Further tags

Είναι η κοινή γνωστή, σωτήρια, αγία καπότα.

Η έκφραση «ναι αλλά μόνο με σκουφίτσα» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της πρώτης καπότας ελληνικής κατασκευής μετά τον Πόλεμο. Η διαφημιστική αφίσα απεικόνιζε ένα νεαρό με κόκκινο σκούφο που έκλεινε πονηρά το μάτι. Σε χρόνο dt έγινε η φράση της ημέρας πανελληνίως.

- Πού πας ρε Μανώλη;
- Φεύγω, έχω δουλειά!
- Τι δουλειά ρε! Πας να δεις το πρόσωπο! Μόνο με σκουφίτσα, έτσι;

Πάντως η φατσούλα της ..σκουφίτσας θα μπορούσε να \'ταν τραβεστί (από sstteffannoss, 29/09/11)\'Αλλες μάρκες εποχής (από Vrastaman, 30/09/11)

Και σκουφάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθωριστικό χρήμα. Άνευ αξίας χαρτονόμισμα.

Πακοτίλιες ο κόσμος ονόμαζε τα πληθωριστικά χαρτονομίσματα στην εποχή του μεγάλου πληθωρισμού προς το τέλος της γερμανικής κατοχής.

Ετυμολογικά νόμιζα στην αρχή ότι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό pacotille που σημαίνει ευτελές αντικείμενο, ένα σκουπίδι (marchandise de très faible valeur). Μετά από ψάξιμο προέκυψε ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλικό paccottiglia που προφέρεται ακριβώς όπως η δικιά μας πακοτίλια και έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Βλέπε το Il Piccolo Palazzi Dizionario de la Lingua Italiana.

- Πόσο έχεις τις πατάτες;
- Δεν παίρνω πακοτίλιες! Λάδι έχεις;

Πληθωριστικό χρήμα (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαττωματικό, διαλογής, σκάρτο. Είναι μια λέξη σε κοινή χρήση σε όλη την Ελλάδα, αλλά δεν τη βρίσκεις στα λεξικά ευρείας χρήσεως.

- Δύο ευρώ αυτά τα λεμόνια;
- Μάλιστα κύριε, είναι ντόπια.
- Μα αυτά είναι όλα κάρτικα.
- Ε, και! Το ίδιο ζουμί δεν έχουνε;

Σάπιο μήλο (από nikolaosvlas, 28/09/11)Λεμόνι (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.

  1. Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
    (Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).

  2. Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατάτα.

Η προφορά αυτή δίνει μια πιο βαριά αίσθηση στο νόημα της λέξης που αναλόγως με τα συμφραζόμενα μπορεί να χαρακτηριστεί ως θετική αλλά κι ως αρνητική.

(Λένε ότι είναι Λευκαδίτικη, αλλά δε ξέρω.)

(σ.σ.: Υπάρχει και groupστο facebook)

- Θα τηγανίσω αυγά, λουκάνικα και καμιά πατάκα και θα την κάνω ταράτσα σου λέω!

- Πάλε πατάκα για μεσημέρι ρε μάνα γαμώτονΚαποδίστριαμουγαμώ!

Πατατοφάγοι του Βαν Γκοχ (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιλοφόρο όχημα μεταφοράς τσιμέντου σε σκόνη.

Ονομασία προερχόμενη από το γεγονός ότι τα σημεία εξαγωγής του σε σκόνη τσιμέντου, από το εν λόγω όχημα, βρίσκονται στο κάτω μέρος, πράμα που συνειρμικά θυμίζει άρμεγμα γελάδας.

Η εξαγωγή από το κάτω μέρος γίνεται με κύριο παράγοντα την βαρύτητα κάτι που βοηθάει στην εξοικονόμηση χώρου, χρόνου, ενέργειας και άρα χρήματος μιας και δε χρειάζονται παρά απλά, μικρά και οικονομικά μηχανήματα για την εξαγωγή του τσιμέντου απ το όχημα.

- Είναι λίγο παλιό, με προβληματίζει να το αγοράσω..
- Αυτήν την αγελάδα που βλέπεις μη τη βλέπεις έτσι, είναι σκυλί.
- Σκυλί η αγελάδα;!
- Γάτα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιληπτική ονομασία των αναβολικών, στο ιδίωμα μπιλντεράδων και άλλων γυμναστηριάκηδων.

Stricto sensu, τα αναβολικά σε μορφή χαπιού (oral) - βλ. σχετικά και λήμμα καργιόλια.

Lato sensu, τα παντός είδους αναβολικά, ενέσιμα και μη, καθώς και τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής: σκόνες, χάπια, αλοιφές, σνακ πρωτεΐνης, αμινοξέα υγρής μορφής, διαλύματα κλπ.

Ο όρος εκφράζει με επιτυχία την αμφίθυμη διάθεση (ambivalence) των χρηστών έναντι των ανωτέρω σκευασμάτων, τα οποία, ναι μεν βοηθούν στην εκπλήρωση του ποθούμενου, αφετέρου εγκυμονούν κινδύνους σε περίπτωση αλόγιστης κατανάλωσης. Όταν μιλά κανείς για διαόλια, καργιόλια κττ, δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι διατηρεί τον πλήρη έλεγχο επί της διαδικασίας λήψεώς τους. Ότι παίζει τα «μυστικά» τους στα δάχτυλα. Ότι γνωρίζει καλά τις παγίδες και τις ενδεχόμενες παρενέργειές τους, αλλά επειδή είναι μάγκας και ωραίος και εμπειρίκος ξέρει να προστατεύεται από αυτές. Δεν είναι κανάς ανίδεος, κανάς χτεσινός που του πούλησαν παραμύθι οι επιτήδειοι κι έπεσε με τα μούτρα στη ντρόγκα χωρίς να ξέρει που παν τα τέσσερα.

- Μ' αυτά τα διαόλια που θα σου φέρω θα γίνεις φιτίλια, θα σε βλέπουν στην παραλία και θα τρέχουν να φορέσουν κελεμπία.

Τον πιάσαν τα διαόλια του. (από Vrastaman, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιαδήποτε συσκευή σπάει τα νεύρα του χρήστη της, λόγω βλάβης, παλαιότητας, κινεζικής κατασκευής. Κομπιούτερ που κρεμάει, ραδιόφωνο ή τηλεόραση που κάνει παράσιτα, αυτόματο μηχάνημα που κολλάει –και σου τρώει και το κέρμα–, μάτι κουζίνας που δε ζεσταίνει και μύρια όσα άλλα.

Το λήμμα προσφέρεται προπαντός για οργισμένη προσφώνηση, συνοδευόμενη από σφαλιάρα ή κλωτσιά, προς το δύστροπο μηχάνημα, ως την πλέον αρχέγονη μέθοδο αποκατάστασης βλαβών –προϋπήρχε ακόμη και της επανεκκίνησης. Ακόμη κι αν η μέθοδος έχει περιορισμένες –αλλά όχι αμελητέες– πιθανότητες επιτυχίας, είναι πάντοτε ευεργετική για την ψυχική ισορροπία του χρήστη του μηχανήματος, η οποία έχει άρτι διαταραχθεί από τις επίμονες δυσλειτουργίες του καβουρδιστηριού.

(Ραδιόφωνο): Παντρεμέεεεενοι κι οι δυο ΓΚΖΖΖΖ ΓΚΖΖΖΖ ΜΠΡΡΡΡΡ
(Ακροατής): ΓΚΡΑΟΥΓΚ (=ήχος μπουνιάς). ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΛΑΚΙΣΤΗΡΙ! (Ραδιόφωνο): Γύρνα σεεεε παρακαλώωωωωω…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified