Further tags

Μου τελειώνει ο παράς, εξαντλούμαι οικονομικά. Πολύ κοντά στα: «Μένω ρέστος», «μένω χωρίς μία», «μένω στον άσσο», «μένω δίχως σάλιο», «ξετινάχτηκα» κλπ. Όμως δεν φτάνω στο σημείο να χρωστάω.

Το «με ξεπαράδιασαν» υπονοεί μερικές φορές το «μ' έπιασαν κορόιδο», ενώ άλλες πως προέκυψαν πρόσθετα έξοδα που δεν είχα υπολογίσει και δεν μπόρεσα ν' αποφύγω.

- Αυτό το τσαρδί με ξεπαράδιασε.
- Δεν έχεις ανάγκη εσύ, σου χρωστάει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαβούρα από το τουρκικό savurmak είναι η παρέκκλιση από πορεία και πτώση. Διασώζεται σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας κατ' επίδραση από τα τουρκικά. Είναι εξάλλου, διαδεδομένες οι εκφράσεις τρώω σαβούρα, σαβουριάζομαι. Βλ. και σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα.

Αντιθέτως, σαβούρα από το ιταλικό zavorra, κατά τον Μπάμπη δε εντέλει από το λατινικό saburra είναι το έρμα των πλοίων. Από εδώ βγαίνουν οι σημασίες του ευτελούς αντικειμένου κακής ποιότητας, που χρησιμεύει μόνο στο να καταλαμβάνει όγκο και να έχει μάζα, οπότε κατ' επέκταση η γκόμενα μπάζο, το κακό φαγητό, η άχρηστη συσσώρευση (βλ. άλλους ορισμούς).

Επομένως, μάλλον πρόκειται για διαφορετικής προέλευσης ομόηχες λέξεις, χωρίς όμως να αποκλείεται η αλληλεπίδρασή τους, όπως συμβαίνει σε πλείστες όσες περιπτώσεις (πα)παρετυμολογιών ή διαφορετικών ετυμολογιών ομόηχων λέξεων.

Πάσα: ΜΧΣ, Χότζας.

Υπάρχει κάτι το οποίο να μπορεί να ενόνετε το παντελόνι με το μπουφάν ώστε να μην γεμίζει το μπουφάν απο μέσα με χιόνι όταν τρόω σαβούρα; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα γνωστότατα ξάπλα + Αρντάν.

Ο υπερθετικός της κατάστασης στην οποία θέλει να βρεθεί κάθε ευσυνείδητος φαντάρος και βρίσκονται πλείστοι ασυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η πλήρης χαύνωση. Η νιρβάνα. Το ζεν. Η μαστούρα σε οριζοντιωμένη στάση.

- Τι νομίζει ότι κάνει έτσι ξαπλαρντάν;
- Κοιλιακούς.
- Μα καλά ρε μαλάκα, στην Πύλη;
- Μη το ψάχνεις: τσάτσαρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με όλα τα κομφόρ, αντζελιστί.

Ως λολοπαίγνιο, σερβίρεται κυρίως από αστειάτορες συνοδεία γαργαλιέρας.

Πάσα: Perkins.

- Ναι ναι και με όλα τα Ροκφόρ
(σχόλιο Perky, εδώ)

- σε ακριτικά νησιά δεν πάω επειδή δεν έχουν όλα τα ροκφόρ, θέλω τις ανέσεις μου!
(εκεί)

- Στας εξοχάς και ολα τα ροκφόρ..Θαλασσίτσα, τραγουδάκι, υψηλον φρόνημα, Περπατησιά αγέρωχη εις τας ερημικάς λεοφώρους των κοσμοπολίτικων νησιών...εεε Μακρονησος, Αι Σράτης..εεεε!
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην έντονη αίσθηση του κρύου το οποίο δύναται να είναι βαθύ και τσουχτερό και ενίοτε να συνοδεύεται με ελαφρό (ή και δυνατότερο, κατά περίπτωση) αεράκι.

Το αποτέλεσμα είναι η αίσθηση έντονου μουδιάσματος στο εκτεθειμένο δέρμα, που συνήθως βρίσκεται στην περιοχή του κεφαλιού, και έχει ως επακόλουθο βουρκωμένα μάτια, μύτη κόκκινη, ρουθούνια υγρά, χείλη ξερά και αυτιά να τσούζουνε.

Επίσης, συμβαίνει συνήθως τα χέρια να είναι βαθιά μέσα στις τσέπες του παντελονιού ή σταυρωμένα κάτω από τις μασχάλες, οι ώμοι να είναι σηκωμένοι και τα βήματα να είναι μικρά, βιαστικά και να γίνονται με την κίνηση των ποδιών από τα γόνατα και κάτω ενώ μπροστά μας βλέπουμε τα χνότα μας.

Συνώνυμα: δάγκωσα τ' αρχίδια μου, γίνομαι αρχαίος, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, πουτσόκρυο, τσάφι, ψωλόκρυο κ.α..

- Δε ξέρω, άλλα αυτό το κρύο μου θυμίζει πρελούδιο του Σοπέν.
- Γουάου, γουστάρω Σον Πεν! Και γαμώ τις ηθοποιάρες, ναούμ'!
- Σοπέν είπα, αλλά ας μη το συζητήσουμε μέσα σε αυτό το κρύο.
- Γάμισέτα! Ξυρίζει! Μπρρρρρ!

κατακάβλωσα (από anchelito, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.

Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.

Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρπάζω κάτι που προσφέρθηκε σε πολλούς για δική μου άμεση χρήση χωρίς να υπολογίζω μία. Διαφέρει από το καβατζώνω που ενέχει την έννοια της μετέπειτα χρήσης. Για φαγητό είναι πολύ κοντά στο χλαπακώνω / χλαπακιάζω.

- Τι σκατά μασάω γαμώ το καντήλι σου;
- Ωχχ!! Ανάθεμα!! Κοίτα ψυχή μου. Έφερε χθες τρία η μαμά , κατζάκωσε ο μικρός τα δυο μικρά στο πιτς φιτίλιι κι...
- ...έμεινε για μένα το τρίτο το μακρύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος /-α που έχει γεμίσει με πολλές τρύπες.

Μερικές υποπεριπτώσεις:

  1. Κάποιος που έχει φάει πάρα πολλές σφαίρες. Λέγεται σαν γκανγκστερική απειλή: «Θα σε κάνω σουρωτήρι». Σε μη πραγματικές συνθήκες χρησιμοποιείται και από gamers. Βλ. και θα σε γεμίσω κουμπότρυπες, ράβω.

  2. Κάποιος που έχει κάνει πολλά piercing. Υπάρχει και η έκφραση γκόμενα- σουρωτήρι.

  3. Στα ομαδικά αθλήματα (ιδίως ποδόσφαιρο και μπάσκετ) μια διάτρητη άμυνα ή το τέρμα του τερματοφύλακα, ή συνεκδοχικώς, ο τερματοφύλακας.

  4. Παρ' όλο που δεν στέκει ακριβώς (πολλές τρύπες), σουρωτήρι χαρακτηρίζεται ενίοτε και ο πολυγαμημένος κώλος, ιδίως σε υβριστικές απειλές τ. «θα σου κάνω τον κώλο σουρωτήρι».

  5. Θεσμοί, διαδικασίες που είναι διάτρητοι ως μη έδει. Λ.χ. νομοθεσία, σύνορα, σφράγιση θεμάτων σε εξετάσεις κ.τ.ό.

  1. Ίσως το καταλάβουν μόνο αν τους απειλείσεις ότι θα τους κάνεις σουρωτήρι έτσι και ξαναπεράσουν τα σύνορα παράνομα (εδώ)

  2. δυστηχως δεν με συγκινει καθολου η ιδεα πλεον να κρυβομαι πισω απο αντικειμενα προκειμενου να φαω καποιον αθορυβα, προτιμω να ερχομαι face 2 face και να τον κανω σουρωτηρι αδιαφορωντας αν θα χτυπησει συναγερμος (εδώ)

  3. Γυναίκα- σουρωτήρι: Η Elaine Davidson μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες γιατί έχει επάνω της 6.005 σκουλαρίκια από τα οποία τα 1500 είναι βαλμένα σε εσωτερικές κοιλότητες!
    (εδώ).

  4. Το αποτέλεσμα είναι οτι από το 70' και μετά παρουσιάσαμε μια μεσαία γραμμή Ελβετικό τυρί και μια άμυνα σουρωτήρι που έμπαζαν από παντού (εδώ).

  5. ΟΣΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΑΝ ΚΑΥΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΣΟ ΤΑ ΠΕΡΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΚΡΑΝΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥΡΩΤΗΡΙ (εδώ)

  6. Ελλήνων αφύπνιση. Σουρωτήρι η νομοθεσία από τον κάθε επιτήδειο (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified