Further tags

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για άτομο που, μόλις πέσει να κοιμηθεί, έχει απογειωθεί κατά Μορφέα μεριά. Κοιμάται σε dt. Αστραπιαία. Κι αν είναι στα σπέκςτου να ετοιμάζει φασολάδα, ακούς τους κινητήρες του στο φουλ, αμέσως μόλις μπει σε sleep mode. Αν έτσι δούλευαν τα πρότζεκτ στην Ελλάδα, τώρα θα 'μασταν υπερδύναμη... Λέμε τώρα.

Η φράση έχει ψιλοειρωνική χροιά και βασίζεται και καλά, στη σκέψη πως για να κοιμηθεί ο άλλος τόσο γρήγορα, το δίχως άλλο, θα πρέπει... και καλά, να' χει τον ύπνο στο τσεπάκι. Οπότε τον φοράει και πετάει. Λέμε τώρα...

Η φράση αυτή λέγεται από άτομα που δεν είναι εύκολα στο ύπνο, που δεν μπορούν να κοιμηθούν με τίποτα και στυλώνουν τα μάτια ορθάνοιχτα, λες και προσεύχονται για να τον πάρουν... αλλά εις μάτην... το σήμα της προσευχής τους είναι τόσο... ασθενικό, που τους τον έχουν πάρει άλλοι. Λες κι ο ύπνος είναι ο... φακ σέρβερ στην... παρτούζα!

Λένε τη φράση, για άτομα που τα παίρνει ο ύπνος ανεξαρτήτως συνθηκών. Λες κι ήταν έτοιμα από παλιά. Αυτά τα άτομα πάλι, είναι γενικά εύκολα στον ύπνο. Εκτός απ' ότι κοιμούνται αμέσως, κοιμούνται σε διάφορα μέρη, με περισσή ευκολία (σε καναπέδες, σε καθίσματα λεωφορείων, στο πάτωμα, όπου να 'ναι).

Όταν έρθει η συνηθισμένη ώρα κατάκλισης και τύχει να μην έχουν κοιμηθεί, χασμουριώνται, αλλά... καταβάλλουν προσπάθειες για να μην κοιμηθούν όρθιοι. Το τσιπάκι έχει δώσει σήμα για κατάκλιση, αλλά αυτοί ταλαιπωρούνται του καλού καιρού, κάνοντας τον ...πόλεμο ενάντια στο βιολογικό τους ρολόι.

- Η Μαρία που λες, πέφτει να κοιμηθεί, την παλεύει... αλλά τίποτα. Η μια σκέψη φέρνει την άλλη, αλλά ύπνοςγιοκ. Το ίδιο κάθε βράδυ. Ο ύπνος την παίρνει αχάραγα. Η Μαρία βλέπεις... είναι πιο άπαρτη κι από την κορυφή των Ιμαλαΐων. Ούτε ο ύπνος δεν την παίρνει... χε χε. - Εμ δεν έχει τον ύπνο στο τσεπάκι της, σαν ορισμένες, ορισμένες. Ονόματα δε λέμε. Δε θα θίξουμε, απλά θα βήξουμε... γκουχ ... γκουχ.
- Ουναμουχαθείς. Γουρούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν «τραβάω» καλά, δεν συμβαδίζω με τα συμφραζόμενα, δεν ταιριάζω, φέρνω αντίσταση, επιφέρω αναταραχή και άνισο αποτέλεσμα με έντονο τρόπο, σαν το γαϊδούρι που κλωτσάει όταν θυμώνει.

Εφαρμογές: μουσική, χρώματα, ντύσιμο, συμπεριφορά, κά.

  1. Ρε συ κλωτσάει ο ρυθμός εδώ, δεν το καταλαβαίνεις; Μήπως να τα κάνεις τρίηχο, να χωρέσουν;

  2. Όταν έρθετε στο στούντιο για τα γυρίσματα να μην φοράτε κόκκινα ή ριγέ γιατί κλωτσάει το χρώμα στην εικόνα και χαλάει το περίγραμμα.

  3. Κάτι έχει πάθει το μοτέρ και κλωτσάει, για δες το λίγο...

  4. Ρε μαμά, δεν ταιριάζει αυτό το παντελόνι με αυτό το σακκάκι, κλωτσάει, δεν το βλέπεις;

  5. Του είπα να με εξυπηρετήσει με ένα ψεματάκι τόσο δα, αλλά κλώτσησε, δεν γουστάρει με τίποτα.

  6. Και γω κλωτσάω και δε γουστάρω να γράφω το κλω- με -ο-, γιατί ετς.

Got a better definition? Add it!

Published

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά ανορθόδοξη στάση οδήγησης δικύκλου. Ψαράκι κάνεις όταν ξαπλώσεις φαρδύς πλατύς μπρούμυτα πάνω στη σέλα, έχεις τα χέρια στο τιμόνι και το κεφάλι στο ίδιο (σχεδόν) επίπεδο με τα χέρια.
Σε φάση που σε δει κανείς από μακριά, παίζει να νομίσει πως το μηχανάκι τσουλάει μόνο του και να ψάχνει για οφθαλμίατρο... Τόσο «εξαφανισμένος» γίνεσαι.

Όπως ακριβώς και με τις περίφημες ποδοσφαιρικές κεφαλιές-ψαράκι, η συγκεκριμένη στάση οριζοντίωσης εγγυάται το μέγιστο αεροδυναμικό αποτέλεσμα, καθώς σώμα και μηχανή γίνονται ένα και το αυτό. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, μια κινούμενη βολίδα που κινείται με χίλια προς το στόχο της. Και στη μεν μπάλα ο στόχος είναι το πλεχτό, στη δε άσφαλτο, στόχος είναι η νίκη στον αυτοσχέδιο αγώνα (call me contra) ή εναλλακτικά, η απλή μόστρα, η φιγούρα, η λεζάντα.

Ψαράκια δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα μπροστά του, κι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Καταρχήν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν το επιχειρήσεις, θέλει αρχίδια (όπως λέει κι αυτή η διαφήμιση στεγαστικού στην τιβί) και πολύ καλή αίσθηση ισορροπίας. Με την παραμικρή μαλακία θα βρεθείς να έχεις αγοράσει οικοπεδάκι κοψοχρονιά...

Κατά δεύτερον, ψαράκια και λοιπά καραγκιοζιλίκια αποτελούν trademark αγνής καγκουριάς. Δυστυχώς όμως η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κι έχει γεμίσει ο κόσμος φλωρομηχανόβιους γιάπηδες που κρατούν καμαρωτοί κάτι εξάμετρα mega-scooter, σωστές βάρκες στο γιαλό, τίγκα στην πλαστικούρα... Αυτοί οι φλωροσκουτεράδες προσπαθούν συνειδητά να διαφοροποιηθούν και να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε θυμίζει την ένδοξη Δεκαετία του '80 (κόντρες, γκάζια, αλητείες), χασκογελώντας ειρωνικά, πίσω από τη φιρμάτη μασκοειδή τζαμαρία τους, όταν συναντούν τους τελευταίους πιστούς του Παπιού.

Παπάκι και ψαράκι πάνε πακέτο. Το παπί, λατρεμένο φτηνιάρικο εργαλείο των απανταχού καγκουροειδών, διαθέτει απ' τη μάνα του την πλέον αντι-αεροδυναμική θέση οδήγησης. Σου επιβάλλει να κάθεσαι σα να 'χεις καταπιεί μπαστούνι - πράγμα που έχει και τα καλά του - αν όμως θες να είσαι μάχιμος, πρέπει να σγούψεις. Να σγούψεις πολύ, τόσο πολύ που να κολλήσεις με το στήθος πάνω στη σέλα. Να γίνεις δλδ Ψαράκι. Αξίζει τον κόπο: πέρα απ' τη δόξα της νίκης και την αναγνώρισή του ως χερά, ο νικητής μιας κόντρας παίζει να πάρει και το ίδιο το μηχανάκι του χαμένου, αν έτσι έχουν στοιχηματίσει.

Αν θέλει κανείς να βλεφαριάσει κανά ψαράκι (και άλλα παρόμοια ζόρικα κόλπα) ας κατηφορίσει προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης καμιά Πέμπτη βράδυ και να αράξει στην καντίνα (μία είναι). Με λίγη τύχη, αράζει και απολαμβάνει το θέατρο του παραλόγου, σε μια εποχή που η Λογική έχει προ πολλού βαρέσει κανόνι. Και καλά έκανε.

- Μαλάκα μου, μην πας και κανονίσεις τίποτα την Πέμπτη. Τα στήνει ο Τάσος μ' ένα τύπο από Καλλιθέα. Θα παίξουν τις άδειες...! - Πω ρε φίλε, τι λες τώρα! Παίζει να γίνει και καμιά μάχη μετά... Αν ο καλλιθεάτης ξηγηθεί πούστικα και δεν το δίνει...
- Φίλε, ο τύπος είναι ακροβάτης, δεν πάει για να χάσει. Κάνει παπάδες με το μηχανάκι: όρθιες σούζες, ψαράκια, έντο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Σαμψών γκρέμιζε με τη ουρανομήκη ιαχή «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» τις κολόνες του ναού όπου τον είχαν δεμένο, παίρνοντας έτσι μαζί του και πολλούς από τους εχθρούς του, δεν φανταζόταν ότι 3,500 χρόνια μετά η ατάκα του, ελαφρώς παραλλαγμένη, θα γινόταν λήμμα στο ζλαγκ.τζουρου.

Επί της ουσίας, το λήμμα αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος με πολύ χαμηλό λέβελ αλτρουισμού, που έχει πάθει και έχει καεί η γούνα του, επιδιώκει λόγω χαιρεκακίας και κομπλεξισμού να υποστούν τα ίδια μ' αυτόν και οι γύρω του και για να πετύχει τον καταχθόνιο σκοπό του δεν διστάζει να βάζει σε τρίτους φιτιλιές ή να προδώσει μυστικά. Με άλλα λόγια, όποια - κομπλεξική - αλεπού έχει κομμένη την ουρά της, θέλει να κοπεί και η ουρά των αλλονώνε αλεπούδωνε.

- Ο Πάκης της Πέπης μου αποκάλυψε, Τέτα μου, ότι αναγκάστηκε να την παντρευτεί επειδή αυτή του τρύπησε την καπότα με καρφίτσα κι έμεινε έγκυος.
- Για να παίρνεις ιδέες για τον Ριρή σου, σε το είπε, Λόλα μου. «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων φίλων», θα σκέφτηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.

Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.

Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.

To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).

Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.

  1. - Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
    - Εύκολα, εύκολα!

  2. (μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
    - Έλα να γυρνάει!
    - Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ; - Καλό ε;
    - Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
    - Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)

  3. (στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
    - ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φιτιλιά. Συναντάται επίσης στην Κρήτη. Συνοδεύεται κυρίως στην έκφραση «βάζω τσίτες», δηλαδή «βάζω φιτιλιές» σε κάποιον.

  1. Μου 'πε ότι είδε τη γκόμενά μου με τον πρώην και μου 'βαλε τσίτες μαλάκα. Κάτσε να έρθει και θα γίνει χαμός.

  2. Δεν σου βάζω τσίτες, αλλά νομίζω ότι ο Κώστας δεν σε πολυγουστάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Η μπιστολιά.
  • Το τουφέκι.
  • Το να κρεμάς κάποιον.
  • Να του παίζεις πουστιά.
  • Το να φεύγεις από ένα μαγαζί χωρίς να πληρώσεις.
  1. Του δάνεισα 50 ευρώ για να πληρώσει το νοίκι του, λέει, και αυτός μου 'κατσε την τάπα και εξαφανίστηκε.

  2. - Μαλάκα πήγαμε σε ένα ταβερνάκι προψές, φάγαμε του πούστη και στο τέλος τους κάτσαμε και τάπα.
    - Μια χαρά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει μεγάλη περηφάνια και καμάρι. Συνήθως λέγεται ύστερα από κάποιο μεγάλο προσωπικό επίτευγμα.

Μαλάκες μου έκατσε χτες μια μουνάρα... Ένα νέτο... Δεν φαντάζεστε... Αφού μετά γύρισα στο σπίτι, έκατσα μπροστά στον καθρέφτη, κοιτιόμουν και τον έπαιζα.

Θέμης Ανδρεάδης - Είμαι πολύ ωραίος (από allivegp, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified