Further tags

Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.

Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.

Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.

Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)

(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο κράξιμο προς θείτσες, λυκόπουλα και άλλους ασχετίδηδες που μας κάνουν τα αρχίδια αερόστατα καθώς πελαγοδρομούν με τις ώρες μπροστά απ' το ΑΤΜ.

Ισχύει και για αργοκάραβα και ρεητσαρλίνες σε δημόσιες υπηρεσίες που χειρίζονται τον κομπιούτορα πιο αργά απ' τον θάνατο.

1. Άμα αργήσει κι άλλο ο τύπος στο ΑΤΜ θα πάω και θα τον ρωτήσω σε ποια πίστα είναι...

2. 10 λεπτά μπροστά στο ΑΤΜ... Ή είναι δύσκολη η πίστα ή πάει για high score η θεία μπροστά.

(από σφυρίζων, 31/10/13)(από σφυρίζων, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μία και μοναδική χρησιμότητα της σακούλας είναι να κρατάει τα αντικείμενα που βάζουμε μέσα. Οπότε άμα είναι τρύπια είναι παντελώς άχρηστη εφόσον δε μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις αναλόγως.

- Πώς σου φαίνεται η Αννίτα Πάνια στη νέα της εκπομπή;
- Τρύπια σακούλα φίλε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμέτης λέξης παράταση, που είναι αθλητικός όρος και σημαίνει τη συνέχεια ενός αγώνα που έχει λήξει ισόπαλος και πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να κερδίσει.

Αντίθετα με τη σημασία του ρήματος «παρατώ», στην παράτα οι ομάδες πρέπει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

- Ερυθρός Αστέρας 74- ΠΑΟ 74.
- Παράτα! Πάμε γερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής χαρωπή αναφώνηση που ακούγεται από τους γύρω, όταν από κάποιον, άθελά του, πέσουν κέρματα στο πάτωμα κάνοντας θόρυβο.

Είναι ταυτόχρονα και ...αγχωτικό πείραγμα προς τον απρόσεκτο, γιατί αφήνει να εννοηθεί πως όποιος μαζέψει πρώτος τα πεσμένα κέρματα, τα κρατά για τον εαυτό του.

Απηχεί το γνωστό έθιμο:
Κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου της Βάφτισης, μόλις ο παπάς ανακοίνωνε το δήθεν από το νονό επιλεγμένο όνομα του νέου χριστιανού (ή της νέας χριστιανής), τα πιτσιρίκια που παραβρίσκονταν, έτρεχαν μπουγιοειδώς ποιο θα το πρωτοανακοινώσει φωνάζοντάς το, στον πατέρα ή σε κάποιον στενό συγγενή, συνηθέστερα στον παππού ή στην γιαγιά, το όνομα του οποίου έπαιρνε το νεοβάπτιστο.

Εκείνος ανάλογα με το πόσο χαρούμενος ήταν που «άκουγε» το όνομά του, χαρτζιλίκωνε τον πρωτάγγελο δίνοντάς του κάτι στο χέρι και πετούσε προς το νάρθηκα (ώστε να μην ενοχληθεί απ’ τον επακόλουθο εύθυμο σαματά το εκκλησίασμα) κέρματα που έπεφταν στο δάπεδο κάνοντας θόρυβο.

Απ’ τα πιτσιρίκια, τα πιο γατόνια προλάβαιναν να αρπάξουν κάνα δυο κέρματα στον αέρα κι όλα ορμούσαν στα πεσμένα ποιο θα αρπάξει τα περισσότερα.

Τουλάχιστον στις πόλεις, το έθιμο έχει ατονήσει αν όχι εκφυλιστεί· μόνο τα πιτσιρίκια του πολύ στενού οικογενειακού κύκλου χαρτζιλικώνονται διακριτικά και με χαρτονομίσματα. Κι αυτό αν. Η σημερινή πιτσιρικαρία δεν έχει μάθει να καταδέχεται να βγάζει χαρτζιλίκι με τέτοιους ..μπρουτάλ τρόπους.

Ο όρος τείνει να αντικατασταθεί από την πικρή, ειρωνική, σαρκαστική -όπως την εκλάβει κανείς- αλλά πάντα πολιτικολογική μπηχτή «λεφτά υπάρχουν!!».

Τινγκ!! Τινγκ!! Τινγκ!!
- Βαφτίσια!!
- Έ!! Κοντά τα χέρια!! Παλιομαλάκες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «πουστιά» καλυμμένο δια της αφαιρέσεως του «υ».

Έπαιζε πολύ μεταξύ νεολαίων κάπου στα 80ζ.
Εκφερόμενο συνδυάζει το κουνιστό τού περιεχομένου με ειρωνεία ή και κράξιμο με έκδηλο τον προσποιητό καθωσπρεπισμό.

Το δε κλισαρισμένο «Πω πω (μαλάκα μου) ποστιά (που σου έκανε)!!», συχνά χρησιμοποιούνταν από εφήβους που γούσταραν χαβαλέ καυγά για να αναγκάσει τον δήθεν θιγόμενο να αντιδράσει έντονα μην αφήνοντάς του χώρο να το παίξει άνετος σε μια υποτιθέμενη προσβόλα.

Σχεδόν ξεχασμένη, αναβίωσε τάχιστα και συνέβαλε στο να περπατήσει γοργά ο με προέλευση από το πολυσήμαντο εγγλέζικο «post» ομώνυμος νεολογισμός που σημαίνει την

Β) ανάρτηση σε κάποιο σάη στο νέτι μιας ανακοίνωσης, δήλωσης, εικόνας ή ενός σχολίου, μηνύματος ή βίντεο.

Εξού και τα συχνότατα: «Κοίτα ποστιά που έκανε!!», «Τι ποστιά ήταν αυτή;» και τα σχετικά λογοπαίγνια.

Α1.
Δεν ξέρω αλλά έχω κακό προαίσθημα. Ότι δηλαδή μας την είχαν στημένη. Περίμεναν να χάσει ο λατρεμένος Γκιγιέρμο Όγιος ένα ματς, απ' αυτούς τους περίεργους τους Δε Στρόνγκεστ, για να τον πετάξουν έξω. Από το ψιλοψάξιμο που έκανα αυτή η εντύπωση μου έμεινε. Δηλαδή έγινε ποστιά. Μεγάλη ποστιά. Στα μουλωχτά και στα ύπουλα. Ας ελπίσουμε ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Απλά ψάχνω το πρόγραμμα και δεν βλέπω την χιλιοτραγουδισμένη Μπολιβάρ

Α2.
Να πάρεις Gardena που είναι και καλοί και σε λογικές τιμές. (κάνα 50άρι). Ο φθηνός άμα σπάσει σε κάνα παγετό η από ζέστη-κρύο , θα τα πληρώσεις σε νερά μετά. Όχι ότι η Gardena είναι άριστη, είναι όμως επώνυμη και έχει 2 χρόνια εγγύηση. Και άμα θες να κάνεις και ποστιά αν χαλάσει εκτός εγγύησης, παίρνεις ένα καινούργιο ίδιο και με την νέα απόδειξη μετά από καιρό επιστρέφεις το παλιό! (να μάθουν να έχουν τα ίδια μοντέλα 200 χρόνια)!!!!!! Που; Στο Praktiker!

Β1.
Πέρασε καιρός από την τελευταία ποστιά, είμαι σίγουρος ότι θα ανησυχήσατε. Διακοπές και άλλοι προσωπικοί λόγοι με κράτησαν μακριά σας τόσο καιρό. Αλλά μην αγχώνεστε άλλο! Επιστρέφω δριμύτερος! Όχι τώρα αλλά μες στην βδομάδα θα δείτε (και θα διαβάσετε πολλά)!

Β2.
- Ω ρε πΟστιά που έκανε ο μακαλάκας !
- Έχετε δίκιο συγνώμη. Δε θα ξανασυμβεί!
- Χρήστο, εσύ έκανες τη ποστιά; Τσ τσ τς

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλώ κάποιον, γίνομαι πιεστικός, του πρήζω τ' αρχίδια / τον μπούτσο.

Έλα ρε αυτέ να π'μ', μη μου ζαλίζεις τη μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified