Further tags

Ποδοσφαιρικό, όταν μια ομάδα δεν είναι καλά ετοιμασμένη και προπονημένη μια βροχή την σώζει από την ξεφτίλα γιατί ακυρώνεται ο αγώνας. Ή αν δεν ακυρωθεί ο αγώνας μπορεί να γλιστράει το γήπεδο και ο αντίπαλος να μην είναι εξοικειωμένος με το γήπεδο.

Το λέμε όταν δεν είμαστε καλά προετοιμασμένοι και φοβόμαστε την ξεφτίλα και για αυτό ελπίζουμε να συμβεί κάποια μικροκαταστροφή που θα μας γλιτώσει.

- Καλά θα είναι κανείς στη διαδήλωση ή εμείς κι εμείς;
- Άσε, μια βροχή θα μας σώσει.

(από Spider, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά περίπτωση όποια ελεεινή συμπεριφορά μπορεί να έχει κάποιος (ανεξαρτήτως εθνικότητας), την οποία ο εκάστοτε ομιλών θεωρεί χαρακτηριστική του Έλληνα. Φορ εξάμπλ, ελληνιά μπορεί να θεωρηθεί από το να κορνάρεις σαν τραμπάκουλας χωρίς λόγο συνέχεια, μέχρι να είσαι πασόκος και να κάνεις πράγματα αντίστοιχα (ο μη γένοιτο). Ένας Έλληνας δεν κάνει απαραιτήτως ελληνιές, αλλά ένας που κάνει ελληνιές είναι πολύ πιθανόν να είναι Έλληνας.

Από το πρόταγκον τελεία τζιάρ (για αλίευση λημμάτωνε καλό είναι, αλλά μέχρι εκεί, μακριά κι αγαπημένοι).

«Ειλικρινά δεν έχω να σχολιάσω κάτι σε αυτό που μου έγραψε αυτός ο κάποιος, αλλά να σταθώ στην ουσία του. Αυτή, λοιπόν, η συμπεριφορά είναι η αποκαλούμενη από εμένα ως «ελληνιά». Είναι η στάση ζωής που δεν αφήνει κάποιον να δει ότι απέτυχε ή ότι δεν τα κατάφερε, αλλά μπορεί να κατηγορεί άλλους ως υπαίτιους, να θυμίζει αποτυχίες άλλων ή να θίγει και προσωπικά κάποιους, επικαλούμενος κάποιες δήθεν προτιμήσεις τους, ως ένα σκληρό δείγμα κοινωνικού ρατσισμού.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ελιγμοί, όπως τα κορδελάκια που ελίσσονται, για να αποφύγουμε κάτι.

Πάσα (Δ.Π.): acg.

Είχαμε συμφωνήσει ότι θα αναλάβουμε από κοινού το πρότζεκτ, αλλά τώρα τελευταία όλο μου κάνει κορδελάκια. Με βλέπω να κάνω δουλειά για δύο τελικά.

(από GATZMAN, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάποιον ο οποίος τελικά δεν καταφέρνει να έχει συνέπειες, να ριζώσει, να κάνει κατάσταση, αλλά έρχεται και παρέρχεται. Όπως μια μπαλιά στο ποδόσφαιρο που περνάει και δεν βρίσκει τίποτα, ούτε δοκάρι ούτε γκολ.

  1. Τον διαφημίσανε ως μεγάλο σταρ από το ΝΒΑ, αλλά τελικά πέρασε και δεν ακούμπησε. Δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στην Ευρώπη.

  2. Κι εδώ που τα λέμε, και ως Υφυπουργός πέρασε και δεν ακούμπησε. Πώς να τον εμπιστευτείς μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική τροπή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου) που εορτάζεται ως η ημέρα των ερωτευμένων. Η τροπή αυτή είναι αντίστοιχη της έκφρασης χρωστούγεννα αντί για Χριστούγεννα, δηλαδή θίγει το γεγονός ότι το καταναλωτικό σέστημα χρησιμοποιεί παρόμοιες γιορτές νέας κοπής για να γίνει τζίρος, να πουληθούν προϊόντα και να κινηθούν οι αγορές. Θύμα είναι ο απλός φακίρ φουκαράς καψούρης που πέφτει στη λούμπα να πιστέψει στον έρωτα που του σερβίρουν διαφημιστικώς και ξεπαραδιάζεται με αποτέλεσμα κυριολεκτικά να γδυθεί για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ετέρου ημίσεος και της καπιταλιστικής μετανεωτερικής προστακτικής «Ερωτεύσου!». Ή απλώς μπορεί να είναι και τα μπακούρια που λένε όλα τα παραπάνω από ζήλεια.

1. πιστευω οτι πρεπει να μετονομασουμε την ημερα σε Αγιου Βαλεγδυνου…. Μα 50 € για ενα μπουκετο λουλουδια….

2. Ο αγιος βαλεγδυνος χτυπησε κι αποψε την πορτα. Ποτε μου δε τρελαθηκα με αυτη τη μερα. Ειτε ημουν ερωτευμενη ειτε οχι. Σε διαφορες φασεις.Ισως επειδη...... το δωρο μου ξεχασες αγιε βασιλη.... μια αγκαλια.... 8α περιμενω του χρονου....

3. Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβεται ποτέ τους
στα όρια της πείνας έφτασαν οι τιμές τους
Καλύτερα μπακούρι δεκάρα δεν αφήνω
μονάχος θα τη βγάλω μα τον άγιο Βαλεγδύνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη, μου φεύγει η γόβα. Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.

Δυο φίλοι περπατούν, ένας παραπατάει και τρώει σαβούρδα:
- Ρε συ Τάκη, πρόσεχε, είσαι καλά;
- Ξεγοβιάστηκα ο μαλάκας, χαχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified