Further tags

Έτσι σλανγκίζεται το «Ο καιρός γαρ εγγύς» του Λιακόπουλου. Πρόκειται για τίτλο σειράς βιβλίων που πρακτορεύει ο Λιακό με το αζημίωτο και τα πουλάει σε απογόνους των Αφελίμ.

Εννοείται σ' αυτά τα βιβλία ότι πρέπει να τραγουδήσουμε όλοι το «Πριν το χάραγμα», περιμένοντας το ηλεκτρικό φασκέλωμα και την συντέλεια, ή άλλα κοσμοιστορικά γεγονότα, λ.χ. την επανάκτηση της Πόλης κ.ο.κ.

Ο σλανγκισμός εννοεί ότι αυτοί που ακούν Λιακό και γενικά οι Ελληνάρες, είμαστε απόγονοι των Νωχελίμ και τα περιμένουμε όλα με ένα φραπέ, το εθνικό μας ποτό, στο χέρι. Λ.χ. περιμένουμε από τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο να κάνει τις πουτινιές του και να μας τα παραδώσει όλα έτοιμα με το κλειδί στο χέρι, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τον φραπέ μας. Ή από τις Δυτικές δυνάμεις, που κατά τις προφητείες του γέροντος θα μαλώνουν μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής κι έτσι θα τα δώσουν όλα σε εμάς, επειδή θα είναι και γι' αυτές η καλύτερη λύση.

Γενικά, δείχνει ότι ακόμη και με την συντέλεια προ των πυλών, ο Έλληνας θα περιμένει κι αυτό το τέλος του κόσμου με ένα φραπέ στο χέρι. Βέβαια, ο φραπές είναι βαρύς, δηλαδή νταηλίδικος, και αυτό είναι η μόνη δυσκολία. Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο που η αγαπημένη ατάκα του Λιακό είναι «σηκωθείτε από καναπέδες, ντιβάνια, κρεβάτια». Φαίνεται ότι όλοι οι Λιακούρειοι είναι αραχτοί και λάιτ, σωστοί απόγονοι των Νωχελίμ.

Ύστερα από την επιδημία φραπεδίασης που έχει ενσκήψει στο σάιτ, φαντάζομαι ότι μπορεί να σημαίνει και τον φραπέ σε μια βαριοπούλα, ή τον φραπέ που σερβίρει μια ουχί αλαφροχέρα κορασίς.

  1. - Έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια ότι η Ελλάδα θα πατώσει στην Ευρώπη!
    - Έτσι! Θα έρθει η συντέλεια. Ο φραπές γαρ βαρύς!

  2. - Τά 'μαθες; Έπαθε ρήξη τένοντα η Σάντρα!
    - Τι τα θες; Ο φραπές γαρ βαρύς!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μερακλού γυναίκα που αγάπησε τους άντρες όσο λίγες και δεν τους χορταίνει. Μαστιγώνει τα δελφίνια κατά κοπάδια και πνίγει τα κουνέλια δυο δυο. Λατρεύει τους άντρες, το τάβλι και την καλή παρέα και, σε μια παρέα με φαντάρους, είναι η μόνη που κυριολεκτεί όταν μιλάει για πίπα κώλο εμπλοκή.

-Χτες ο συγκάτοικός μου και ένας φίλος του, βάλαν μια γκόμενα στο δωμάτιο και μετά από λίγο τον άκουσα να λέει : «Και τώρα, πλακωτό»!
-Ε, θα τους έδωσε πλάτη για τάβλι...

Δες και σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο, διά της κρούσης του άκρου καττύματος, συντονισμός βήματος.

- «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...»
- Τακούνι!!!!
- «... σα το Λίβα που καίει τα σπαρταααά...»
- Τακούνι, ρέιιιιιιιι!!!!
- «... με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν....»
- Λόχος αλτ! Αλτ γαμώ τη ψυχή μου μέσα, αλτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήδη λεξικογραφημένη, παλαιά έκφραση της αργκό που σημαίνει:

  1. Ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξουθενώνω κάποιον (από εδώ).

  2. Καταφέρω ισχυρό πλήγμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  3. Επιφέρω καταστροφή, αναταραχή, σύγχυση, βλ. και την μη υβριστική χρήση της έκφρασης «τα γάμησ' τη μάνα» αλλά και την έκφραση «πουτάνα όλα».

  4. Κάνω μία ενέργεια σε υπερθετικό βαθμό, βλ. την σλανγκική χρήση του ρ. «ξεσκίζω» (π.χ. ξεσκί και του μουνιού το ξέσκισμα), την έκφραση «του δίνω και καταλαβαίνει» αλλά και το λήμμα «-άς, -άς; -ούλα / -αζώτα!». Σημειωτέον ότι τα συμφραζόμενα μπορούν φυσικά να μην σχετίζονται διόλου με το σεξ.

  5. Αλλάζω την εμφάνιση κάποιου προσώπου ή αντικειμένου σε βαθμό που αυτό γίνεται αγνώριστο.

Πιθανές, μη διασταυρωμένες, προελεύσεις της έκφρασης:

α. Από την εποχή που τα πρώτα φανάρια πετρελαίου των δρόμων των μεγάλων πόλεων αντικαθίστανται με φανάρια ασετυλίνης. Επρόκειτο για μεγάλη αλλαγή καθώς η ασετυλίνη (ή αιθίνιο ή ακετυλένιο) καιόμενη παράγει ιδιαίτερα λαμπρό φως (βλ. εδώ και εδώ). Η έκφραση κάλλιστα θα μπορούσε να γεννήθηκε και την εποχή της μετάβασης από την ασετυλίνη στα ηλεκτρικά φανάρια. Σε κάθε περίπτωση, το νυχτερινό θέαμα μιας γειτονιάς ή ενός κτιρίου οπωσδήποτε αλλάζει άρδην, οδηγώντας έτσι, με σλανγκομηχανική, στην εξεταζόμενη έκφραση.

β. Από εδώ: «Οι Βυζαντινοί πολλούς εγκληματίες τους τιμωρούσαν κρεμώντας τους στις ακτές της θάλασσας αφού τους άλειβαν με πίσσα, τους έβαζαν φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Φαίνεται, μάλιστα, πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί, ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: Μας άλλαξαν τα φώτα.»
Άποψη: Γραμματικά και εννοιολογικά μάλλον χλωμή αυτή η ερμηνεία.

Η σλανγκική αξία της έκφρασης υπάρχει μεν, είναι όμως ομολογουμένως πια μικρή, εξαιτίας ίσως της ίδιας της επιτυχίας και της αποδοχής της. Είναι, γενικώς, πολιτικά ορθή για πάρα πολλούς ανθρώπους και περιστάσεις στον προφορικό λόγο (λιγότερο στον γραπτό), έχοντας απωλέσει την αρχική της μαλλιαρότητα.

  1. - Μάνα δεν σε βλέπω καλά, τι έγινε;
    - Ο γιος σου σήμερα μου άλλαξε τα φώτα. Ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί, ούτε να καθίσει φρόνιμος να πάμε μια βόλτα, τίποτα.
    - Ρε Γιωργάκη, έτσι είπαμε τη γιαγιά;
    - Θέλω πατατούλες...

2α.
- Ωχ μωράκι μου, σε χτύπησα;
- Μου άλλαξες τα φώτα ρε Δέσποινα, πρόσεχε λίγο όταν ανοίγεις τις πόρτες...
- Σμουτς, μουτς, συγγνώμη αγαπουλίνι μου...

2β.
- Σειρούλα πολύ ντάουν είσαι. Τι έγινε;
- Μου άλλαξε τα φώτα ο δίκας, μού 'κοψε την άδεια και χάνω την συναυλία που περίμενα πώς και πώς. Σιχτίρ πια!

  1. Μπήκες στην κουβέντα ρε βάρβαρε και της άλλαξες τα φώτα. Καλοί μαλάκες κι εμείς βέβαια. Ούτε κατάλαβα πάντως πώς φτάσαμε από τα εισιτήρια του μετρό στον Χίτλερ. (άσχετο: βλ. εδώ και εδώ).

  2. - Σας αφήνω για τρία λεπτά και χάνουμε με δεκαπέντε; Πώς έγινε αυτό;
    - Έκανε δυο αλλαγές και μας άλλαξαν τα φώτα στα τρίποντα οι κωλόφαρδοι.

  3. - Τελικά το έκανες το μέηκ όβερ που έλεγες στο σπίτι;
    - Ξεπατώθηκα αλλά τελείωσα. Καινούρια κουζίνα, καινούριο μπάνιο, έριξα έναν τοίχο και άλλαξα έπιπλα στο σαλόνι. Τι να λέμε, του άλλαξα τα φώτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της μαστοράντζας. Μια δουλειά (βάψιμο, σοβάτισμα, υδραυλικά κ.ο.κ) που στην πορεία επιφυλάσσει δυσάρεστες «εκπλήξεις», τις οποίες αρχικά (όταν βιαζόσουν να κλείσεις τη δουλειά και να παντελονιάσεις την προκαταβολή) δεν είχες υπολογίσει.

Ούτως το όλο εγχείρημα καθίσταται θρίλερ, εικονογραφεί δηλ. την αγωνία του (φτωχού πλην τίμιου) μάστορα να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα για να πάει και στην άλλη δουλειά που έχει ανοίξει.

Τα απρόοπτα αυτά θεματάκια, που συνεπάγονται προφανώς πρόσθετη καταπόνηση και ξεχείλωμα του χρονοδιαγράμματος, αναγκάζουν τον (φτωχό πλην τίμιο) μάστορα να απαιτήσει επιπλέον αμοιβή, την οποία εάν δεν καταφέρει να αποσπάσει, ενδέχεται και να γράψει τη δουλειά στα τσάκιατου (κοινώς να σε αφήσει στα κρύα του λουτρού).

Μπογιατζής: - Εκεί που υπολόγιζα μισή μέρα δουλειά γι' αυτό το ταβάνι, αναγκάστηκα να το ξηλώσω όλο και να το περάσω με κόλλα πλακιδίου για να κολλήσει ο σοβάς. Δυο μέρες παιδευόμαστε... Αυτό κύριος που έχεις δεν είναι σπίτι, είναι θρίλερ, κατάλαβες...;
Πελάτης: Εεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη σεξουαλική πράξη, συνήθως πισωκολλητό. Η διείσδυση πραγματοποιείται εκεί που η γυναίκα δεν το περιμένει.

-Σιγά Βαγγέληηη ΠΟΝΑΕΙ...
-Συγγνώμη μωρό μου..συγγνώμη.. ηρέμησε... .....
(ΑΣΤΡΑΠΟΠΟΥΤΣΑ)

-ΑΑΑΑΑΧ

Αστραπόπουτσα είχε και ο Δίας πριν πουστρέψει. Εδώ με την Δανάη. (από Khan, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν μιλάμε για γλώσσα γραβάτα, αναφερόμαστε συνήθως σε κάποιον γλειψιματία, που από το πολύ το γλείψιμο, η γλώσσα του, έχει αποκτήσει και καλά, διαστάσεις και ευλυγισία γραβάτας...

Αυτός, έχει τοποθετήσει στη γλώσσα το... μοτεράκι και ρίχνει το... μπίρι μπίρι, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Με θεμιτά μέσα, με αθέμιτα, δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα μετράει. Το αξιοπρεπειόμετρο του μόνιμα κοκαλωμένο στο μηδέν.

Όλο και... προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των κονέ του, όπως και τις τεχνικές γλειψίματος του. Ξέρει τις αδυναμίες του καθενός και τις εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν, μέσω της... ευφυΐας και της... ευελιξίας, που συνήθως διαθέτει. (βλ. μάνα της καραβίδας).

Συνεχώς ψάχνει για δόντι, για bluetooth, αλλά και για χαυλιόδοντες, που έχουν ανάγκη για κολακείες, προκειμένου να γαντζωθεί πάνω τους και να αρχίσει τις τραβηχτικές του.

- Τι γλείφτης αυτός ο Μήτσος, ρε;
- Γιατί το λες;
- Χθες στο τραπέζι του γάμου της Μαιρούλας, του σύστησαν τον πεθερό της, που είναι... γενικός γραμματέας σε κάποιο υπουργείο... και έχει τις γνωριμίες. Τότε αυτός τον πήρε, από κοντά...
- Ηθελε κάτι;
- Με τη γλώσσα γραβάτα που διαθέτει, κατόρθωσε με μαεστρία να τον απομονώσει για κάμποση ώρα από τους άλλους, να τον φέρει στα νερά του, και να του ζητήσει... τα ρουσφέτια. Κι ό άλλος του 'δωσε την υπόσχεση του. Και ξέρεις, αυτός δεν τουμπάρεταιεύκολα. Αλλά άμα πει όμως το ναι, είναι ναι. - Τον πεοδείκτη μου μέσα....

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωρίζω κάτι καλά και σε βάθος, το κατέχω, επί αρνητικής έκφρασης συντάσσεται συχνά με το «γρυ».

- Δεν σκαμπάζω γρυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified