ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας μου. Αυτός είναι στα μέσα και στα έξω!
- Α, κατάλαβα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «καρά» έχει καταλήξει να είναι επιτατικό, από το τουρκικό «καρά», που σημαίνει «μαύρος». Οπότε το «καραμελόδραμα» είναι το ακραίο «μελόδραμα». Αλλά επειδή γίνεται λογοπαίγνιο με την λέξη «καραμέλα», σημαίνει τελικά το μελόδραμα για κυρίες, όλων των φύλων, που κλαίνε ενώ είναι συνηθισμένες στα κομφόρ και τις πολύ σοφτ καταστάσεις. Άρα για το μελόδραμα με στοιχεία γελοιότητας, ή το πολύ σοφτ μελόδραμα.

-Τρέξτε όλοι να παρακολουθήσετε το φαντασμαγορικό καραμελόδραμα «the Slang and the Restless»: Θα σφάξει το Λίλιαν τον Πέρι στην μαρτυρική μεγαλόνησο; Θα παντρευτεί η Λάουρα τον Μένιο; See it all on slang.gr!

(από Khan, 08/02/13)(από Khan, 11/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλ. τα λήμματα GTP, gtpk, για τον πέουλα.

  2. Το προφυλακτικό.

  3. Το μουνί, ο κώλος, και οι άλλες οπές του σώματος, μέχρι των πόρων του δέρματος κατά GATZMAN.

  4. Απορία: Πώς ξεχωρίζουμε μία μάρκα προφυλακτικών που είναι για τον πούτσο, λ.χ. επειδή σπάει πολύ εύκολα, αφού όλα είναι για τον πούτσο;

Ασίστ: Βικάριος.

– Άσε, τα προφυλακτικά Mycenean είναι τελείως για τον πούτσο! Το έκανα χτες με μια Σουηδανή κι έσπασε πάνω στην ολοκλήρωση. Με βλέπω να κάνω κανά Σουηδανάκι...
– Γιατί και τ' άλλα προφυλακτικά για τον πούτσο δεν είναι;
– Ναι, αλλά τα Mycenean είναι για τον πούτσο για τον πούτσο!

ZBO, ένα βιβλίο \'ζμπούτσο, με συγγραφέα τον Thomas (Tom) Putzo! (από Vrastaman, 05/03/09)(από σφυρίζων, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικός τουρισμός σε πόλεις και χώρες, που φημίζονται για φτηνές και ποιοτικές σεξουαλικές υπηρεσίες, με σκοπό απλώς και μόνο να γαμήσουμε.

Επίσης αναφέρεται ως «σεξοτουρισμός».

- Γουστάρω! Μόλις πήρα διακοποδάνειο και φεύγω για διακοπές!
- Διακοποδάνειο για διακοπές; Ή πουτανοδάνειο για σεξοδιακοπές;

(από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθάνατη ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από την εποχή των 80ς και του σιδηρού παραπετάσματος. Την έλεγε Νεοέλληνας που είχε μόλις γυρίσει από την Σοβιετική Ένωση. Εννοούσε ότι η ανέχεια ήταν τόσο μεγάλη απ' την άλλη μεριά του σιδηρού παραπετάσματος, που είχανε ξεφύγει από τη νομισματική οικονομία και είχαν περάσει σε οικονομία ανταλλακτική ειδών, και μάλιστα πρωτευόντων ειδών, όπως η οδοντόκρεμα Κολινός, γνωστή παρακμιακή οδοντόκρεμα, που άκμασε στα 80ς. Τώρα ο Πούτιν προσπαθεί να βγάλει την Ρωσία από την εποχή Γιέλτσιν, αλλά η χαρρυκλυννική ατάκα χρησιμοποιείται ακόμη για χώρες-παραδείσους του σεξοτουρισμού.

Από φόρουμ:

Η αλήθεια είναι πως η φράση «κλέβω εκκλησία» που έχει τυποποιηθεί δεν είναι καθόλου τυχαία. Όσο ξεφτιλισμένος και να ήταν ένας Έλληνας κακοποιός, εκκλησία δεν έκλεβε.
Τώρα τα ... (σ.ς.: Αναφέρεται σε κατοίκους συμπαθους χώρας που δεν φταίει σε τίποτα) κλέβουν και ρόδα, και γριά παράλυτη, και πιτσιρίκι, και παστέλι άμα λάχει. Με κολινός βγάζεις γκόμενα. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο και κατηγορεί τους άλλους για ρατσισμό απλώς γίνεται ο ίδιος γελοίος. Αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως μέχρι την ώρα που θα τον κλέψουνε. Μετά αλλάζει φιλοσοφία.

Η Κολινός κι η γκόμενα. (από Dirty Talking, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλά από τα γνωμικά και παροιμίες είναι διφορούμενα και επιδέχονται δύο αναγνώσεων. Λ.χ. το «η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά» μπορεί να διαβαστεί ως ένα εγκώμιο στην βρώμα, άκα «η βρωμιά είναι μισή αρχοντιά». Το «φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» σλανγκίζεται ως «μην τα φυλάς τα ρούχα σου για να τα έχεις όλα». Έτσι και το «αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη», μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «αντίστροφα μηνύματα» και τελικά ενθαρρύνει τον Ρωμηό στην κλεψιά και την μπαγαποντιά! Είναι εξάλλου γνωστό ότι ένας κλέφτης μπήκε πρώτος στον παράδεισο.

Η έκφραση λέγεται για περιπτώσεις όπου προφανείς κλέφτες είναι υπεράνω του νόμου και επιβραβεύονται κιόλας απ' την Πολιτεία και τους θεσμούς. Έχει κυκλοφορήσει και ένα ομώνυμο κόμικ του Αρκά με ήρωα τον Ισοβίτη.

Συνώνυμο: Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη.

Τελικά τα Γκόλντεν μπόιζ αφού κερδοσκόπησαν εις βάρος όλων μας και βύθισαν την παγκόσμια οικονομία στην άβυσσο, θα πάρουν και επιδοτήσεις από το κράτος, δηλαδή απ' τους φορολογούμενους. Έτσι είναι! Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν διαπράττεται κάτι άδικο, ή κάτι που διαταράσσει την τάξη των πραγμάτων, την αξιοκρατία κ.ο.κ.

«Όμως, πάλι, όμως πάλι ο Θεός θα κοιμηθεί,
και την άλλη χιλιετία,
θα πετύχει η πειρατεία!».

Από το τραγούδι των Ενδοπαλαμικών Πεοπαλινδρομιστών για την Εθνική μας στο ποδόσφαιρο.

Κοιμήθηκε ο Θεός (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified