Further tags

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξυπηρετώ κάποιον φίλο/γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Συμβαίνει άλλοτε εντελώς τυχαία και άλλοτε ύστερα από ερώτηση / αναζήτηση του ενδιαφερόμενου. Τις περισσότερες φορές η θεόσταλτη λύση έρχεται όταν ο ταλαίπωρος φίλος μας έχει απελπιστεί να ψάχνει εδώ κι εκεί, και ενώ μας λέει το πόνο του, ξαφνικά του παρουσιάζουμε τη λύση στο πιάτο και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να πληρώσει. Όλα τα λεφτά η έκφραση «παγωτό» του φίλου!

  1. - Άσ'τα μάστρο-Νίκο, έμεινε το αμάξι από σασμάν και το χρειάζομαι. Και ανταλλακτικό δεν υπάρχει πουθενά!
    - Τυχερός είσαι, τράκαρε ο γείτονας και μου έδωσε το αμάξι για παλιοσίδερα! Και το σασμάν είναι άψογο! Τώρα θα σε κάνω μάγκα! και τζαμπέ μάλιστα!

  2. - Πάλι κόλλησε το ρημάδι το πισί... δεν έχει αρκετή ram και ψιλοκολλάει..
    - Πάνω στην ώρα... έλα σπίτι και πάρε μία που έχω μιας και πήρα άλλο. Θα τη κουμπώσουμε σε χρόνο μηδέν πάνω, να σε φτιάξω μάγκα.

(από Vrastaman, 17/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκαζόζα.

Στις 11 να είσαι ντυμένη πλυμένη και να έχεις κάνει μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει ένα δυνητικό ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται, με άλλα λόγια κάτι που θα μπορούσε να συμβεί αλλά δεν συμβαίνει.

  1. Και στο 'πα, να πεις ότι δε στο 'πα;

  2. Και τι πειράζει δηλαδή που θα αργήσουμε 10 λεπτά; Δεν είναι να πεις ότι θα χάσουμε και το αριστούργημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάβα είναι η φύλαξη, το κράτημα από νυχτερινό μαγαζί μιας μισοπιωμένης φιάλης ουίσκι ή άλλου ποτού, ώστε να την πιει η ίδια παρέα όταν ξανάρθει. Παραγγέλνεις δηλαδή το μπουκάλι με σκοπό να το πιεις και εννοείται ότι θα το πληρώσεις ολόκληρο. Για κάποιο λόγο όμως τελικά το τραπέζι σηκώνεται να φύγει ενώ το έχετε φτάσει στη μέση. Αντί να χαλαστείς για τη ζημιά, το μαγαζί θα σου το κρατήσει για την επόμενη φορά.

Εννοείται ότι το μαγαζί είναι πάνω-κάτω «δικό σου», ή έστω πηγαίνεις συχνά, γιατί η όλη συνεννόηση στηρίζεται στα λόγια και στην εμπιστοσύνη.

Επίσης, τεκμαίρεται ότι αφήνεις συνήθως το μπουκάλι στη μέση, το ίδιο και το αναζητάς. Ούτε ο πελάτης, ούτε το μαγαζί θα κάνει κουβέντα για ένα δάχτυλο περισσότερο ή λιγότερο, ως εκεί όμως. Δηλαδή αν σου φέρουν την επόμενη φορά ελαφρώς λιγότερη ποσότητα από όση θυμάσαι να έχει μέσα, το δέχεσαι και τέλος.

Άλλωστε, πιθανώς δεν θα σου φέρουν στ' αλήθεια το ίδιο μπουκάλι (γιατί κάποιος θα το έχει χρησιμοποιήσει), αλλά αυτό που έχουν ανοιχτό εκείνη τη στιγμή, αν είναι μισογεμάτο, ή την κάβα κάποιου άλλου.

Με νομικούς όρους, το κράτημα της κάβας είναι παρακαταθήκη. Βέβαια, το ορθότερο μάλλον είναι να πούμε ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όπως συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη. Στην δεύτερη περίπτωση σιωπηρά συμφωνείς ότι το μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιήσει το μπουκάλι για άλλον πελάτη, αλλά πρέπει να σου φέρει ένα απολύτως αντίστοιχο σε ποσότητα και ποιότητα (ΑΚ 822-830).

Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά: δεν χρησιμοποιώ κάτι και το φυλάω, κρατάω καβάντζα, κρατάω μια σημείωση στο μυαλό μου για αργότερα ή «τη φυλάω» κάποιον (να του κάνω κάτι, συνήθως κακό).

Κάβα είναι η γνωστή λέξη για την αποθήκη ποτών.

  1. Από τον ορισμό του λήμματος βασίλης:

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

  1. Από εδώ:

« [...] Είναι ντροπή να φεύγεις και να μην έχεις αδειάσει το μπουκάλι. [...]» Η κουβέντα ήταν όχι τόσο κυριολεκτική, όσο μεταφορική και τώρα που έφυγε κι ο ίδιος από το τραπέζι, νομίζω ότι κι αυτός δεν το κατέβασε όλο το μπουκάλι που είχε να πιει στον Ολυμπιακό, αλλά άφησε μια κάβα για τον επόμενο θαμώνα.

  1. Από εδώ:

Ευχαριστώ τους πάντες για τις μουσικές προτάσεις. Προτίμησα αυτά τα 2 σύντομα τραγούδια και τα μεγάλα τα κράτησα κάβα για το βιντεάκι που θα του φτιάξω όταν τον ανακυρήξετε MVP του μήνα όπως τον Λίνας και τον Τζός!

  1. Από εδώ:

Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Μαρούσι ότι διάβασε για το άρθρο 26 ότι παραγράφεται σε έναν μήνα. Το κράτησα κάβα... Το τσέκαρα... Όντως το αναφέρουν αρκετοί... Σήμερα όμως το ανέφερε και ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας, για την υπόθεση με τα στημένα...

  1. Από εδώ:

Ξεφύλλισα την ατζέντα μου για να επιβεβαιώσω ότι αυτό το σαββατοκύριακο δεν θα χρειαζόταν να ευχηθώ σε κανέναν «να ζήσει». Το «πάντα άξιος» το κράτησα κάβα για το παιδί που θα κατάφερνε να μου εξασφαλίσει μια ξαπλώστρα και αυτό το σαββατοκύριακο στην παραλία των ρεζερβέ.

  1. Από εδώ:

Ακόμα δεν ήρθε κι άρχισε τις μεγάλες δηλώσεις ο Ζεάν Μακούν. Ο Καμερουνέζος μας ενημέρωσε ότι έχει κρατήσει ...κάβα ένα γκολάκι για τη Μαρσέιγ στην πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό στην Πολεμική Αεροπορία, που σημαίνει επιπλήττω, κατσαδιάζω κ.ο.κ.

Μάλλον προκύπτει από το ότι η ένταση της φωνής του εκάστοτε καραβανά κυμαίνεται σε τόσο υψηλά επίπεδα-βλέπε και ηχορύπανση αεροπλάνων-που μπορεί να σε «απογειώσει» από το έδαφος. Και όπως και στην απογείωση, η ένταση είναι κλιμακούμενα αυξανόμενη.

Ο Γιώργος δεν καθάρισε καλά τα μαγειρεία και τον απογείωσε ο Μοίραρχος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί ένα εγχείρημα να σου φαίνεται περίπου γνωστό και βατό, αλλά αυτό το περίπου είναι αρκετή διαφορά για να τα κάνεις σκατά. Κυριολεκτικά.

Κάτι τέτοιο θέλει να πει ο ποιητής. Κάτι, δηλαδή, σαν την διάκριση που πρέπει να επιδείξεις μήπως και η κατάσταση δε σε παίρνει, διότι τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Ναι, μπορεί να οδηγάς παπάκι αλλά μη μπερδεύεσαι, άλλο πράμα η χιλιάρα. Το νου σου. Θα φας τα μούτρα σου. Θα πας για μαλλί και θα βγεις και κουρεμένος. Ή μάλλον, για να τα συζητάμε, την ήττα την έχεις φάει ήδη.

Έχει μια γαμάτη ομοιότητα με το λήμμα παράξενο πουλί ο βάτραχος, δεν βρίσκετε; Εκτός από το ρυθμό, ότι ο βάτραχος είναι πουλί, όσο ο κώλος είναι μουνί κι έτσι.

Πάνω-κάτω σας τα εξήγησα ωραία, ε; Τουλάχιστον στο μυαλό μου καλά ακούγονταν όσα έγραψα. Βέβαια, άλλο να ξέρεις κάτι ο ίδιος και άλλο να το καταλαβαίνει και ο αναγνώστης σου, αυτό είναι διαφορετικό και πιο ζόρικο. Οπότε καταλήγουμε πάλι στο λήμμα.

  1. Από εδώ:

- από κώλο ;;; καλημέρα
- Γιατί όπως λέει και ο σοφός: δύσκολο μουνί ο κώλος....

  1. Από την ταινία «Οξυγόνο» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα (2003) - η σκηνή αφορά την ρητή διατύπωση ενός εκβιασμού προς κρυφοομοφιλόφιλο (εδώ, σελ. 52). Σημειώνω ότι ο μεταφραστής στα αγγλικά (βλ. βίντεο) προτίμησε να το αποδώσει ως «give it in the ass, take it in the ass», δηλαδή σαν «δίκαιη τιμωρία για τις παγαποντιές σου»:

- Και που να τα βρω εξήντα εκατομμύρια ρε κωλόπαιδο;
- Εμ Γιώργο μου είναι δύσκολο μουνί ο κώλος. Εγώ σε ένα μήνα το πολύ τα θέλω. Άντε γεια σου. Φιλάκια.

  1. Από εδώ μια παραλλαγή:

«ΣΦΙΧΤΟ ΜΟΥΝΙ Ο ΚΩΛΟΣ»

Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας, "Οξυγόνο" (2003). Στο 1:10:40. (από patsis, 11/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified