Further tags

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο αλλά και μεταβατικό (χιτλεριάζω κάποιον) που προέρχεται από το όνομα και τις «χάρες»του γνωστού αιμοσταγούς διχτάτορα.

Σημαίνει ότι τα παίρνω τόσο πολύ στο κρανίο με κάτι, με κάποιον ή με μένα που είμαι έτοιμος να τα κάνω όλα πουτάνα, λαμπόγυαλο να σαν μία εισβολή στην Πολωνία ή ένα ολοκαύτωμα.

Οι χρήστες αυτού του ρήματος δεν είναι κατ’ ανάγκη χρυσά αυγά, αλλά υπάρχει και η αριστερή της version : σταλινιάζομαι, σταλινιάζω.

  1. - Που ρε πούστη μου! Χιτλεριάζομαι μόνο και μόνο στην ιδέα ότι όχι μόνο πρέπει να πληρώσω διόδια αύριο για την καρμανιόλα Κορίνθου – Πάτρας, πρέπει να περιμένω σαν τον μαλάκα κανα μισάωρο στον ήλιο χωρίς αρκουδίσιον και να με δίνουν φυλλάδια οι χλεχλέδεςτων κομμάτων…

  2. Μαύρε απ’ την Σαχάρα Με την μακριά παπάρα Μην με χιτλεριάζεις Γιατί θα φας σφαλιάρα

(στίχοι από gay-nazi rock group.

To ίδιο με διασκευή του τελευταίου στίχου σε «γιατί θα σου στήσω και κωλάρα» εικάζεται ότι υπάρχει και στο άσμα Αφρικανός της Αυτής-που-μήνυσε-τον-Λαζόπουλο-θα-με-κλάσεις-τα-@@-είπε-ο-Λάκης).

Στο 2.30 περίπου. (από Hank, 23/05/09)ρε μπας και; (από BuBis, 25/05/09)αφιερωμένο στο xalikoutis! (από MXΣ, 27/11/12)Ημισκούμπρια και Κελαηδόνης - Νωρίς. Κάπου αναφέρει ότι "αν αργήσω θα Χιτλεριάζει ο εργοδότης ο Ναζί" (από spapakons, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, χορδάς. Στην γλώσσα των μεταλλάδων, κατσαρολάδων και τηγανάδων (και όχι των μπρίκια κολλώ, μπρίκια κολλώ) αλλά και άλλων επεξεργαστών μετάλλου, ιδίως σε φύλλα ατσαλιού, είναι ο χώρος (ένας λάκκος, συνήθως) όπου πετάγονται τα γρέζια και ό,τι μέταλλο περισσεύει από την πρέσα για να μεταπωληθουν ή να ανακυκλωθουν στο χυτήριο.

Κατ’ επέκταση, ό,τι είναι για τον χορδά, είναι παλιατζούρα, για πέταμα, για τα μπάζα, για ανακύκλωση, gtp, κλπ.

Προέρχεται από την τουρκική λέξη hurda που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Στη slang δε στα τούρκικα, σημαίνει και χασίσι!

  1. - Ρε συ, αυτός ο καινούργιος είναι για τον χουρδά, ρε πστ! Πάλι στραβά κόλλησε τους πάτους στα μπρίκια, τζάμπα τόσο αλουμίνιο γαμώτη!

  2. - Kαλά, έιμαστε όλοι για τον χορδά, ένα χιλιόμετρο περπατήσαμε και μας έφυγε ο πάτος. Αχ, ναμουνι ‘κοσι χρονώ ξανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ ίσου κοινό και το μπλέξαμε τα μπούτια μας

Εκφράσεις πολύ συνηθισμένες πια, περιγράφουν μια κατάσταση σύγχυσης και αντιφάσεων, αλούμπαρδη τελείως, απ' την οποία άκρη δεν βγαίνει. (Παρ.1)

Συχνά, μπερδεύουμε τα μπούτια μας όταν το βασανίζουμε πολύ το πράμα και κάνουμε τα εύκολα δύσκολα. Χαρακτηριστικά, τη λέμε τη φράση ως συμπέρασμα και για να μπει τελεία και παύλα σε μια παπαρολογία, θεωρητική ή πολιτική, όπου, αφού έχουν ακουστεί οι χιλιάδες μαλακίες, η συζήτηση έχει καταλήξει σε πλήρες αδιέξοδο. (Παρ.2)

Λέμε, επίσης, ότι μπλέξαμε τα μπούτια μας όταν βρισκόμαστε μπροστά σε συνοθύλευμα ετερόκλιτων απόψεων - ειδικά όταν κάποιοι τη βγαίνουν απροσδόκητα και αλλόκοτα. Σχετικό εδώ είναι και το πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια. (Παρ.3 & 4)

Αλλά, τα μπούτια τους δεν τα μπερδεύουν μόνον οι άνθρωποι. Τα μπερδεύουν επίσης οι πίσουλες, ειδικά σε μεγάλα δίκτυα (Παρ. 5), τα χρηματιστήρια (Παρ.6) και τα ποδοσφαιρικά συστήματα (Παρ.7).

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής. Νταξ, επειδή έχετε βρώμικο μυαλό η προφανής παραπομπή είναι στις παρτούζες (Παρ.8) - να οργανωθούμε, παιδιά, να οργανωθούμε... Αλλά, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, τα μπούτια τους τα μπλέκουν επίσης και οι παλαιστές. Και τα μπλέκουν - από μόνοι τους, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις - και διάφοροι άμπαλοι ποδοσφαιριστές (Παρ. 9).

  1. Μερικοί έχετε μπλέξει άγρια τα μπούτια σας και δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Γι αυτό έχουμε αυτό το χάλι που έχουμε γύρω σας. (forum, antinews.gr)

  2. Κοίτα, όπως όλοι εδώ μέσα είπες και εσύ μια θεωρία η οποία μπορεί να είναι λανθασμένη μπορεί όμως και όχι. Οι θεωρίες πολλές, τα παρακλάδια πολλά και εν τέλει αυτό που πάθαμε είναι ότι μπερδέψαμε τα μπούτια μας. (από το newsfilter.gr)

  3. Πώς το είπε ο Γιάννης ; Α, ναί : μπερδέψαμε τα μπούτια μας, γιατί οι αριστεροί γίνανε δεξιοί και οι δεξιοί αριστεροί, οι κεντρώοι αριστεροδεξιοί και ο Καρατζαφέρης στον δικό του κόσμο.....:)))) (από φόρουμ του ΠΑΣΟΚ)

  4. (Αλλάξανε τα γούστα σου, Μπουλάς-Γιοκαρίνης)

Αλλάξανε τα γούστα σου
και μπέρδεψες τα μπούτια σου
Και φέρεσαι αλλόκοτα
και παρατάς τον Κόκοτα

  1. Καποτε ειχε γινει ενα τετοιο κουλο επειδη ο χρηστης ηταν μελος νουμερο 65536 (2 εις την 16η) και το συστημα εμπλεξε τα μπουτια του σε μια αναβαθμιση ή κατι τετοιο τελος παντων... (από ένα geek forum)

  2. Με άλλα λόγια τώρα που φράκαρε το πράγμα και η αγορά έμπλεξε τα μπούτια της και το χρήμα έγινε φύλλο και φτερό στις κομπίνες και στον τζόγο, φέρτε το χρήμα του μεροκαματιάρη, του χαμηλόμισθου, του μικρομεσαίου, να τα ξεμπλέξουμε... (από τον ΠΟΛΙΤΗ της Λευκωσίας, 11/05/09)

  3. «Καταρχάς είδα έναν προπονητή να έχει μπλέξει τα μπούτια της ομάδας! Δεν επιτρέπεται να διασύρεσαι και να κινδυνεύεις να μένεις εκτός Τσάμπιονς Λιγκ από τους Κύπριους που δεν έχουν βάλει σε ομίλους ποτέ ομάδα...» (Τρισμέγιστος Αλέφαντος σχολιάζων τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από την Ανόρθωση)

  4. (στιχάκια από το από το gaypatras.gr)

Τα μπούτια μας μπερδέψαμε ξεπέτα την ξεπέτα
κι ανάθεμα κι αν χάρηκα
την έρμη την κουκέτα!!!

  1. - Ασε να πούμε, μας τον φέρανε και καλά ότι τρώει παιδιά ... και το άτομο είναι και ο πρώτος ξυλοκόπος ... μόνος του στην μικρή περιοχή, μια ζωή μπερδεύει τα μπούτια του και πέφτει ...

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης και «στραβώνω στόμα».

Αναφέρεται σε οπαδούς και σημαίνει παίρνω ύφος δήθεν μάγκα, στραβώνω το στόμα και μιλάω με τόνο επιθετικό και ξερολίστικο.

Έστω κι αν έχεις ήχο αλλά δεν έχεις εικόνα από τον ομιλούντα, καταλαβαίνεις το εφέ από το χρώμα της φωνής του αλλά και από το εκνευριστικά περιορισμένο λεξιλόγιο και το κολλημένο «ιδεολογικό» περιεχόμενο των «απόψεών» του.

Η πρακτική αυτή θεωρείται, ακόμα και από τους μυημένους (παρουσιαστές μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών για μπάλα), ενοχλητική, κυρίως γιατί είναι προμήνυμα ακατάσχετης ψευτοτσαμπουκαλίδικης παπαρολογίας του ομιλούντος.

Κάνει θραύση στη Θεσσαλονίκη.

- Πες μου εσύ ρε καράφλα, γιατί τον έβαλε στο τελευταίο τρίλεπτο; Τα σημαιάκια μπήκε να μαζέψει; Μαλάκα, αρειανέ μας κάνεις και τον αντικειμενικό, μωρή λούγκρα!
- Φιλαράκι, το αν είμαι λούγκρα το ξέρει η μανούλα σου, πήρες τα τρία στο Χαριλάου, θες και τα δικά μου τα τρία; Κόψ' τον τον κομπλεξικό το μπαόκι! Επόμενη γραμμή!
- Τα μυαλά μας πονάνε ρε σκατόφατσα, τι με λες τώρα; Εγώ δε θα σε βρίσω θα σε πω δυο κουβέντες να μάθεις μπάλα...
- Άσ' το μεγάλε, μη στραβοστομιάζεις τζάμπα, σε κατάλαβα ποιος είσαι, ακόμα καφέδες μοιράζεις στην τέσσερα, κόψ' τον, θα μας το παίξει και οργανωμένος!
- Άντε ρε μαλάκα, αρχίδ... [τουτ-τουτ-τουτ]

...και ο πλατωνικός διάλογος συνεχίζεται σ' αυτό το στυλ ως το ξημέρωμα...

Στο 0:40! (από patsis, 23/05/09)(από juve90, 04/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλή ησυχία κι ερημιά, με το παραπάνω μάλιστα, τόσο που θυμίζει νεκρό τοπίο ή νεκρή κατάσταση. Άκρα του τάφου σιωπή, που λέει κι ο Σολωμός.

Νέκρα τις τελευταίες μέρες στο σλανγκρ... Τις πταίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο κάτω. Συνήθως από γλίστρημα. Συναντάται στην Κρήτη.

- Τι έπαθες ρε; Πώς είσαι έτσι; Έπεσες;
- Ήταν κάτι γαμημένα λάδια στο δρόμο ρε. Ε, και έφαγα μια φέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμβληματική φράση που έλκει την καταγωγή της από το σεβάσμιο εθνικό άθλημα του ταβλίου. Όντας κατά τεκμήριο η χειρότερη δυνατή ζαριά, το ασσόδυο ωθεί ενίοτε τον ατυχή που το έριξε να ανακράξει σε σπαραξικάρδιους τόνους και, κοιτώντας με απόγνωση προς τα ουράνια, το θρυλικό αυτό απόφθεγμα, απόσταγμα συσσωρευμένης βιοσοφίας. Είναι ένας πιο φιλοσοφικός τρόπος να αναθεματίσει κανείς τη μαύρη του την τύχη, εφόσον οδηγούμεθα - δια της επαγωγικής μεθόδου - σε ένα γενικότερης ισχύος συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα είναι προφάνουσλυ πως, όσο και να προσπαθεί κανείς και να κωλοχτυπιέται, αν δε βάλει και το κουλό της η τυφλή θεά, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να ξημερώσει (εκτός αν ρίξουμε κανά γιαούρτι, όπως έλεγαν παλιά οι φίλτατοι ανάρχες).

Εκ του ταβλέτου, η βαρυσήμαντος αυτοσαρκαστική ρήση επεξετάθη εις ευρύτερα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ομοίως με το παίγνιον, προφέρεται συνήθως χαμηλοφώνως και με έκφραση απελπισίας, σε περιπτώσεις που γαμήθηκε ο ολύμπιος Δίας...

Η λειτουργία (function) της παρούσης εκφράσεως, καθώς και άλλων παρομοίων, είναι σημαντικότατη. Με το να καταριέσαι την τύχη σου, δημιουργείς την ψευδαίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο την αλλάζεις προς το καλύτερο. Είναι μια πανάρχαιη τελετουργία προς εξορκισμό του κακού. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο γιατί θα μου λέτε πάλι ότι γράφω άρθρα.

Υ.Γ. 1. Εκτός του παθόντος, την φράση μπορεί να εκστομίσει με κακία και ο αντίπαλός ταβλαδόρος, ο τυχεράκιας / κωλόφαρδος. Τότε ή τον αρχίζεις στις γρήγορες, ή κάνεις τουμπεκί και εύχεσαι να ρεφάρεις.

Υ.Γ. 2. Προσωπικά, όταν παίζω προτιμώ την αρχαΐζουσα γραμματική διατύπωση: «με ασόδυο ουδείς εγάμησε».

Υ.Γ. 3. Έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται ιδιαίτερα από τους πληθυσμούς του ένδοξου Βορρά...

- Φίλε, μόλις τα λέγαμε με τον Γιωργάκη στο κινητό. Την έπεσε λέει σ' εκείνη την κομμώτρια που δουλεύει κοντά στο σπίτι του.
- Ποια, εκείνο το ξανθό το καυλάκι; Και τι έγινε, μη μου πεις ότι του 'κατσε..
- Μου τα μάσαγε, μια έτσι μια γιουβέτσι μου τα 'λεγε. «Δεν ξέρω», «θα δείξει» και άλλες κλασικές μαϊμουδιές.
- Εγώ σου λέω τον χίωσε κανονικότατα και με το νόμο. Αφού το παλικάρι είναι σα να τον τράκαρε τρόλεϊ...
- Δεν τα λες και λάθος. Με ασσόδυο φίλε δε γάμησε κανείς, να το ξέρεις αυτό...

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified