Further tags

Περιγράφει αποκλειστικά την καφετί σκιά (αχνή έως χαρακτηριστικά έντονη) που σχηματίζεται σε λευκό ή ανοιχτού χρώματος εσώρουχο, έπειτα από εκτόνωση των συσσωρευμένων στο κώλο αερίων.

(ακούγεται χαρακτηριστικά βροντερός - και ίσως λιγάκι υγρός - ήχος κλανιάς)

Υπόλοιποι παρόντες: - 'ντε γαμήσου βρωμόκωλε.
Κλασιματίας: - Ελπίζω να μη μούφυγε καμιά φιγούρα.

Φιγούρα του Τορίνο (από Vrastaman, 27/01/11)(από Τσακ εις την μέσην, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι ανάξιος να είναι με τριφασικό κορμί, και είναι σαφές ότι η γκόμενα του ρίχνει. Τότε, λ.χ. όταν την βγάζει σεργιάνι και την επιδεικνύει, λόγω της ασυμμετρίας, είναι σαν να το τραβάει το κορμί, που δεν θέλει, ή έστω σαν να το ταλαιπωρεί. Κρίμα κι άδικο!

Είναι κρίμα ο μπαμπάς σου να τραβά τέτοιο κορμί.
(Στίχος Ημισκουμπρίωνε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολη ρίμα τ. χέρι- μαχαίρι, ως καημός για το ότι δεν έχουμε εμείς (που το αξίζουμε) κάποιο τριφασικό μουνί, αλλά το τραβάει κάποιος άλλος το κορμί, ο οποίος διαθέτει και το μαχαίρι = φαλλικό σύμβολο. Τέτοιοι καημοί έχουν ως επωδό την ελπήδα ότι θα γυρίσει ο τροχός. Κυκλοφορεί και στην λογοκριμένη εκδοχή: Τα κορμιά και τα μαχαίρια.

Στο Δ.Π. υπό Beth.

- Καλά, πού το τραβάει το θεόμουνο ο μπούλης!
- Ας μην είχε τα λεφτά του μπαμπά και σού 'λεγα εγώ...

(από Khan, 26/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του σταρχιδισμός.

Παράγωγο: στομπουτσιστής.

Συνώνυμο: της ψωλής μας ο χαβάς.

Αγαπημένες ατάκες: ζμπότσομ, ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπούτσαμ.

  1. Το στομπουτσιστής / στομπουτσισμός με αρέσει περισσότερο (και το χρησιμοποιεί και ο Χοτζ).
    (σχόλιο αλίβε για το ζεμανφουτίδης)

  2. Καλό παιδί, δε λέω, αλλά με πεθαίνει αυτός ο στομπουτσισμός του, ο κόσμος χάνεται και δεν του καίγεται καρφάκι του μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνή χρήση ως μέρος δήλωσης περί παρελθόντων χρόνων με τη μορφή ξεράθηκα.

  1. Ξεραίνομαι - από τη δίψα. Το προφανές: στέγνωσε το στόμα μου, το νιώθω ξερό κι αν πιστέψουμε τους επιστήμονες, όταν διψάσουμε σημαίνει ότι ήδη έχουμε αφυδατωθεί, έχει αρχίσει η συρρίκνωση των κυττάρων που σταδιακά ξεραίνονται (λέμε τώρα). Παρ. 1.

  2. Ξεραίνομαι - μένω ακίνητος σαν ξερό κούτσουρο ένα πράμα, δεν παίρνω ούτε ανάσα. Θεωρητικά οι λόγοι μπορεί να είναι πάρα πολλοί (βλ. κυριότερους παρακάτω), αλλά δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει «ξεράθηκα από ηδονή» πχ, κι ας είναι ο τέλειος οργασμός μια φάση που πραγματικά μπορεί να σε αφήσει σέκο.

  • Ξεραίνομαι στον ύπνο (Παρ. 2 ολόκληρο - ή Παρ. 3 σκέτο, με τον ύπνο να εννοείται).
  • Ξεραίνομαι στο γέλιο (λεξικογραφημένον για ακατάσχετα γέλια: Έσκασα / πέθανα / ξεκαρδίστηκα / λύθηκα / ξεράθηκα / τρελάθηκα στα γέλια) - Παρ. 4.
  • Ξεραίνομαι από τον πόνο - Παρ. 5. Ο πόνος ήταν τόσο απότομος και δριμύς που με άφησε χωρίς ανάσα, κόκαλο.

    1. Εκτός από παράγωγο του ξερός έχουμε και σε παράγωγο του ξέρω: ξεραίνομαι. Ξεραινόμαστε - γνωριζόμαστε με κάποιον από πριν ή από κοντά (προφ χαριτωμενιά).
  1. Παιδικό: Ακούγεται πάλι η ίδια φωνή μέσα από το πηγάδι. Καλαμιά/Φλογέρα: Αχ, τι κρίμα! Ξεράθηκα από τη δίψα. Γιατί να μην έχω πια ούτε λίγο νερό!

  2. Group στο φατσοβιβλίο: Κοιμήθηκα λάσπη και ξύπνησα χώμα.....ξεράθηκα στον ύπνο....!!!!!!!!!!! (Θα έχετε όλοι αναρωτηθεί πώς βγήκε η φράση ξεράθηκα στον ύπνο... Λοιπόν αυτή είναι η μόνη «λογική» εξήγηση).

  3. Νίκη σέις: ...Δεν ξέρω πόσο κράτησε. Θυμάμαι ότι πηδιόμουνα, κοιμόμουνα, ξυπνούσα, έτρωγα και ξανά από την αρχή. Πρέπει να τους πήρα όλους […] Η Εύη […] με το ζόρι με τράβηξε από τον Μουχτάρ αργά την επόμενη και με έβαλε στο αυτοκίνητο για Αθήνα. Ήμουν κυριολεκτικά διαλυμένη […] Είχα κι ένα ηλίθιο χαμόγελο σα μαστουρωμένη.
    -Πού να σε πάω έτσι μωρή; Μπαμ κάνεις ότι έχεις ξεσκιστεί στο πήδημα. Θα μας πάρουν χαμπάρι και θα μας σκοτώσουν και τις δύο, είπε η Έμυ ενώ έβαζε μπροστά το τζιπ της.
    -Δεν πειράζει, είπα και ξεράθηκα μέχρι την Αθήνα...

  4. 50-50(bomber21 αν έβαζε τόνους έπαιζε να ήμουν και εγώ χαχαααχαχ λέμε): Εγω ξεραθηκα στα γελια οταν καθοδηγουσε ο Φιλιππιδης το Χαικαλη μεσω τηλεφωνου και τελικα ο Χαικαλης επεσε πανω του με το αμαξι!! ΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ

  5. Ο καημένος: Έχω πάει για πέρδικα με το grisport και όπως πολύ συχνά συμβαίνει γλυστρώντας ,μου χώθηκε το πόδι ανάμεσα σε 2 βράχους...... ξεράθηκα στον πόνο,είναι αρκετά μαλακό και δεν κάνει για λάθη πάνω στην πέτρα,κατά τα άλλα ελαφρύ και ξεκούραστο [...]

  6. angelthing στο άαααλλο: Δεν ξεραινόμαστε από κοντά ακόμα αλλά ..... οι συστατικές σου από αξιόπιστους μάρτυρες ήτανε

Βγαίνει στο γούγλε "ξεράθηκα στα γέλια". (από Galadriel, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για πτώση κατά μήκος σκαλοπατιών, κυρίως όταν είμαστε στο κατέβασμα.

Συμβαίνει συνήθως από παραπάτημα λόγω βιασύνης, από γλίστρημα, από μπουρδούκλωμα σε αναδιπλωμένο χαλάκι ή ακόμα και λόγω ελαττωματικού σκαλοπατιού.

Ο πιο ήπιος τρόπος να «μετρήσεις» τις σκάλες είναι όταν αυτές είναι πλατιές και ξύλινες ή και έχουν καλά στερεωμένο παχύ χαλί. Ιδιαίτερα επώδυνες είναι οι μαρμάρινες και οι μεταλλικές σκάλες υπηρεσίας (αυτές οι πολύ στριφογυριστές), στις οποίες, στο τελείωμα του «μετρήματος», λόγω του σχεδιασμού τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις δεθεί κόμπος.

Τέλος σχετικά ήπιες είναι και οι σκάλες των πολυκατοικιών που, αν και συνήθως μαρμάρινες, έχεις δυνατότητα να σταματήσεις στο πλατύσκαλο, ενώ αν και χαρκορίλα, στην πτώση από φορητή αλουμινένια σκάλα εργασίας, δεν χρησιμοποιείται τόσο η παρούσα έκφραση.

(αληθινός διάλογος)
- Ρε φίλε! Τι μελανιές είν' αυτές;!
- Φαίνονται;
- Αν φαίνονται; είσαι μπλε σαν στρουμφάκι! Τι έγινε;
- Ε, να, χτύπησε το τηλέφωνο και βγήκα απ' το μπάνιο γυμνός και με τις σαπουνάδες, φόρεσα τις σαγιονάρες, και όπως κατέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες τις μέτρησα κανονικά!
- Και;
- Τι και;
- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστεία είναι αφηρημένο ουσιαστικό, που φτιάχτηκε μάλλον κατ' αναλογία προς την πορνεία. Ο Μπάμπης φυσικά δεν το έχει ενώ το γουγλ δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα. Εντούτοις διαβεβαιώ τους λίγους που τυχόν δεν την έχουν υπόψη τους πως δεν αποτελεί δικό μου κατασκεύασμα.

Δεν ταυτίζεται με την πουστιά, που κατέληξε να σημαίνει κυρίως πράξη προδοτική και ειδεχθή. Πράξη στην οποία, υπό Κ.Σ., μόνο μια τελειωμένη λούγκρα θα μπορούσε να προβεί, και ποτέ ένα ωθέντικ αρσενικό που φοράει παντελόνια.

Η πουστεία έχει πολύ πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Είναι η κατάσταση του να είναι κάποιος πούστης / γκέϊ / αδερφή / λούγκρα. Ειδικότερα, κατ' αναλογία προς την πορνεία, η πουστεία νοείται ως οιονεί επαγγελματική δραστηριότητα, ένα μέσο βιοπορισμού για κίναιδους.

Η αρχαιόπρεπη κατάληξη -εία προσδίδει μια ψιλοεπισημότητα στο λόγο, ο οποίος έτσι καταφέρνει ενίοτε να γίνει πολύ πιο δηκτικός απ' όταν μεταχειρίζεται καθαρόαιμες αγοραίες εκφράσεις. Κλασικό παράδειγμα είναι ο ευφημισμός τιμημένο, που υπο προϋποθέσεις μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη αίσθηση απο το χιλιοειπωμένο γαμημένο.

Ο όρος πουστεία χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε πλαίσια γενικολογίας, δίχως να εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

- Η κοινωνία πάει κατά διαόλου, δε βλέπεις πως εξαπλώνεται η πουστεία στους νέους;

- Η πουστεία, τα ναρκωτικά, η σαπίλα του πολιτικού συστήματος, ο σταρχιδισμός, αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας.

Κανείς βέβαια δεν σου απαγορεύει να πεις π.χ.

- πάει ο μαλάκας ο Θόδωρας, έπεσε κι αυτός στην πουστεία...

Αλλά, είπαμε, δεν είναι αυτή η κύρια χρήση της.

- Μερικοί λένε πως ο Πέτρος Κωστόπουλας είναι ο αρχιερέας της πουστείας εν Ελλάδι, αυτός που την απενοχοποίησε μέσα απ' τα περιοδικά του.

(από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτώση που προκαλεί η έλλειψη ισορροπίας μεθυσμένου.

Η Ελένη είπε: Σε ευχαριστώ που με υποστήριξες χθες όταν έπεφτα. Χάμω. Χαμόβερ.

(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified