Further tags

  1. Όταν περιμένουμε μια εκδούλευση από κάποιον , κάποια εξυπηρέτηση, με το αζημίωτο βέβαια, και ο τύπος που πρέπει να ανταποκριθεί κάνει τσιριτσάντζουλες.

    1. Η Μαρία όταν είσαι μαζί της στο μπαρ, είναι όλο υποσχέσεις για ένα αχαλίνωτο πήδουλα, η οποία μετά όταν την πας στο σπίτι, για την πραγμάτωση, λέει δήθεν ότι δε μπορεί, το κεφάλι της πονεί κτλ.

(Σάκης, μπαίνοντας φουριόζος και με ανυπομονησία σε μαγαζί με hi tech κινητά - έχει παραγγείλει το S III, το super κινητό) - Τι κάνεις, όλα καλά;
(Πάνος, κοιτώντας τον αδιάφορα, έτσι για να κάνει πλάκα, ότι δήθεν το κινητό δεν ήρθε) - Ε, καλά. (Σάκης, πονηρούλης και ατακαδόρος)
- Τι με κοιτάς και απορείς αφού το ξέρω ότι μπορείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον κόσμο του παιχνιδιού Counter Strike, «φοράω» σημαίνει χρησιμοποιώ προγραμματάκια, addons κλπ για να cheatάρω, να «κλέβω» δηλαδή στο παιχνίδι.

Τα προγραμματάκια συνήθως είναι wallhack (επεμβαίνουν στους οδηγούς της κάρτας γραφικών ώστε να μπορείς να δεις πίσω από τοίχους), aimbot (βοηθάει να βρίσκεις το στόχο σου με το όπλο, ακόμα κι αν βαράς στο γάμο του Καραγκιόζη) και άλλα εκνευριστικά.

Το «φοράω» σημαίνει δηλαδή «φέρω», ενν. cheats.

- Ρε γαμημένε noobShot, άμα φοράς θα φας ένα ban για 999 χρόνια που θα είναι όλο δικό σου, κωλόζωο.
- Βούλωνε καμπέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μαλάκας Της Υπόθεσης. Απλά και ξεκάθαρα.

Σε κάθε κωλοκατάσταση κάποιος είναι ο φταίχτης και κάποιος την πληρώνει... Αν τα παραπάνω δεν συμπίπτουν στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, τότε ο δεύτερος μπορεί να χαρακτηριστεί ως: ΟΜΤΥ.

- Άσε μαν, τι έπαθε ο Γιάννης...
- Τι ρε;
- Ε... ήθελε να κάνει δώρο στη γκόμενά του ένα ταξίδι στο Παρίσι και όχι μόνο πήρε εισιτήρια και έκλεισε και 5άστερο hotel, αλλά η κάργια τον χώρισε δυό μέρες μετά και πήγε με αυτόν που τον κεράτωνε για κανα μήνα...
- Ωωω ρε φίιιιλεεε.. πόσο ΟΜΤΥ πρέπει να νιώθει τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συρμπούκια είναι το γέμισμα, το τιγκάρισμα θα λέγαμε στην αργκό, η υπερπλήρωση π.χ. σε ένα μεταφορικό μέσο (λεωφορείο κλπ), καμιά σχέση με τα σιμπούκια. Από το surbooking.

Μεσ' το λεωφορείο γίνεται το αδιαχώρητο.
- Πω ρε μαλάκα μου, τι έγινε τώρα; Τι συρμπούκια είναι αυτά...
- Ναι ρε γαμώ, ωωω... κοίτα ο εφα-ψίας ρε... όρε γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον δενδρόβιο δηλητηριώδη βάτραχο νταλάκι (βλ. φώτο), ο οποίος ζει στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι σπάνιο φαινόμενο να τον καταπιεί κατά λάθος μία αγελάδα κατά την βόσκηση χόρτων, επειδή ζει επάνω στα δέντρα. Αλλά όταν αυτό συμβεί δηλητηριάζεται, πρήζεται ολόκληρη και επέρχεται ο θάνατος.

Γενικότερα σημαίνει το υπερβολικό πρήξιμο στην κοιλιά.

Ω, ρε φούστη μου, έφαγα ένα κατσίκι μόνος μου, ήπια και μια κάσα μπύρες, νταλάκιασα μιλάμε...

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προχωρημένο, το προχώ, η μπροστινιά, αυτό που δεν είναι ξεπέ.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Στις επερχόμενες εκλογές προτίθεμαι να στηρίξω τον κύριο… Τζήμερο. Μιας που είναι hip και λέει “sorry” και λέει τα ίδια που λένε οι σόφρωνες, αλλά πιο μοδάτα και αν μπει στη Βουλή, μπορεί να τους φλομώσει στην προχωρημενιά, αλλά θα στηρίξει κυβέρνηση, για να μπορεί να πέσει για ύπνο, ξελαφρωμένος κι ο Μανόλης ο Καψής. (Εδώ).

  2. Και σκηνές εξωγήινου ναυαγίου, ενδεικτικές ως προς τη συγχυσμένη μελοδραματική προχωρημενιά των δημιουργών, όπως αυτή του βιασμού του Προμηθέα Αλειφερόπουλου σε ένα περίεργο gay, straight, lesbian club 'διαστημόπλοιο' (Εδώ).

  3. Εδώ, πέρα από την καθησυχαστική, υπόλευκη απόχρωση των επίπλων, τα φωτιστικά με τα κουταλοπίρουνα, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες με παιδάκια και τα μαγειρικά σκεύη στους τοίχους που θα μπορούσε να είναι μια ακόμη κλισέ -δήθεν προχωρημενιά- διακοσμητική επιλογή για μοντέρνο οινομαγειρείο τύπου Γαρύφαλλο (στ' αυτί), η ουσία είναι αλλού. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται περί της κλασσικής γραψαρχιδιάσεως, σχετικώς με τα γύρω τεκταινόμενα ή άρτι λεχθέντα.

Είναι ο εξόχως ευγενής τρόπος για να επισημάνεις άπαξ και δια παντός πως το θέμα δεν σε αφορά και να μην συνεχίσουν να σε σκοτίζουν.

Άλφον:
- Ρε συ, ο Μηνάς άλλαξε λάστιχα στο κάμπριο και πάει σφαίρα!
- Τι λε ρε.. Την είχα μια αρχιδοκρέμαση και δεν ήξερα πού οφείλετο...

Βήτον:
- Ο Γιώργος λέει θα φύγει εξωτερικό για μεταπτυχιακό...
- ...
- Τι λες κι΄εσύ;
- Μου κάνει κάπως μια αρχιδοκρέμαση, αλλά ο χρόνος θα τα γιατρέψει όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified