Ο βλάκας!!!
Ε! Είσαι μπίτης!!!
Ο βλάκας!!!
Ε! Είσαι μπίτης!!!
Σχετικά: μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση έχει απαθανατιστεί στο τραγούδι «Υβρεοπομπή» του Φοίβου Δεληβοριά (βλ. παράρτημα). Εκεί ο εθνικός μαλάκας, αν και μελαγχολικός, εμφανίζεται να ανοίγει την υβρεοπομπή ως σημαιοφόρος όλων των βρισιών! Είναι πράγματι ο εθνικός μαλάκας η επιτομή της βρισιάς;
Σχέση εθνικού μαλάκα και απλού μαλάκα. Νομίζω για να γίνει ένας μαλάκας εθνικός μαλάκας χρειάζονται τρία πράγματα: α) ένταση, ποσότητα της μαλακίας, 2) αρχετυπικότητα, καθολικότητα, να αναγνωρίζουμε στον εθνικό μαλάκα όλοι τον εαυτό μας ως μαλάκα και γ) ειδική σχέση με σύμβολα του έθνους.
Αντιστοίχως, θα έλεγα ότι ο εθνικός μαλάκας είναι αφενός ο Υπερθετικός του μαλάκα, ο σε ποσότητα πολλά κιλά μαλάκας. Δηλ. θετικός: μαλάκας. Συγκριτικός: καλός μαλάκας. Υπερθετικός: εθνικός μαλάκας. Αφεδύο, είναι ο Άγνωστος Μαλάκας. Δηλαδή, όπως στον Άγνωστο Στρατιώτη του έθνους μπορούν να εκπροσωπηθούν όλα τα φανταράκια, έτσι στον εθνικό μαλάκα θα πρέπει να μπορεί να εκπροσωπηθεί η μαλακία όλων μας. Να μπορούμε βρε παιδί να του στήσουμε ένα μνημείο εθνικού μαλάκα, και να του καταθέτουμε στεφάνια.
Αφετρία, θα πρέπει να έχει μια ειδική σχέση με τους εθνικούς μας συμβολισμούς. Τον φαντάζομαι ως έναν λεβεντομαλάκα στο στυλ του Δημήτρη Παπαμιχαήλ - άντρα της εθνικής μας σταρ. Τον φαντάζομαι γενικά ως έναν μαλάκα που είναι Ελληνάρας, ίσως και ιντερνετομαλάκας e-λληνάρας. Στην ιδεώδη περίπτωση ένας ολυμπιονίκης μαλάκας
Όπως, όμως, λέει κι ο Έγελος, πρέπει να βρεθεί ένα «καθολικό συγκεκριμένο» για να εκφράσει αυτό το πνεύμα του λαού. Όπως δηλαδή η Αλίκη Βουγιουκλάκη ενσαρκώνει την ιδέα της εθνικής σταρ, κι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την ιδέα του εθνικού γκαντέμη, πρέπει να βρεθεί κι ο εθνικός μαλάκας. Ύστερα από λίγη σκέψη, σκέφτομαι να προτείνω ως εθνικό μας μαλάκα τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη, αφού πληρεί και τους τρεις όρους. Ως επιλαχόντα σκέφτηκα τον Τέως Βασιλέα μας Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ, ο οποίος ως μαλάκας De Grecia, ως ολυμπιονίκης μαλάκας και ως συνδεόμενος με την εποχή της εθνικής μας σταρ Αλίκης Βουγιουκλάκη, θα εκπληρούσε ιδανικά τον τρίτο όρο. Όμως προτιμώ τον Ψωμιάδη, γιατί εκπληρεί ιδανικά τον δεύτερο όρο, ήτοι να εκπροσωπεί την μαλακία (αλλά και το μασκαριλίκι, το καραγκιοζιλίκι, το έξω καρδιά, το καλό παιδί, την λεβεντιά κ.ο.κ.) όλου του έθνους μας, που τον ψηφίζει ξανά και ξανά και τον απογειώνει σε δημοφιλία (κάτι που δεν ισχύει για τον Γλύξμπουργκ). Δεν κατάφερα να βρω άλλο πρόσωπο που να πετυχαίνει έτσι την εκπλήρωση και της έντασης και της καθολικότητας και της εθνικής ευαισθησίας του εθνικού μαλάκα, όσο ο Ψωμιάδης, κι έτσι τον ανακηρύσσω εκθύμως ως εθνικό μαλάκα!
(Απ' το τραγούδι του Δεληβοριά, που παρατίθεται όλο παρακάτω):
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ
Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».
Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω
Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Σους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.
Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:
Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα
Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.
Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα
Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.
Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.
Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας
Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.
Got a better definition? Add it!
Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια.
Αναφέρεται στους τεράστιους γεμάτους μύες και μπράτσα σφίχτες που όταν τους ζητήσεις κάτι πιο εξειδικευμένο σε κοιτάνε με απορημένο βλέμμα.
Σχετικά: κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.
α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:
Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:
β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του.
Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.
Got a better definition? Add it!
Κλασσική σύνθετη λέξη από τη Λιμνούπολη του Μίκυ Μάους, η οποία εκφράζει ό,τι και τα δύο συνθετικά της: κούφιο+κεφάλι, ήτοι άδειο κεφάλι. Συνώνυμο του χαζού, του ανεγκέφαλου.
Σχόλιο από forum:
Καλημέρα,
Εντάξει φίλε μου Tsikis,τώρα μάλιστα...κατάλαβα και ζητώ συγνώμη αν μοιάζω λίγο για κουφιοκεφαλάκης και δεν κατάλαβα απο την αρχή τι εννοούσες. Εγώ ήθελα να μάθω το πρόγραμμα /λεπτομέρειες.... να μπώ στη σκέψη αυτών που έφτιαξαν το προγραμμα για σένα, έτσι που αν χρειαστώ ξανά ή άν χρειαστεί κάποιος φίλος και ζητήσει την δική μου συμβουλή να ξέρω σωστα να υπολογίσω (γιαυτό επέμενα στις λεπτομέρειες) και να είμαι σiγουρη γιαυτό που θα πω. Σου ζητώ ξανά συγνώμη άν σε ζόρισα για να μου πείς στο τέλος αυτό που ήθελα.
Έτερο σχόλιο από forum:
Τώρα ο κουφιοκεφαλάκης περιμένει τις εισροές από τους πράσινους επιχειρηματίες που μαζεύονται γύρω του για να ξεχρεώσει το κόμμα.
Μου αρέσει που θέλει να «τακτοποιήσει» και τα οικονομικά όλόκληρης της χώρας. Χριστός φυλάξοι, φτού. φτού, ....
Got a better definition? Add it!
Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.
Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.
Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.
Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.
- Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)
Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)
Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.
Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.
(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.
σλανγκασίστ: Nick
- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!
Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον
Got a better definition? Add it!
(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).
Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).
Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.
-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;
Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο
Got a better definition? Add it!
Αγνώστου προελεύσεως σύνθετη λέξη που υποδηλώνει ταν ηλίθιο και τον κακεντρεχή.
Τι παπαροζούμης είσαι ρε;
Got a better definition? Add it!
Απαντά και ως ολιγονούσης και λιγονούστης. Αυτός που έχει λίγο νου, ο βλαξ. Για την ακρίβεια, ο αισθητά πιο βλαξ από το μωρόπιστο και τον αγαθό, η περίπτωση «ελαφράς νοητικής καθυστέρης».
Ο όρος κατά κανόνα χρησιμοποιείται ως εύσχημη περιγραφή των ατόμων αυτών αλλά μπορεί να είναι και ύβρη εναντίον ανθρώπων εγνωσμένης αλλά μη διαγνωσμένης ηλιθιότητας.
Από Δ. Κρήτη.
— Ίντα μρε τον έχουνε τον ολιγονούση στο τζιπάκι;... Πράμα έκαμε;...
— Κιαμέ! (=σιγά!)... Ψευτορουφιάνο τον έχουνε και τονε παίρνουνε πότες πότες βόλιτα και θαρρεί ο κακομοίρης πως κάνει πράμα...
Όποιος όμως είναι μικροπρεπής και λιγονούσης και τιποτένιος και σκέφεται ότι η Κρήτη θα είναι αυτόνομη είναι σα να προσπαθεί να χωρίσει τα γράμματα από το τετράδιο ή το κεφάλι από το σώμα!!
(Απ' εδώ).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified