Further tags

Η αυτοκρατορική πίπα, αυτή που μπουκώνει στο έπακρο. Μεταφορικά, το άγριο χώσιμο τ. πίπα κώλο εμπλοκή.

Εκ του αρχαίου ψωλή και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μπούκι (< Ιταλ. bocca (στόμα) < μσν. εμπουκώνω < αρχαίου βαύκαλις (φιάλη οίνου)). Καμία ετυμολογική συνάφεια με το συνώνυμο και ομόηχο τσιμπούκι (q.v.).

Βλ. επίσης: αρχιδομπούκι.

(πάσα από ΔΠ: GATZMAN)

- Άγριο τροϊκάνικο ψωλομπούκι τα νέα μέτρα.
- Και πού' σαι ακόμα, έχουμε να φάμε καλά!

- Ψωλομπούκι: Δεν τρώει ψωμί. Τρώει ψωλή. Πρωταγωνιστεί και στο λήμμα: πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
(σ. GATZMAN, στο δουπού)

(από Vrastaman, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποβάλλομαι σε μεγάλη προσπάθεια και στρες προκειμένου να επιτύχω κάποιο στόχο, ή απλώς και για ν’ ανταποκριθώ στις απαιτήσεις.

Η δύναμη της έκφρασης ανάγεται στο συνδυασμό του κώλου ως περιοχή αφιερωμένη αποκλειστικά στην ηδονή (της αφοδεύσεως αλλά και την ξινή, ή ακόμη και του καθισιού), με τον ιδρώτα, που εκκρίνεται με τη σωματική καταπόνηση. Άρα, για να ιδρώσει ο κώλος σου πρέπει να κουραστείς πάρα πολύ, να τα δώσεις όλα. Παράλληλα βέβαια η επίτευξη του δύσκολου στόχου παρομοιάζεται με την εξαιρετικά δυσκοίλια αφόδευση, όπου για να βγει η κουράδα (το ζητούμενο) πρέπει να ιδρώσει ο κώλος από το σφίξιμο. Ίσως τέλος, αναφερόμενο σε «πνευματική» (βλ. καθιστική) εργασία, να εννοεί ότι ιδρώνει ο κώλος από το πολύ καθισιό στο γραφείο και το κωλοτρίψιμο στο κάθισμα (το αντίστοιχο δηλ. του «ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους», με την καλή έννοια).

- Πρέπει να ιδρώσει ο κώλος σου για να την πάρεις την υποτροφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψε την σπερματολογία: επαγγελματική αργκό πολιτικών και δημοσιοκάφρων, συνώνυμη του «κόψε τις μαλακίες».

Συμβολικά παραπέμπει στην άντληση σπέρματος, που αποτελεί άλλωστε το απόγειο του τάκα-τάκα. Με την ίδια λογική, και οι Γάλλοι αποκαλούν τους παπάρες foutriquets.

Η σλανγκιά χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον σ. Δ. Ρέππα το 2000 και έκτοτε υιοθετήθηκε διακομματικά (βλ. παραδείγματα).

Υπάρχει βέβαια και η κυνική άποψη ότι οι πολιτικοί και δημοσιοκάφροι είναι, στο σύνολό τους, αγράμματα και ακαλλιέργητα υβρίδια μπαμπουίνου και γυμνοσάλιαγκα που συγχέουν την σπερματολογία (ιατρικό κλάδο) με την σπερμολογία (διάδοση κακόβουλων φημών). Καταδικάζουμε απερίβραστα τις άνανδρες αυτές σπερματολογίες που αποκλειστικό σκοπό έχουν να υποσκάπτουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα!

(πάσα: GATZMAN)

- Ο Δ. Ρέππας, δικαιολόγησε τις δηλώσεις του Ευάγγελου Γιαννόπουλου, λέγοντας ότι είναι «ανεπίτρεπτο να συντηρείται η σπερματολογία» και πως με τους ψιθύρους δημιουργείται ένα γενικευμένο κλίμα καχυποψίας ενάντια σε πολιτικά στελέχη, δημιουργώντας τεράστιο κοινωνικό και θεσμικό πρόβλημα.
(πρώτη καταγεγραμμένη χρήση: Δ. Ρέππας το 2000)

- Εχθές, ο υπουργός Οικονομίας (Γιώργος Αλογοσκούφης) διαβεβαίωσε ότι δεν τίθεται θέμα προσφυγής της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, απαντώντας σε σχετική αναφορά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ για ανεύθυνη σπερματολογία.
(εδώ)

- Σπερματολογία χαρακτήρισε, στο μεταξύ, ο υπουργός Εσωτερικών (Προκόπης Παυλόπουλος) τα όσα ακουστήκαν για κόντρα με τον αναπληρωτή υπουργό.
(εκεί)

- ο κ. Βενιζέλος έκανε λόγο για «αδικαιολόγητη σπερματολογία» και καταλόγισε στον κ. Τσίπρα ότι αναπαράγει μια ατμόσφαιρα γκρίνιας, μεμψιμοιρίας και ελεεινολογίας και επενδύει στην καταστροφή της χώρας
(παραπέρα)

- Ε, μα γίνεται να μας λέτε ότι τα άλλα επιτελεία προβαίνουν σε... «σπερματολογία»; Μα είναι πράγματα αυτά; Βλέπουν και παιδιά τα δελτία ειδήσεων, ντροπή! (παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν με νοιάζει, γράφω κάτι ή κάποιον στα παλιά μου τα παπούτσια. Κυριολεκτικά σημαίνει σε γράφω στ' αρχίδια μου.

Εναλλακτική ορθογραφία: σεκιμέ καντάρ.

- Τελικά δεν θα έρθω στο ματς.
- Σεκεμέ καντάρ, θα πάω μόνος μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν με νοιάζει απολύτως τίποτα, δεν δίνω καμία σημασία σε ότι κι αν συμβαίνει.

- Έλα Μήτσο, που είσαι; Έγινε χαμός! Είδαμε την Ντίνα χθες στην πλατεία με έναν τύπο να φασώνονται.
- Δε μου καίγεται καρφί ρε μαλάκα. Έχουμε χωρίσει εδώ και 10 μέρες. Αφού με έπιασε στα πράσα με βιζιτού.

- Τι έγινε ρε παπάρα; Σε απολύσανε και από την Ναυτιλιακή;
- Ναι μωρέ. Στα παπάκια μου. Αφού σε ένα μήνα φεύγω για Αγγλία ούτως ή άλλως.

(από HardcoreGR, 31/08/11)(από Khan, 01/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για τους καμένους, δηλαδή όσους έχουν «κάψει» εγκεφαλικά κύτταρα με μία ενασχόληση σε τόσο υπερβολικό βαθμό ώστε να μην τους νοιάζει τίποτα άλλο.

  1. - Καλά το έχεις κάψει τελείως; Πόσες ώρες παίζεις WoW;
    - Έκλεισα ήδη 24ωρο.

  2. - Έπαθες ρήξη χιαστών σε 5x5; Πώς τα κατάφερες;
    - Άσε, το έχω κάψει. Έπαιξα σε τρεις αγώνες σερί.

(από HardcoreGR, 31/08/11)(από HardcoreGR, 31/08/11)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει μαλακίζομαι (εκ του Πατρινού επιθέτου μινάρας που σημαίνει μαλάκας).
Χρησιμοποιείται όμως κατά κύριο λόγο μεταφορικά προς όσους ξεστομίζουν ή κάνουν μαλακίες. Το λέμε επίσης και σε όσους το έχουν κάψει τελείως.

- Αύριο θα βγούμε με την Εύα για καφέ. Πάω να ψήσω κατάσταση.
- Ρε φίλε μινάρεις; Αυτή είναι 15 χρονών!

- Να σε παίξω μερικά ματσάκια Pro στο PS3;
- Καλά, μινάρεις; Σάββατο βράδυ και θα κάτσουμε μέσα;

(από HardcoreGR, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάταιος κύκλος της βιοτικής ανάγκης συνοψισμένος σε δύο λεξούλες. Χρησιμοποιείται για να κατακρίνει κάποιον που δεν σκαμπάζει από θεωρία, φιλοσοφία, κοινωνική συνείδηση και πνευματικές αναζητήσεις, αλλά περνάει τη ζωή χωρίς να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό στον μάταιο τούτο κόσμο, χαραμίζοντας φαΐ και γεμίζοντας και τον τόπο σκατά από πάνω!

Πολύ συχνά χρησιμοποιείται στη φράση όλο φαΐ και σκατό είσαι (βλ. παράδειγμα και φωτογραφία).

  1. (από εδώ)
    - Γέμισε η χώρα αργόσχολους... Όλοι φαΐ και σκατό είναι. Το ΔΝΤ θα τους ταιριάξει καλά όμως.

  2. (ο Τζιμάκος όπως πάντα τα συνόψισε όλα σε λίγους στίχους, στο τραγούδι «Σουζάνα»)
    «Σεξ φαΐ σκατά και ύπνος
    Εργασία και χαρά
    Μια ζωή να περιμένεις
    Να γαμήσεις στην ουρά»

  3. (από κριτική του έπους «Η μεγάλη απόφραξη»)
    «Ο Κωστής τρώει όλα τα γλυκά που βρίσκει (ωθώντας το αφεντικό του να του πει «όλο φαΐ και σκατό είσαι»), ο Τσάκωνας διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του, σπάζοντας βάζα και τασάκια απλά για να ανοίξει τον χώρο, απειλεί την σπιτονοικοκυρά με αποχώρηση.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified