Further tags

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κωσταλέξι, το χωριό όπου βρέθηκε το 1978 έγκλειστη σε ένα υπόγειο επί 29 χρόνια για πολιτικο-οικογενειακούς λόγους μια κοπέλα, είναι σε όλους γνωστό. Για περαιτέρω πληροφορίες και γνώμες, δείτε αυτό και αυτό.

Κωσταλέξι λέμε σήμερα αφενός την κατάσταση μιζέριας, αλλά και ένα ψυχολογικά ή/και εμφανισιακά μίζερο και τρισκακόμοιρο, απροσάρμοστο άτομο -μεταφορικά πάντα.

Παρεμφερή λήμματα: γκάου, αρούγκανος, περιορισμένης ευθύνης, μπουνταλάς, νταού κατάσταση, γκαγκά, τουντς, γκαούγκαγκας, γκαούγκαλος, ούγκαλος, ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας, λιμοξίφτερος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει έναν τρισάθλιο χώρο.

  1. - Μαλάκα, είδες λεφτά η γκόμενα; Έχεις καταλάβει πού ζει;
    - Τι πού ζει ρε συ, δε μπα να ζει και στο Μπάκινγχαμ, τι να το κάνεις, δεν την αφήνουν οι γονείς της να δει άνθρωπο, έχει ξεχάσει να μιλάει το άτομο, είναι εντελώς τελείως Κωσταλέξι!

  2. - Η κόρη μας θα μας φέρει απόψε το νέο της φλερτ...
    - Κανα Κωσταλέξι θα μας κουβαλήσει πάλι, σαν τον προηγούμενο που κυκλοφορούσε με τα τρύπια βρακιά...

  3. Ααα!!! Με γεια το σπίτι! Αυτό, μάλιστα! Όχι σαν το κωσταλέξι όπου έμενες πριν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιρρηματική του μορφή, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ακραίο βαθμό, είτε με αρνητική είτε με θετική χροιά. Μάλλον τείνει προς το σλανγκ όταν η χροιά είναι θετική.

  1. Καλά, ψηλάκο, χτες γουστάραμε ελεεινά στη συναυλία. Της πουτάνας έγινε!

  2. Πεινάω ελεεινά ρε πούστη μου, δεν έχω φάει τίποτα απ' το πρωί.

  3. - Και της είπε τέτοιο πράμα στη μάπα ρε συ;;
    - Ναι ρε συ, αφού ο τύπος τον παίζει ελεεινά. Ακραίος τρόμπας.

Δες και τρελός, -ή, -ό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εισαγωγή

Είναι δυνατόν να βασιστώ στο κώλο μου και να μπορώ να περιμένω πως το πράγμα θα πάει ρολόι; Των αδυνάτων αδύνατο θα πεις και θά 'χεις και δίκιο. Οπωσδήποτε... Είναι να το συζητάμε;... Πάντως αν χρήσει κανείς τον κώλο αυτόματο πιλότο, τότε... το βρακί θα χεστεί όπως και δήποτε, αφού ο κώλος αυτές τις εκχωρήσεις αρμοδιοτήτων... τις έχει γραμμένες εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Ας βάλουμε όμως τα πράγματα στη θέση τους.

2. Πλαίσιο εκφοράς του όρου

Πες πως κάνω μια δουλειά ή πως μετέχω σε ένα πρότζεκτ. Η εκφορά του όρου μπορεί να γίνει είτε κατά την υλοποίηση της εργασίας, είτε κατά την προγραμματισμένη υλοποίηση της, είτε μετά το τέλος της εργασίας. Ας συστήσουμε τώρα τους πρωταγωνιστές του έργου.

3. Ποιος είναι ο θεωρούμενος κώλος, τι εκφράζει το θεωρούμενο βρακί, τι εκφράζει το χεσμένο βρακί;

Στην ιστορία, βασίστηκα σε κάποιον που αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων (κώλος). Ο κώλος, ο άνθρωπος που τα έκανε μαντάρα δηλαδή, μπορεί να είμαι εγώ (στην περίπτωση αυτή βασίζομαι στον εαυτό μου), ή κάποιος άλλος. Το βρακί, αποτελώντας το firewall και φύλακα άγγελο της οικογένειας, εκφράζει την αίσθηση σιγουριάς, ασφάλειας και σταθερότητας της περιοχής... Λέμε τώρα! Το χεσμένο βρακί εκφράζει την αίσθηση απώλειας αυτής της σιγουριάς. Μπορεί να μιλάμε για οικονομική απώλεια, για συναισθηματική ανασφάλεια κλπ.

4. Τι θέλει να πει ο ποιητής εκφέροντας τον όρο;

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το άτομο που χειρίστηκε το θέμα έκανε τα πράγματα μούτι. Απειλήθηκε έτσι η αίσθηση της ασφάλειας, της σιγουριάς και της σταθερότητας που είχα. H έκφραση δείχνει εκτόνωση για τη λάθος απόφαση που πήρα να βασιστώ στον χειριστή της θεωρούμενης κατάστασης. Η εκφορά της φράσης γίνεται με περιφρονητικό ύφος και κούνημα του κεφαλιού.

5. Που μπορεί να οφείλεται το γεγονός πως ο χειριστής της κατάστασης τα έκανε κώλο;

Θα μπορούσε λοιπόν αυτός να:

  • έδειξε αδιαφορία, αμέλεια, ανευθυνότητα. Μπορεί να έδειξε συμπτώματα δυοξύνης,
  • μην ήταν οργανωτικός,
  • μην είχε την κατάλληλη εκπαίδευση,
  • μην είχε τις απαιτούμενες δεξιότητες,
  • ήταν αναξιόπιστος.

    Σημείωση: Τα αναφερόμενα δείγματα γραφής θα μπορούσαν να παρατηρούνται και σε μόνιμη βάση (άτομο του κώλου)

Παρατηρήσεις

  1. Υπάρχει περίπτωση να τα γνώριζα τα παραπάνω, αλλά μπορεί:
  • Να μην υπήρχε κατάλληλο άτομο κι ο χρόνος να πίεζε.
  • Να μην είχα εκτιμήσει καλά την κατάσταση.
  • Να προσδοκούσα βελτίωση (γνωστικά, συμπεριφορικά, κλπ).

    1. Υπάρχει περίπτωση να μη γνώριζα το άτομο, αλλά:
  • Βασίστηκα στα λόγια κάποιου που μου τον σύστησε.

  • Δεν ήμουν αρκετά έμπειρος ώστε να πιάσω στον αέρα με τι τύπο έχω να κάνω.
  • Δεν έκανα τις κατάλληλες ερωτήσεις για να διαπιστώσω πόσα απίδια βάζει ο σάκος, γιατί δεν είχα χρόνο, δεν το σκέφτηκα, κλπ.

-Άσ' τα... ο ξάδελφος μου, δεν είχε χρόνο και με παρακάλεσε από αντιπροχθές, να πάω να καταθέσω ένα φάκελο με τα δικαιολογητικά εγγραφής που χρειάζονται, για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, που θέλει να παρακολουθήσει. Μου 'πε να το κάνω μέχρι χθες, που ήταν η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παράδοσης των ζητούμενων δικαιολογητικών. Δέχτηκα μεν, το ξέχασα δε. Και σήμερα που το θυμήθηκα... πήρα τηλέφωνο τον αρμόδιο και μου 'πε πως δεν τα δέχονται πλέον. Και τι να πω στον ξάδερφο τώρα;... - Το μυαλό σου και μια λίρα! Τον έκαψες τον άνθρωπο ρε μαλάκα!
- Άσ' τα... βασίστηκε στον κώλο του κι έχεσε το βρακί του.... - Μ' αρέσει που το λες ρε μαλάκα... Αλλά και εσύ μια ζωή ίδιος. Ανεύθυνος! Έπρεπε να το πει σε άλλον.
- Μου 'πε ότι δεν μπορούσε κανείς άλλος.
- Πίστευε ο άνθρωπος, πως θα βελτιώθηκες, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία βλέπεις.
- Και εγώ ρε γαμώτο έλπιζα να το θυμηθώ, αλλά... - Γκρρρ! Δ ι ο ρ θ ώ σ ο υ και σκέψου τι μαλακία θα του πεις για να τα μπαλώσεις!

Ο κώλος, ως πιλοτος: Ακούει ο Πύργος ελέγχου;... Bασίσου σε μένα...Οβερ (από GATZMAN, 18/10/09)Αξιολόγηση: Βασίστηκα στον κώλο μου κι εχεσα το βρακί μου (από GATZMAN, 18/10/09)Θα μπορούσε ο κώλος να γίνει αυτόματος πιλοτος; (από GATZMAN, 18/10/09)3η παρ/φος:Βρακί=παράγοντας σταθερότητας. Εδώ ο παράγ. σταθερότητας (Μπους) κινδυνεύει να δεχτει επιθεση στο δικό του παραγ. στθερότητας...από την Τουρκία (από GATZMAN, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσιφάρα λέγεται στα κρητικά αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας (Αρκαδία - βλ. εδώ, Ηλεία - βλ. εκεί και αλλού) το τοπικό σύννεφο, η ομίχλη, η καταχνιά.

Τα Κύθηρα ανήκουν στα μέρη που πλήττονται συχνά από την κατσιφάρα (παρ.1).

  1. ... τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ δεν πετάγανε λόγω καιρού και νέφωσης -η περίφημη κυθηραϊκή «κατσιφάρα»- και έτσι αποφασίστηκε να επιστρέψω οδικώς στην Αθήνα.
    Θανάσης Τζαβάρας, «Ταξίδι από τα Κύθηρα».

  2. από μπλογκ (http://sarantakos.wordpress.com/)
    Α: - Η κατσιφάρα (τοπική καταχνιά των Κυθήρων, με αιφνίδια εμφάνιση και ταχύτατη κίνηση) να υποθέσω ότι έχει αρβανίτικο όνομα;
    Β: - Δεν είναι μόνο τσιριγώτικη η κατσιφάρα, είναι και κρητικιά (τη λέξη την έχω ακούσει και από κάτοικο θεσσαλονίκης αλλά χαμουτζή).
    Ήθελα να 'μουνε πουλί γη πρίνος στη Μαδάρα
    να μ’ αγκαλιάζει δροσερά τσ΄αυγής η κατσιφάρα.
    Γ: - Περί ανέμων δε μπορώ να βοηθήσω αλλά περί ομίχλης ας πω κι εγώ το κατιτίς μου: και στη Μεσσηνία κατσιφάρα τη λένε.
    Β: - Κώστα, ευχαριστώ. Πιθανότατα Κατσιφάρα θα λέγεται και στην Αχαΐα, αν κρίνω από το γνωστό επίθετο.

  3. Κρητικό ριζίτικο:
    Παιδιά κι είντα 'ναι η καταχνιά και τούτη η κατσιφάρα, και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση; Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν.
    Κρήτη, στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις...

Γ. Κατσιφάρας (από GATZMAN, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως αρνησιγλειψία ονομάζεται ούτη κατάστασις εις την οποία το θήλυ αρνείται επιμόνως και συνεχώς να ασκήσει την ιερή τέχνη της πεολειξίας εν ώρα συνευρέσεως ή να δεχθεί τις υπηρεσίες του/των συντρόφου/συντρόφων της. Ούτη πάθηση χωρίζεται εις:

α. Ενεργητική αρνησιγλειψία: το θύλη αρνείται την παραλαβή πιπός (εκ της φράσεως «του παίρνω πίπα») και λοιπόν... παραγώγων αυτής,

β. Παθητική αρνησιγλειψία: το θήλυ αρνείται να δεχθεί... το όργανο του λόγου του ανδρός επί του οργάνου της ηδονής της, προφασιζόμενη εκπομπές δυσάρεστων οσμών, απουσία παρκέ κτλ. Σπανίως η ενεργητική αρνησιγλειψία παρουσιάζεται και εις τους άρρενες, συνήθως δια τους ιδίους λόγους.

Κορυφαία τε και ηγετική μορφή του αγώνα κατά της αρνησιγλειψίας θεωρείται η Μόνικα Λεβίνσκι.

Πιπόλαος (μετά κατεβασμένων παντελονιών): «Ευτέεεερπη! Ευτερπούλααα! Ευτέρπη, θα ήθελον να με... τέρψεις!»
Ευτέρπη: «Αδύνατον! Έχεις καταναλώσει παστουρμά μετά γιαουρτοσκόρδιου! Γιγνώσκεις την οσμή των εκχύσεών σου;»
Πιπόλαος: (κυνηγά την Ευτέρπη μετά των παντελονιων κατεβασμένων, ως αν πιγκουίνος!) «Μα διατί αρνήσαι; Δεν κατανοώ!»
Ευτέρπη: «Δεν επιθυμώωω!»
Πιπόλαος: «Απαράδεεεκτοννν! Έχεις καταληφθεί από αρνησιγλειψία! Πλέον!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αναφέρεται στις ζάρες που εμφανίζονται στα δάκτυλα, μετά από παρατεταμένη έκθεση σε υγρό περιβάλλον. Αυτές οι ζάρες κάνουν τα χέρια μας να μοιάζουν με τα χέρια του παππού. Δηλαδή παππουδιάζουν.

Σλανγκιά άμεσα συνδεδεμένη με τα νιάτα μας. Το παππούδιασμα ισοδυναμούσε για τις μαμάδες μας, το καμπανάκι για να μας βγάλουν έξω από το νερό!!!

  1. — Νικολάκη παιδί μου, βγες έξω. Καλά είναι πια.
    — Λίγο ακόμα ρε μαμά.
    — Θα παππουδιάσεις ρε παιδί μου, τόση ώρα στο νερό!!!

  2. — Τι έγινε χθες;
    — Με τη Λίλιαν, εννοείς;
    — Όχι, με τις προγραμματικές δηλώσεις ρε σάχλα. Με τη Λίλιαν βέβαια..
    — Πολύ καβλωμένη ρε παιδί μου... Υγρή... Παππούδιασε το πιπί μου...

(από electron, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαρταράω. Χτυπιέμαι ξεψυχώντας. Αναφέρεται στο τίναγμα των ψαριών, αφότου βρεθούν εκτός της θάλασσας και προσπαθούν να αναπνεύσουν.

Έκφραση συνώνυμη του «μυρίζει θάλασσα», χρησιμοποιούμενη από ψαράδες, στην προσπάθεια να πείσουν τον υποψήφιο αγοραστή για το φρέσκο των ψαριών. Χρησιμοποιείται επίσης, πέραν της φρεσκάδας, για να περιγράψει και ίχνη ζωής, ή το τίναγμα από τον πόνο, ή και τον τελευταίο ρόγχο προ της απογείωσης.

  1. — Πάαααααρτε κερίες μου. Σαφρίδια, κογιούς, μπαρμπούνια, κουτσομούρες. Πάρτε σας λέεεεεεεωωωω...
    — Για να δω τι έχετε κύριε...
    — Ευχαρίστως μαντάμ. Διαλjέχτε παρακαλώ.
    — Είναι φρέσκα τα μπαρμπούνια;
    — Τι λέτε μαντάμ, σπουρδάνε. Με δυσκολία τα κρατάω μέσα στο καφάσι. Δυο τρία πήδηξαν έξω από την καρότσα. Πάρτε τώρα μη φύγουν και τα άλλα...

  2. — Πήγαινε ξύπνησε τον αδελφό σου...
    ...................................................
    Άκυρο μάνα!
    — Τι άκυρο, πρέπει να φύγουμε...
    — Πήγαινε εσύ. Εγώ του 'ριξα δύο χαστούκια. Σπούρδησε, μου είπε κάτι για τη μάνα μου, για σένα δηλαδή, και άλλαξε πλευρό.

(από electron, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, σπέκια για τον υπάρχοντα ορισμό που καθιστά οποιαδήποτε άλλη απόπειρα ως ιδιαίτερα φιλόδοξη και καταδικασμένη σε αποτυχία.

Αλόρα: Τον καταρρακώνω ηθικά, του τσακίζω το ηθικό, τον κάνω να αισθάνεται άχρηστος / σκουπίδι.

Ακολούθως, κάποιος που του έχει γαμηθεί η ψυχολογία γίνεται άβουλος και υποβόλιμος, κοινώς μένει μαλάκας και τον κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να μπορεί ν΄αντισταθεί.

Για την ιστορία, έχουν μείνει διαβόητες οι μέθοδοι με τις οποίες ο Εισαγγελέας Βισίνσκι, λακές του Στάλιν, γαμούσε τη ψυχολογία των κατηγορουμένων, από τους οποίους μπορούσε να αποσπάσει την ομολογία ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο Βασιλιάς της Αγγλίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από τη δίκη των ηγετικών στελεχών του Μπολσεβικικού κινήματος, συντρόφων Ζινόβιεφ και Κάμενεφ κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του 1937:

Βισίνσκι: Δηλαδή, σχεδιάζατε να δολοφονήσετε τον σύντροφο Στάλιν;
Ζινόβιεφ και Κάμενεφ (με μια φωνή): Μάλιστα.
Β.: Παραδέχεστε, επομένως, ότι ενεργούσατε από κοινού για τη δολοφονία του συντρόφου Στάλιν;
Ζ. και Κ.: Μάλιστα, παραδεχόμαστε.
Β.: Ώστε σκοπός σας ήταν να δολοφονήσετε τον σύντροφο Στάλιν;
Ζ.και Κάμενεφ: Μάλιστα, σκοπός μας ήταν να δολοφονήσουμε τον σύντροφο Στάλιν.

κ.ο.κ., ο διάλογος συνεχίζεται επί μακρόν στο ίδιο μοτίβο.

Ο Κάμενεφ οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα κλαίγοντας και εκλιπαρώντας ως την τελευταία στιγμή για να έρθει χάρη από τον Στάλιν (που δεν ήρθε ποτέ), ενώ τα τελευταία λόγια του Ζινόβιεφ πριν τουφεκιστεί ήταν «Νιώθω μια άδολη και απέραντη αγάπη για το Κόμμα και τον Σύντροφο Στάλιν.»

Ο Αλέφαντος όταν ήθελε να γαμήσει την ψυχολογία ενός παίκτη, τον ξεκινούσε στο παιχνίδι, και τον έκανε αλλαγή πριν συμπληρωθεί το δεκάλεπτο.

Από τα Λαδάδικα (από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού αποσκοπεί η ερώτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση;

Η ερώτηση αυτή μπορεί να γίνει σχετικά με την αγορά (π.χ: σε ιχθυοπωλείο) ή την παραγγελία (π.χ. σε ταβέρνα), φαγώσιμων (π.χ. κρεατικά, ψαρικά, οπωροκηπευτικά) από κάποιον υποψιασμένο, κάποια γριά πουτάνα, ή κάποιον που τον έπιασαν στο παρελθόν κότσο.

Ποιος προβληματισμός υποβόσκει στο μυαλό, αυτού που κάνει την ερώτηση;

Αυτός που κάνει την ερώτηση αναρωτιέται αν ο πωλητής (π.χ. μαγαζάτορας, εστιάτορας, κλπ), του πλασάρει προϊόντα εισαγωγής για ντόπια, με στόχο να τα κονομήσει. Λέει ο πωλητής πως το Χ προϊόν είναι ντόπιο. Αναρωτιέται ο πελάτης: ΟΚ! Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε το προϊόν θα 'ναι πιο νόστιμο απ' το «ξενόγλωσσο», άρα αξίζει τα παραπάνω λεφτά. Είναι όμως πράγματι, ντόπιο; Βλέπεις οι έλεγχοι είναι ανεπαρκείς... όσο δεν πάει, κάποια προϊόντα είναι σε ανεπάρκεια, η ενημέρωση πλημμελής... οπότε... Προσοχή! ( βλ. σχετικά εδώ, αλλά και εδώ.)

Πώς συσχετίζεται η ερώτηση με το ζητούμενο;

Στο background της ερώτησης υπάρχει η συσχέτιση της επίσημης γλώσσας της χώρας (Ελλάδας), με τη χώρα προέλευσης των φαγώσιμων (που και καλά μιλούν κι αυτά ελληνικά).

Πεδίο εφαρμογής

Ο πελάτης περιεργάζεται το εν λόγω φαγώσιμο, αναζητώντας σημάδια ενδεχόμενης μπαγαποντιάς. Παράλληλα, διερευνά τις αντιδράσεις του πωλητή προσπαθώντας να διαπιστώσει αρχικά το αδιόρατο λαμόγελό του. Στη συνέχεια και εφόσον έχει αμφιβολίες για το προϊόν, κάνει τη ερώτηση προκειμένου να διαπιστώσει στοιχεία που μπορεί να προδώσουν ενδεχόμενη ανασφάλεια του πωλητή, στοιχεία που συνηγορούν πιθανά σε ενδεχόμενη ματσακονιά. Η ερώτηση αυτή δείχνει πονηρεμένο άτομο που ετοιμάζεται να αφοπλίσει τον μπαγαπόντη πωλητή. Υπάρχουν όμως κάποιοι που, όπως και να τους αποδείξεις την καλπουζανιά τους, έχουν τον ... τσαμπουκά και το... θράσος. Αν βέβαια τους την πει κάποιος από σχετικό θεσμικό κρατικό όργανο, π.χ. από την υγειονομική επιτροπή, τότε οι άλλοι κλάνουν μαλλί... κανονικά και με τον νόμο, κάνοντας... τις γαλιφιές, τις μαλαγανιές, κλπ. Φυσικά δε λείπει κι η προσπάθειά τους για λάδωμα.

Ζουμάροντας στο προφίλ του μπαγαπόντη πωλητή

Οι μπαγαπόντες, μη έχοντας αυτοσεβασμό και κατ' επέκτασιν σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, ως λαμογιάρηδες, βλέπουν τους άλλους ως ψάρια που θα τσιμπήσουν το δόλωμά τους. Κι όσο υπάρχουν ανενημέρωτοι ή/και αδιάφοροι πελάτες, τόσο αυτοί θα συνεχίζουν τις απάτες τους. Δεν πα να υπάρχει οικονομική στύση; Ε και... Πάντα υπάρχει τρόπος για εύκολο κέρδος. Θέλουν να πιστεύουν πως οι πελάτες είναι χάπατα. Έτσι προσπαθούν να τους πουλούν το ξένο για ελληνικό. Πολλές φορές, σμίγουν ελληνικά με ξένα προϊόντα για ξεκάρφωμα. Επίσης στις ταβέρνες, π.χ., μπορεί να σου δείξουν ντόπιο και να σου πασάρουν αλλοδαπό. Όλα για τα γκαφρά, βεβαίως βεβαίως. Φυσικά κάποιες φορές βρίσκουν τον μάστορή τους, άλλοτε από πελάτες, άλλοτε από καρφωτές από πελάτες κι ανταγωνιστές, κι άλλοτε από τακτικό έλεγχο κάποιων αρμόδιων κρατικών επιτροπών.

Σε ψαράδικο
Ιχθυοπώλης:
- Εδώ τα πεντανόστιμα φαγκριά Νάξου. Σπαρταράνε ακόμα!
Πελάτης που έχει καεί στο παρελθόν, αλλά έχει φροντίσει εντωμεταξύ, να μάθει τα τερτίπια, κοιτάει αρχικά, προσεκτικά τα ψάρια, μετά κοιτάει τον ιχθυοπώλη ίσα στα μάτια. Στη συνέχεια τον ρωτάει με σταθερή φωνή και με διεισδυτική ματιά που δηλώνει πως δεν είναι άσχετος:
- Μιλάνε ελληνικά;
Ο ιχθυοπώλης κομπιάζει κάπως, γιατί αισθάνεται πως ο άλλος δεν τσίμπησε στο παραμύθι.
- Μα λέμε σπαρταράνε.
- Φίλε... καλή η προσπάθεια, αλλά δεν ψαρώνω... Τα ψάρια σου ήρθαν με διαβατήριο... Δεν έχουν το χρώμα που 'χουν τα ντόπια ρε μεγάλε. Πολύ... ασπροσά μωρ' αδερφάκι μου. Κάνει μπαμ από... μακρυά πως τα ψάρια σου δε σκαμπάζουν γρι από ελληνικά. Σ' τα εξηγώ ωραία;
- Κοίτα...
- Κοίταξα...Άντε... γεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified