Further tags

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

League of Legends. Πρόκειται για ένα παιχνίδι στρατηγικής και ρόλων που παίζεται online και ουδεμία σχέση έχει με το παραπάνω «lol» που αναφέρουμε στο chat όταν γελάμε δυνατά.

- Τι έγινε με τη Βάσω; Το κάνατε επιτέλους;
- Όχι ρε, κωλοτριβότανε αλλά δεν ψηνόμουνα. Άσε που είχα να παίξω και ματσάκι στο lol με την παρέα.

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται συχνότατα με τα «είμαι» και «περνώ» δηλώνοντας:

● μια εξέλιξη, μια δραστική κι αμετάκλητη αλλαγή, μια μεταμόρφωση του όντος, το πέταμα μιας μαύρης πέτρας πίσω, το σπάσιμο μιας παρθενιάς, πως κάποιος έκαψε γεφύρια, πως «ξύπνησαν οι σκλάβοι Αντωνάκη!!»,

● το πελώριο κι αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κάποιων, το ασύμπτωτο των δρόμων τους, το «us and them», απαξιωτικά, κυνικά, ρατσιστικά, μελοδραματικά ή και σνόμπικα,

● υπερβολή.

Ενίοτε, κάπως πιο σεμνά, υπονοεί το αλλούφο και είναι συνώνυμη των «είμαι αλλού», «αλλού γι' αλλού» αλλά και των «είμαι σε άλλο επίπεδο» / «είμαι σε άλλο λέβελ»· κάτι που αποτελεί απόδειξη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, της προέλευσής της απ' τον κόσμο των ηλεκτρονικών παιγνίων και δη των... πίστας.

Μοιάζει να προωθεί την ανεκτικότητα, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν και ξεκαθαρίζει θέση, σκοπούς, προθέσεις και στάση, δεν παύει να βαθμολογεί (έστω και θετικά), να απομακρύνει, να διαχωρίζει, να τονίζει τις διαφορές, να διασπά, να βάζει ταμπέλες.

  1. Αλλά όταν πλέον δίπλα σε εκείνον το «μεζέ», εκτός από ένα ούζο, ένα τσίπουρο ή μια ρακή, μπαίνουν μια βελγική μοναστηριακή μπίρα, μια ωραία φιάλη κρασί ή ένα ψαγμένο κοκτέιλ, το ζήτημα παίρνει άλλη τροπή. Πόσο μάλλον όταν δεν μιλάμε μόνο για σπεντζοφάι και μπεκρή μεζέ (όχι ότι δεν είναι μια χαρά και αυτά) αλλά και για μίνι teriyaki και μίνι σνίτσελ, για άγρια μανιτάρια με τυρί idiazabal ή για μια τηγανιά από συκωτάκια πουλιών. Με τα «μικρά» να έχουν περάσει πλέον σε άλλη πίστα, η Αθήνα φαίνεται να στρώνει σταδιακά ένα ζωντανό τραπέζι-ετεροτοπία. Ακόμη και (εστιατορικά) περιβάλλοντα που είχαν κατά κανόνα άλλο «τυπικό», χαλαρώνουν και μπαίνουν στο χορό της κοινοκτημοσύνης και της… ελαφρώς ακατάστατης ροής και βγάζουν γεύσεις στη σέντρα.

  2. Ο φεμινισμός είναι άλλης εποχής, η δική μας τον έχει ξεπεράσει και δεν τον χρειάζεται πια... Ευχαριστούμε τις φεμινίστριες που πάλεψαν ενάντια σε τόσα δεινά και κατάφεραν να εδραιώσουν τόσες ελευθερίες και δικαιώματα για μας αλλά πλέον είμαστε σε άλλη πίστα. Θέλουμε και λίγο παραμύθι βρε συνάδελφε... κι ας έχει και διαφημίσεις ανάμεσα.

  3. Εντάξει, όλοι κάνουμε λάθη, αλλά στο παρακάτω video ο τυπάς μπορώ να πω το παράκανε. Δεν το παράκανε μόνο, το πήγε σε άλλη πίστα!

  4. Και συ θα μπορούσες να διαβάζεις blog και να γράφεις κατινιές, το κάνεις; Δεν έχεις χρόνο και λόγο, τυχερέ!!! Μπορείς να δείξεις οίκτο και να συνεχίσεις, για να έχουν οι κακόμοιροι κάτι να ασχολούνται ή να σταματήσεις και να βοηθήσεις την θεαματικότητα των reality ή να ανεβάσεις το κασέ των 090. Ό,τι και να κάνεις μαζί σου!!!! Κατάλαβέ το παίζεις σε άλλη πίστα!!!

(Όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαίο λολοπαίγνιο πάνω στο μουνί και την ουρήθρα.

Εκφέρεται ποικιλοτρόπως:

1. Γι αυτό να προτιμάς τις κοπέλες με ξυρισμένη μουνίθρα.
(σε συζήτηση για μουνόψειρες)

2. πω ρε τι μουνίθρα ειναι αυτη....μου χει φυγει το κλαπέτο
(σε συζήτηση για φωτογραφίες από παρέλαση)

3. Τώρα ξεψαρώσαμε και δεν φοβόμαστε μη μας δώσουν τη μουνήθρα στο χέρι που λέμε κι εμείς

4. ΓΑΜΗΣΙ ΑΠΟ ΚΩΛΟ, ΒΑΖΕΛΙΝΗ ΜΕ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ, ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ ΜΟΥΝΗΘΡΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπιεσμένο όπιο, που μοιάζει με σοκολάτα. Το αναφέρω μιας και πέσανε πολλά για απαγορευμένες ουσίες πρόσφατα.

- Τάκη με έπιασε λιγούρα, πάω περίπτερο να πάρω σοκολατίτσα.
- Άραξε, έχω λίγη από το Μαρόκο, θα σου φύγουν όλα τα ντέρτια.

βλ. και σοκολάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.

Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...

- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να είναι και το τελείωμα του χεριού, αλλά στην περίπτωσή μας είναι το εργαλείο στην οικοδομή.

Ράβδος, πλέον από αλουμίνιο (παλιότερα από ξύλο), που χρησιμεύει στο καρατσεκάριισμαεπίπεδης επιφάνειας ή, με την προσθήκη αλφαδιού στο πάνω μέρος του πήχη, της ορθής κλίσης.

Πιάσε τον πήχη σου και έλα εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified