Further tags

Σύνθετη λέξη, από την τσάπα και το νύχι. Περιγράφει το νύχι που έχει καιρό να κοπεί και θα μπορούσε άνετα να κάνει και δουλειά εκσκαφέα.

Μα καλά χρυσέ μου, τι τσαπόνυχο είναι αυτό που έχεις αφήσει;

(από missminidriver, 29/04/10)Miss Minnie Driver (από Vrastaman, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σημερινή εποχή, όπου πας για γυναίκα και σου βγαίνει τρανσέξουαλ, πας για βύζαρο και σου βγαίνει σιλικονάτη μπάλα του βόλεϊ, πας για μουνί και συναντάς πούτσο, πας για μαλλί και σου μένει στο χέρι, κλπ, στη σημερινή εποχή, λέγω, τα φυσικά γκομενικά χαρίσματα είναι ότι και τα βιολογικά προϊόντα στη διατροφή.

Γι' αυτό και αποκαλούνται ενίοτε «βιολογικά προϊόντα» ή σκέτο «βιολογικά».

  1. - Ωραία η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, έτσι; - Άσε μας ρε λιγούρη, κρυπτομοφιλόφιλε... Εγώ γουστάρω μόνο βιολογικά!

  2. - Ρε συ, ξεχωρίζεις τις τρανσέξουαλ από τις γυναίκες; - Εννοείται, αγόρι μου, το βιολογικό κάνει μπαμ από δέκα χιλιόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πορδής που αμολιέται μέσα σε ανελκυστήρα, και η φρίκη είναι να την έχουν αμολήσει στο ισόγειο και εσύ να πρέπει να πας στον όγδοο! Τρεις πιθανότητες υπάρχουν: α) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων, οπότε αν είναι μόνο ένας και δεν είσαι εσύ, ξέρεις τον ένοχο (κι αυτός / αυτή τον ξέρει, κι ας παριστάνει τον μπιλμέμ), β) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων μεταξύ περισσοτέρων από δύο, οπότε όλοι κοιτάζονται, και άντε να βρεις το φταίχτη, γ) να την έχει αφήσει κάποιος που ήδη βγήκε, επίτηδες συνήθως, με στόχο να φρικάρουν αυτοί που θα μπουν μετά. Το τελευταίο έχει πολύ γέλιο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα!!! Ο όρος βασίζεται σε λεξιπλασία, κατά το κομπολογάτη.

- Πάμε από τις σκάλες ρε!
- Όχι πάλι σκάλες, έπηξα.
- Καλά...
(μπαίνουν στο ασανσέρ)
- Τι βρωμάει ρε παπάρα; Έκλασες;
- Μπας κι έκλασες εσύ μωρή άρρωστη;
- Ούτε εγώ έκλασα, μα τον Δία!
- Τότε κάποιος καριόλης άφησε ασανσεράτη... Ωωχ, πάτα να βγούμε στον επόμενο όροφο γρήγορα.

(από Vrastaman, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καπνιά, αιθάλη.

  2. Ρίχνω φούμο: Μαυρίζω κάποιον στις εκλογές, δεν τον ψηφίζω. Για την παθητική έννοια: τρώω φούμο.

Μέχρι εδώ λεξικογραφημένα, βλ. π.χ. στον Τριανταφυλλίδη.

Φούμο στην στρατιωτική ορολογία είναι το καμουφλάζ προσώπου από υλικά που μοιάζουν με μακιγιάζ. Βγαίνει σε σκούρα γήινα χρώματα, κυρίως μαύρο, πράσινο και καφέ, σε κασετίνα με καθρεφτάκι που θυμίζει πολύ (αλλά δεν είναι) γυναικείο αξεσουάρ για την τσάντα.

Σκοπός του είναι να κάνει το πρόσωπο δυσδιάκριτο μέσα στο περιβάλλον της επιχείρησης, καλύπτοντας την λευκότητά του (αν μιλάμε για λευκό στρατιώτη σε νυχτερινή ιδίως επιχείρηση), μιμούμενο κατά το δυνατόν την εμφάνιση φυτών (κλαδιών κλπ) και ακολουθώντας την υπόλοιπη απόκρυψη της στολής.

Ετυμολογείται από το ιταλικό fumo<λατινικό fumus που αμφότερα σημαίνουν καπνός.

  1. Από εδώ:

Ελπίζω όταν βρίσκεστε να μη σου λέει ιστορίες από το στρατό γιατί είναι τόοοοοσο βαρετέεες. Εμείς πάντως το είχαμε πάρει στην πλάκα, μου έστελνε φωτογραφίες από ασκήσεις βαμμένος με φούμο και τέτοια.

  1. Από εδώ:

[...] το έκανε ένας φαντάρος της σειράς μου στο ΚΕΤΘ που έβαλε φούμο και δίχτυ παραλλαγής στη διάρκεια του σχολείου Μαχητή (έπαιζε χρόνια airsoft). Ναι μεν γέλαγαν, αλλά τσίμπησε και 10 ημερούλες τιμητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ απλά το όχημα, αυτοκίνητο ή μηχανή.

Έχει μάλλον θετική χροιά, δηλαδής «ρόδα» θα αποκαλέσουμε κάτι που μας γέμισε το μάτι, ένα ωραίο νεοαποκτηθέν αμαξάκι ή κανά μπάνικο μηχανάκι.

Ειρωνικά για χρεπάκια ή ταπεινά οχήματα μεταφοράς δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται, αλλά εγώ δεν το λέω πάντως ποτέ έτσι.

- Επ, τι βλέπω Βασούλα, σκάμε με ρόδα; Καλοτάξιδο και να το χαίρεσαι!
- Ευχαριστώ Σάκη μου, επιτέλους, καιρός ήτανε να πάρω αμάξι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύψους έλεγαν τη δεκαετία του '80 οι φοιτητές τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που τους διανέμονταν.

Το χαρακτηρισμό εμπνεύστηκαν τα τότε φοιτητόνια από την εμφάνιση των βιβλίων: δωρική, λιτή, απέριττη. Δεν υπήρχαν τότε πολύχρωμα φιγουρατζίδικα εξώφυλλα όπως αργότερα. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχαν σκληρά εξώφυλλα και πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι εποχές ήταν πιο ζόρικες. Τα εξώφυλλα ήταν κατά κανόνα άσπρα κάτασπρα, με μόνο κάτι μικρά μαύρα γραμματάκια πάνω (τίτλος, όνομα συγγραφέα κλπ). Μια πληκτική μονότονη ασπρίλα με μικρά μαύρα σκατουλάκια: ακριβώς σαν το γύψο με τις αφιερώσεις φίλων επάνω του αλλά κι εκείνες τις χαρακτηριστικές βρομίτσες που μαζεύει όταν έχει φορεθεί για καιρό... Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα του εξωφύλλου μπορεί να ήταν και κάτι άλλο πλην του νεκρικού άσπρου, πάντα όμως μονοχρωμία. Και μιλάμε πάντα για χρώματα πολύ ανοιχτά, νερόβραστα και ξεθωριασμένα: κανα σιμπιζάκι, κανα εκρού του νεκρού, κανα σκοτωμένο πρασινάκι, τέτοια. Σαν γύψος βαμμένος με νερομπογιά δηλαδής.

Εννοείται πως αυτή η λιτή «γύψινη» εμφάνιση των βιβλίων δεν αφορά μόνο τη δεκαετία του '80. Από καταβολής Γουτεμβέργιου έτσι ήταν τα βιβλία, εξόν κι αν είχαν τίποτα χαρακτικά και τα ρέστα. Ενδεχομένως η έκφραση να υπήρχε και παλιότερα, π.χ. στα 60'ς ή τα 70'ς. Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσει κανείς στο σημείο να σκαρφιστεί έναν τέτοια υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το βιβλιαράκι του, πρέπει προηγουμένως το βιβλίο as such να έχει ευτελιστεί, να έχει απωλέσει το μύθο που το συνόδευε από καταβολής του. Κι αυτή η υποτίμηση έγινε δυνατή όταν άρχισαν να μοιράζουν τα βιβλία τζαμπέ με το κιλό. Αυτά είναι τα κακά του τζάμπα. Όταν κάτι το παίρνεις τζάμπα δεν το εκτιμάς. Όπως γίνεται και π.χ. και με την ψυχανάλα.

Για άλλες σλανγκικές ονομασίες πανεπιστημιακών και παρα-πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, βλ. γκαρούτσος.

Το πατάρι μου έχει φισκάρει με κάτι γύψους απ' τον καιρό που σπούδαζα στη Νομική. Θα τα στείλω για φούντο μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοιπόν...

Όποιος παλαιότερα πότιζε με πενηντάρικα τα ηλεκτρονικά, σίγουρα θα είχε ρίξει κανά πακέτο Ντελόρ στο παιχνίδι «Bubble-bubble» (μπούμπλε-μπούμπλε για τότε που είμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμε καλή γνώση της Αγγλικής). Ήταν αυτό που είχες ένα τερατάκι που ξέρναγε φούσκες, οι οποίες παγίδευαν τα τερατάκια – εχθρούς, ώστε σπάζοντάς τις τα εξολόθρευες. Υπάρχει και στα ΜΑΜΕ.

Όταν έμενες αρκετά σε μία πίστα, έβγαινε μια προειδοποίηση στην οθόνη και εμφανιζόταν κάτι σαν φαντασματάκι στην επάνω αριστερή γωνία. Αυτό δεν σκοτωνόταν με τίποτα, παρά σε πλησίαζε αργά αργά ώσπου να σε φάει (αν δεν καθάριζες γρήγορα την πίστα την είχες πουτσίσει...).

Στα μέρη μου το φαντασματάκι αυτό το ονομάζαμε «Λούσα» (με παχιά προφορά του «σ» μάλιστα), η προέλευση δε του χαρακτηρισμού είναι άγνωστη σε μένα.

Κάποιος φίλος με καταγωγή από άλλο μέρος, μου είπε ότι στα μέρη του το λέγαν «Ζάχο», επειδή έμοιαζε λίγο με καρχαρία (καρχαρίας-Ζαχαρίας-Ζάχος). Όποιος έχει να προσθέσει κάποια άλλη ονομασία, δεκτή...

(σ.σ. το παιχνίδι είναι θρύλος...)

(Σε ηλεκτρονικό όπου κάποιος παίζει μπούμπλε μπούμπλε τον πλησιάζει ένας άγνωστος και παρακολουθεί την εξέλιξη…)

- Γρήγορα φίλε, θα βγει ο Λούσας!
- Όχι ρε πούστη! Βγήκε!
- Άσε να στο περάσω εγώ γιατί είναι δύσκολο...

(…πάντα υπήρχαν κάτι τυπάκιατζαμπατζήδες - που αυτοπροσφέρονταν να περάσουν τις δύσκολες πίστες στους άλλους, αλλά μόλις παλουκώνονταν στη θέση, άντε να τους σηκώσεις μετά...)

Βλ. και Ρούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified