Further tags

Κανονικά είναι όρος της μαγειρικής (όχι αυτής εδώ της μαγειρικής, για όνομα), σλανγκιστί όμως ισοδυναμεί με το κάνω / καπνίζω ένα τσιγάρο.

— Νομίζω ήρθε η ώρα να πά να τσιγαρίσουμε μετά απο τόσο πήξιμο.
— Ε ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στοά, εκ του gallery που λένε και οι Αγγλοσαξόνοι.

Ο όρος χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια για τις στοές των ορυχείων.

Σλανγκιστί όμως, λέγεται μόνο για τα τελευταία εννέα καθίσματα των λεωφορείων των κτελ, και γενικότερα για τις τελευταίες θέσεις παντός είδους λεωφορείων και τρόλεϋ.

Το συγκεκριμένο τμήμα των οχημάτων αυτών είναι περιζήτητο σε νέους, ειδικά σε πενταήμερες (κι όχι πενθήμερες) λυκειακές εκδρομές καθώς εκεί γίνεται ο χαβαλές, πέφτει το φάσωμα και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά.

Τα παλιότερα χρόνια επίσης, που υπήρχαν τα λεωφορεία με τα ανοιγόμενα παράθυρα, στη γαλαρία επιζητούσαν να κάθονται οι «άρρωστοι»καπνιστές, επιβάτες των ΚΤΕΛ πανελλαδικά, έτσι ώστε να λάθουν της μύτης του οδηγού ή αυτής των ρουφ συνεπιβατών τους.

Θα πα' να κάτσω γαλαρία με τους μαλάκες για τη φάση και όλο και κάνα μωρό θα ξεστρατίσει προς τα πίσω. Θα φάμε καλά αργοτερότερα.

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)(από Vrastaman, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.

Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.

- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη εκδοχή της εκφράσεως διαφοροποιείται από το έλα κούτσα κούτσα και πιάσε μου την πούτσα καθώς παραπέμπει στην Σισύφεια ματαιότητα.

Η ειδοποιός διαφορά είναι το «κλάσε» (χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα) από το «πιάσε» (που παραπέμπει σε φραπέδες κιέτσ'). Αναλύοντας τα επί μέρους:

  • Έλα: αποτελεί πρόκληση σε αγώνα ή αναμέτρηση.
  • …κούτσα - κούτσα: για να αντιπαρατεθεί, ο αποδέκτης της πρόκλησης θα ταλαιπωρηθεί είτε από αντικειμενικές δυσκολίες ή από δικά του μειονεκτήματα.
  • …και κλάσε μας τη μπούτσα: Ο εκστομίσας την φράση δεν έχει λόγο ανησυχίας λόγω των γνωστών περιορισμών του προκληθέντος. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ταυτόσημη σημασία έχουν οι φράσεις: θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, κλάσε μας τα αρχίδια, στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο, κουτουλού.

Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.

.#
@gatti201 ΕΛΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ. ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΝΙCΚΝΑΜΕ;!!! AKOY GATTI... HAHAHAHAH!!! (σχόλια από το συσιφόνι)

(από perkins, 07/06/10)κουτσα κούτσα αλλά με όπλο (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.

Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.

Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.

- Θα πιούμε άλλο ένα υποβρύχιο;
- Όχι. Έχω κάνει καλό κεφάλι ρε νεροχύτη και δεν θέλω να το χαλάσω, να πέσω.

(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση αρχών δεκαετίας του 1990, σύγχρονη του «γάματα με μεγάλα (ή κεφαλαία) γράμματα». Σημαίνει: μη μας ζαλίζεις, παράτα μας, δε με νοιάζει, και τα τοιαύτα.

Το ασυνάρτητο της έκφρασης υποδηλώνει και πόσο αδιάφορο για αυτόν που το ακούει, είναι αυτό που λέγεται. Πλέον δε χρησιμοποιείται από κανέναν.

- Δε μπορώ να θυμηθώ κάτι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει παλιά. Sorry...
- Δε γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα;;;

Βλ. επίσης δεν γαμείς ψηλά καπέλα και ελβιέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρτυ στο οποίο είναι έντονη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, η παρουσία του γυναικείου φύλου.

-Τι έλεγε χθες το πάρτυ της Μαρίας;
-Άστα να πάνε... Φουλ μουν πάρτυ! Όπου και να κοίταζες, βυζί και κώλος...

φουλ μουν (από GATZMAN, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με άλλα λόγια είμαι εντελώς άσχετος.

  1. Δήμητρα: Πώς βρε Γιάννη αποπνέεται αυτός ο ερωτισμός; Δείξε μου...
    Γιάννης: Απ' το ύφος, το στυλ, το βάδισμα, τα πάντα...
    Δήμητρα: Δηλαδή;
    Γιάννης: Έλα να σου δείξω, πάμε... Την τύφλα σου δεν ξέρεις...
    (Απαράδεκτοι, Eπεισόδιο 1: Kάνε μου λιγάκι μμμ.)

  2. - Πάμε για κάνα ποτάκι;
    - Αύριο δίνω μάθημα και δεν πάω πουθενά απόψε.
    - Καλά ρε, είχες δυο εβδομάδες να το διαβάσεις. Τι έκανες;
    - Τι να έκανα; Πηδιόμουνα με το Μαράκι.
    - Κατάλαβα. Δεν ξέρεις την τύφλα σου

Σχετικά: έχω μαύρα μεσάνυχτα, ιγνοράνος, νιάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ρήμα «φασώνομαι». Μπαίνω σε φάση ερωτικών περιπτύξεων.

Ο λόγος που το προσθέτω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό φάσωμα, είναι επειδή αυτό γίνεται μόνο μεταξύ δυο ατόμων που δεν έχουν ήδη σχέση.

- Έμαθα πέρασες καλά χτες στο παρτάκι;
- Φασώθηκα με τον Γιώργο ρε, αφού σου το 'χα πει ότι τον είχα βάλει στο μάτι.

(από perkins, 06/06/10)φασσώθηκε ο δολοφόνος (από perkins, 06/06/10)Εταιρία πλαστικών Fasoplast (από allivegp, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified