Further tags

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά τα χρόνια στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι γονείς άξιζαν μεγάλο σεβασμό, προστασία, φροντίδα και προδέρμ - σαν σήμερα ένα πράγμα...

Όταν έπεφταν οι μεγάλες πείνες, λοιμοί, κτλ, τα τέκνα μπορεί να πέθαιναν από την πείνα, αλλά οπωσδήποτε θα έβρισκαν φαγητό για τους γονείς τους!

Άρα η έκφραση «Πείνα και των γονέων» εκφράζει την χειρότερη πείνα που μπορεί να παρατηρηθεί - μέχρι και οι γονείς δεν τρώνε!

1
- Έχω να φάω δυο μέρες!
- Και εγώ τρεις! Άσε, πείνα και των γονέων...

  1. - Και ενώ δεν είχα όρεξη, με το που είδα τη μπριζόλα την καταβρόχθισα σε 5 λεπτά... Πείνα και των γονέων!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορικό ερώτημα για ασυνήθιστη μάζωξη ανθρώπων σε ένα χώρο.

Είναι πολλές φορές που βλέπεις πολύ κόσμο σε μέρη που δεν έχει νόημα να έχει τέτοια προσέλευση (πουχου μέσα και έξω από ένα κρεοπωλείο χωρίς να πλησιάζει Πάσχα όπως είδα τις προάλλες), που πραγματικά αναρωτιέσαι αν μοιράζουν λεφτά και είναι όλοι μαζεμένοι εκεί.

Λέγεται επίσης και για openings clubs/εστιατορίων κ.α. για να δηλώσει υπερβολικά μεγάλη προσέλευση.

- Χτες πήγα στο opening του «Ακρωτήρι».
- Άντε ρε. τι έλεγε καλό;
- Μαλάκα μοιράζανε λεφτά. Άπειρος κόσμος και φούλ νιμού ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τη λαϊκή ρήση: «Αν δε μπαζώσεις δε χτίζεις», αναφερόμενη στην διαδικασία αυτή, όπου ο χτίζων-αρσενικό ρίχνει τα στάνταρτ του στις επιλογές τος απέναντι στο γυναικείο φύλο, δηλαδή βάζει μόνο χείριστης ποιότητας νιαμού.

Η έκφραση αποδίδεται στη προκειμένη περίπτωση όπου, όπως συνεπάγεται μετά το μπάζωμα μιας οικοδομής, ο χτίζων ανεβάζει όροφο, έτσι και ο άντρας-ντόπερμαν βελτιώνει τη ποιότητα του γυναικείου θηράματος.

- Τι θα γίνει ρε Αλέξη μία με τη Μαρία το μπάζο μια με τη Κατερίνα το σλοθ σε βλέπω να παίζεις, δε βαρέθηκες με τα τρίμπαζα πια;
- Το ξέρω ρε, τι να κάνω, αυτές έχω τώρα για ανακύκλωση.
- Ε άντε ρε μαλάκα, τόσα χρόνια και δεν έχεις ανεβάσει όροφο, όλο στα μπάζα μένεις...
- Τώρα σε ένα μήνα ανεβάζω όροφο, κατεβαίνει ένα νιμού από Αγγλία που γνώρισα στο chat..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιροσλάνγκ αναφερόμενο στο διάσημο κολπάκι - «εφέ» του αστέρος της μπάλας ο οποίος προσπαθεί να την διατηρήσει στον αέρα χωρίς αυτή να «σκάσει» στο έδαφος, με επαναλαμβανόμενες κρούσεις - «γκελ», με το πόδι, το κεφάλι, τους ώμους και όποιο άλλο μέλος του σώματος πλην των χεριών...

Έτσι, εκ παραφθοράς του λόγου και δεδομένης της παρομοιάζουσας με την πτήση των αγγέλων πορείας της μπάλας, από τα «γκελάκια» προκύπτουν τα «αγγελάκια»....

Σημειούται ότι, όπως λέει και ένας αστικός μύθος, ο μεγάλος αστήρ Ρονάλντο (του οποίου το ταλέντο, δυστυχώς δεν απολαύσαμε όσο θα θέλαμε, ένεκα πρόωρων τραυματισμών του) ξεκίνησε τα πρώτα του μεροκάματα ως φτωχός πιτσιρικάς, κάνοντας πολύωρα και αξιοθαύμαστα αγγελάκια στις παραλίες Ιπανέμα κλπ.

Κόουτς του ερασιτεχνικού: «Άσε τα αγγελάκια, ρε κωλόπαιδο και βάλε τη μπάλα κάτω να βγάλεις καμιά πάσα! Δε σε πήραμε για να μας ζαλίζεις!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, από το' να μπαίνει κι από τ' άλλο βγαίνει. Φράση αγανάκτησης, που την λέμε όταν τα λόγια μας πάνε εις μάτην. Συχνά απαντάται και σαν ''μπενάκης-βγενάκης'', λόγω προφανούς ηχητικής ομοιότητας του πρώτου μέρους της φράσης με το γνωστό επώνυμο. Ίσως δε αυτή να ήταν και η αφορμή για την προέλευσή της.

Συνώνυμα: Φωνή βοώντος.

Σου λέω μάλλιασε η γλώσσα μου.... Χαμπάρι ο κύριος, μπαινάκης-βγαινάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου: να γέρνει την μηχανή του στα στροφιλίκια έτσι ώστε να ξύνει γόνατο στην άσφαλτο, όπως κάνουν οι επαγγελματίες σε αγώνες μοτό.

- Είμαι καβάλα σε ss, είμαι χεράς, είμαι γαμάτος, ξύνω γόνατο, ξύνω και τ'αρχίδια μου ξύνοντας γόνατο...
(εδώ)

- Απο αυτα που εχω δει και ακουσει εβγαζα σωμα για να ξυσω και γω επιτελους το πολυποθητο γονατο στην ασφαλτο, αντι αυτου εξυνα συνεχεια τις γλυστρες απο τις μποτες μου. Να σημειωσω οτι στο μαρσπιε παταω με το κουτουπιε και τα λαστιχα μου τερματισαν (μπρος-πισω). ΓΙΑΤΙ δεν εξυνα γονατο σαν το rossi τοτε; (κλαψ)
(εκεί)

- Ένα τυπικό χαρακτηριστικό σε όλα τα KTM είναι η ευκολία αλλαγής κατεύθυνσης και η ελαφριά αίσθηση είτε πηγαίνεις όρθιος είτε ξύνεις γόνατα και μπότες.
(παραπέρα)

Δες και ξύνω αυτιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση που αναφέρεται κατ' αποκλειστικότηταν εις τους πρεσβύωπας μεσήλικας, οι οποίοι είθισται να χρησιμοποιούν τ' αρχίδια τους ως αναλόγιο και το τουτού τους ως σελιδοδείκτη.

Η κατάσταση αυτή είναι δηλωτική του επικείμενου παροπλισμού, τόσο ψυχικού, όσο και σωματικού του μεσήλικος ανδρός, ο οποίος από εδώ και στο εξής θα δύναται να συνουσιασθεί μόνο δια των οφθαλμών, λόγω ανυπέρβλητων λειτουργικών προβλημάτων.

- Ρε τι έπαθε ο Μήτσος και έχει το τελευταίο καιρό νεύρα;
- Τίποτα ρε, απλά όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια γαμάει με τα μάτια.
- Αα κατάλαβα, ξεκίνησαν τα γνωστά προβλήματα της πρεσβυωπίας.
- Ακριβώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή και μη εξαιρετέα φράση στους γρήγορους της ασφάλτου. Άλλωστε όλοι μας λίγο-πολύ ή το έχουμε κάνει ή μας το έχουν κάνει στον δρόμο. Δηλαδή το «παίξιμο» των προβολέων του αυτοκινήτου μας για να κάνουμε σινιάλο στο έμπροσθεν όχημα να παραμερίσει να περάσουμε διότι βιαζόμαστε ή είμαστε πολύ γρήγοροι και το τουμπανίδι μας δεν κρατιέται. Η έκφραση λοιπόν αυτή περνά αυτούσια στη διαδικασία όπου το «θύμα» βρίσκεται σε κατάσταση αλλαγής 16.000.000 χρωμάτων σε 8 megapixel ανάλυση, λόγω κοψίματος ή απλού «Σιμάο». Εκεί ακριβώς όπου το σκατό έχει «σκάσει μύτη» από τον σφιγκτήρα (ξεκεφάλωσε) και έχει ίσα ίσα ακουμπήσει σώβρακο. Εκεί που τα δευτερόλεπτα είναι αιώνες και μια λάθος κίνηση φέρνει την εξομοίωση του Περλ Χάρμπορ ανάμεσα στα σκέλια. Εκεί λοιπόν είναι που το σκατό «μας παίζει φώτα» και πρέπει να προσπεράσει από και καθημερινό.

- Ωχ!!! Φίλε.... Σιμάο!!!
- Έλα ρε σύ!!! Τώρα βρήκες; Κρατήσου λίγο...
- Δεν μπορώ! Μου παίζει φώτα!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινή καθ' υπερβολήν εκδοχή του «για σφαλιάρες».

- Δεν το πιστεύω ρε γαμώ την πανακόλα μου γαμώ, γαμώ το κέρατό μου γαμώ, την καταδίκη μου μέσα γαμώ...
- Τι σου πάνε ρε μαλάκα...
- Ίσως λέει χρειαστεί να μου το ξανασπάσουν...
- Καλά, αυτοί στην ορθοπεδική είναι για βατραχοπεδιλιές... - Βρε μαλάκα, γιατί δε μου το λεγες κι εσύ βρε μη σε γαμήσω κι εσένα... - Εδώ είσαι λάθος φιλαράκι...

πινγκουινοσφαλιάρες! (από MXΣ, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified