Further tags

Σεληνιάζομαι σημαίνει ψιλά-χοντρά τρελαίνομαι. Δεν είναι απόλυτο, και γενικότερα περιγράφει καταστάσεις και άτομα που είναι εκτός ελέγχου, τον παίρνουν κλαρίνο που λέμε.

Όταν λέμε οτι κάποιος σεληνιάστηκε εννοούμε ότι συμπεριφέρεται αλλόκοτα, απρόσμενα, τρελά τόσο που ξεπερνά τα όρια του λογικού και αγγίζει τα όρια του παραφυσικού, της εξέλιξης δηλαδή του ανθρώπου σε λυκάνθρωπο υπό το σεληνόφως. Με άλλα λόγια όταν κάποιος τον παίρνει και συμπεριφέρεται τρελά άνευ προηγουμένου που παραπέμπει σε εξωγήινη συμπεριφορά λέμε ότι σεληνιάστηκε.

Να σεληνιαστεί κανείς μπορεί στο σχολείο, στο παιχνίδι, στο γάμο (κυρίως στην κατάσταση του γάμου και σπανίως και στο μυστήριο) στο αυτοκίνητο, στο γήπεδο και γενικότερα. Βαθιά σλανγκιά που δηλώνει απερίγραπτη για τα γήινα δεδομένα τρέλα.

Μερικές φορές, αξίζει να σημειωθεί, ενδέχεται να εννοείται ότι το άτομο έπαθε είτε κρίση πανικού είτε επιληψίας.

  1. - Μαλάκα χθες με το γκολ στο γήπεδο χαμός έγινε. Σεληνιαστήκαμε.
    - Εεμ πάει τρένο η ομάδα.

  2. - Ρε το είδες το τυπάκι χθες στο πάρτυ το τρελό;
    - Λες να μη τον είδα, αφού είχε σεληνιαστεί, ήταν αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τα χάνω. Ότι ενώ όλα έβαιναν καλώς, ξάφνου τον πήρα, μου λασκάραν οι βίδες, τρελάθηκα. Το χαρακτηριστικό αυτής της έκφρασης είναι ότι συμβαίνει ξαφνικά. Χωρίς κανείς να το περιμένει, το άτομο είναι για ψυχιατρείο.

- Ρε, είδα το Γιώργο απ το δημοτικά, μας τον θυμάσαι;
- Α ναι αμέ, τον έχει πάρει κλαρίνο αυτός τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.

Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.

- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας εμσί αυτοσχεδιάζει και ραπάρει freestyleστίχους και ρίμες στον ρυθμό που του δίνει ο DJ· σε αντιδιαστολή προς το συμβατικό τραγουδώ (με μελωδία).

Σλανγκιά τση φυλής των χιπχοπακιώνε και των ραπερονιώνε.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το δουπού.

1.
- Χώσε μαν
- ♪♫ σε βλεπω με κοιταζεις με το προστυχο υφακι / και σκεφτομαι με αυτο το τεκνο ισως μπω και στο μπανακι ♪♫
- yeah babe

2.
- ΜC ΧΩΝΩ ΦΡΕΕΣΤΥΛΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΟ ΣΤΥΛΕ ΕΙΤΕ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ

3.
♪♫ πίνω μπύρες πίνω μπύρες..
και χώνω ρίμες χώνω ρίμες χώνω ρίμες...♪♫

(όλα από το φόρουμ του www.hiphop.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Λολαδερός εξυπνακισμός πάνω στην κλασική ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας «ησυχία, τάξη και ασφάλεια», προσαρμοσμένος στην περιρρέουσα μνjημονιακή malaise που μας μαστίζει.

Βλ. και: μείνε ανήσυχος.

1.
Ησυχία τάξη κι ανασφάλεια....Όπως ανακοινώθηκε, για λόγους ασφαλείας, λόγω των κινητοποιήσεων για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, οι κάδοι απορριμμάτων θα απομακρυνθούν από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες της πόλης από 7 έως 11 Σεπτεμβρίου

2.
Ησυχία, τάξη κι ανασφάλεια (ένα παιχνίδι του μυαλού) δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι η ησυχία και η τάξη είναι εύκολο να επιβληθούν και να διατηρηθούν με την ανασφάλεια. Οι εκάστοτε εξουσιαστές κυριαρχούσαν και επιβάλλονταν ΠΑΝΤΑ με το φόβο.

2.
Ησυχία, τάξη και ανασφάλεια. «Να’χαν οι καρδιές αμπάρες…» Ο στίχος από το σκυλέ άσμα έρχεται στο νου καθώς οι εικόνες από τα κιγκλιδώματα στο σιδερόφρακτο κέντρο της Αθήνας και τους διαμαρτυρόμενους που συνωστίζονται πίσω από αυτά πλημμυρίζουν τον τηλεοπτικό δέκτη· τούτη τη φορά κατάφεραν να συγκρατήσουν το «λαό» μακριά από τους «επισήμους» και να αποτρέψουν «να διασυρθεί η χώρα μας για μια φορά ακόμα στο εξωτερικό»

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το ποδαρικό, είναι η πρώτη ψωλή που εγκαινιάζει ένα καινούργιο έτος.

apapa de pira kanena teknaki protoxroniatika, lete na moy pai asxima o xronos; prepi na kano oposdipote psolariko (Από το Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται όταν σε ένα μπαρ, κλαμπ ή πάρτυ το συντριπτικό ποσοστό είναι άντρες.

- Έλα Μίμη ψήνεσαι να πάμε για κανά ποτό στα Μαμούνια;
- Άσε ρε πήγαμε χτες και γινόταν κονταρομαχία. Ακόμα κλαίω τα 7 ευρώ που έδωσα.
- Τόσο χάλια ε; Για κανά κωλόμπαρο μέσα είσαι;

βλ. και αρχιδόκαμπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μπουχτιστικό ορίζεται κάτι που είναι πολύ χορταστικό και χρησιμοποιείται κυρίως για φαγητά αλλά και για μία κουραστίκη κατάσταση.

Εχθές έφαγα ένα πολύ μπουχτιστικό τοστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπανεύκολο πρωτοχρονιάτικο λολοπαίγνιο ως μια επιπλέον τροπή στα βασιλόπιτα, βασιλόπιτας, μπορεί να δηλώσει κάτι από τα παρακάτω: α) Τη φαντασίωση κάθε άντρα για στοματικό σεξ από σέξι αγιοβασιλίτσα, β) αυτό που συμβαίνει σε κάθε λογής τσιμπουκάδικα κατά την εορταστική περίοδο γύρω από την Πρωτοχρονιά όπου αυξάνει ο τζίρος, γ) σενάριο σε κίνκι Χ-mas porn, δ) παρτόλα, τ. όπου πίπες και χαρά η Βασίλω πρώτη, ε) τα αναγγελόμενα νέα μέτρα για μετά την Πρωτοχρονιά ενός νέου έτους, αυτά που πληρώνουμε κοντά στην Πρωτοχρονιά, όπως λ.χ. τέλη κυκλοφορίας και στ) γενικώς όλα αυτά που περιμένουμε καλώς να μας μπουν μαζί με το νέο χρόνο, ζ) ένας τρόπος με kitch value για να ονομάσεις την βασιλόπιτα, όταν είσαι εκνευρισμένος που σε κουβαλάνε σε μια βαρετή εκδήλωση, η) οποιαδήποτε πίπα σου τύχει Πρωτοχρονιά ανήμερα. Συχνά, όμως, θ) είναι απλό ορθογραφικό λάθος τ. πεοτείνω ή φροϋδικό σλιπάκι, καθώς στον γραπτό λόγο, ιδίως τον χειρόγραφο, αυτοί που γράφουν κατά την παλαιά ορθογραφία με δύο ταυ την βασιλόπιττα, είναι σαν να την γράφουν βασιλόπιπα (δες και δες).

  1. Βασιλόπιπα, ποστ κοινωνικής κριτικής από τον μπλόγκερ Old Boy.

  2. ΒΑΣΙΛΟΠΙΠΑ ή ΒΑΣΙΛΟΓΛΕΙΨΙΜΟ ;;;; !(AKOYΩ ΓΝΩΜΕΣ)! (Από το Φέισμπουκ).

  3. Στο χωριο του πατερα μου ειχαμε μια Βασίλω που επαιρνε απιστευτα τσιμπουκια. Η διασημη βασιλοπιπα. (Από το Τουίτερ)

(από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published