Further tags

Πρόκειται για την εξελιγμένη εκδοχή της κοπέλας-κομοδίνο, η οποία πέραν του κατά τας γραφάς πατροπαράδοτου χαρακτηριστικού της ως ιδανικού τόπου εναπόθεσης φιάλης μπύρας κατά τη διάρκεια πεολειχείας σε όρθια στάση ενώ ο σύντροφός της παρακολουθεί ποδόσφαιρο, μπορεί προ της ενάρξεως της πεολειχείας ή κατά τη διάρκεια αυτής να αποσφραγίσει την φιάλη μπύρας απομακρύνοντας το καπάκι αυτής με τα προτεταμένα και χαρακτηριστικά μεγάλα μπροστινά πάνω δόντια της, καθιστώντας την ενασχόληση του ερωτικού της συντρόφου και με αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια παντελώς περιττή.

- Ρε Μάκη γιατί δεν ήλθες χτες να δούμε τον ΠΑΟΚ στον καφενέ; Δεν τό 'δες το ματς;
- Πώς δεν τό 'δα ρε... Με το Ριτσάκι...
- Καλά ακόμα με αυτό το κομοδινοκούνελο τραβιέσαι;
- Έεε ανάγκης ένεκα... Βολεύει άμα έχει μπάλα στην τηλεόραση αφού...

Χάρη στον ορισμό του Άθενζ κατάλαβα για πρώτη φορά γιατί ο Ρακιντζής απειλούσε την γκόμενά του ότι θα την παρατούσε αν έφτιαχνε τα κουνελίσια δόντια της. (από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακομοίρης ο οποίος θέλει να μοιράζεται την κακομοιριά του, ο καρμίρης.

- Τι είναι αυτός ο Νίκος... Όλο «δεν έχω λεφτά, δεν έχω γκόμενα, δεν έχω ρόδα»... Πολύ μιρμίρης.

Προφανώς βγαίνει από το μιρ-μιρ που δηλώνει γκρίνια, όπως ακριβώς και το μουρμούρης από το μουρ-μουρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που μιλάει πολύ με οποιαδήποτε αφορμή και αλλάζοντας συνέχεια θέμα, έτσι ώστε να διαιωνιστεί το μπίρι-μπίρι.

- Καλή κοπέλα η Ούρσουλα αλλά μου πήρε τα αυτιά δύο ώρες... Σκέτη μπίρλω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της μαιευτικής που χαρακτηρίζει το υγιές μωρό, του οποίου το κλάμα μοιάζει με νιαούρισμα γάτας.

(Στο μαιευτήριο, χαζομπαμπάς στην μαία:)
- Ποιό είναι το δικό μου;
- Το νιαούρι με τα ροζ, στο βάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς βλάκας, άχρηστος.

- Ρε τι παιδί κουμπί είναι αυτός ο Γιάννης... Του είπα προχτές να μου βρει ένα γαλλικό κλειδί και γύρισε και μου είπε ότι τα κλειδιά ήταν όλα made in China!!

(από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και σχετικό λήμμα παιδί-βιολί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γκόμενα.

Καλά, τα 'χασα οταν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου... Ήτανε τάπα, πουτσομεζές...

βλ. και ψωλομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιάζουσα κατηγορία γυναικών. Έχουν ύψος συνήθως 1.58-1.63. Κουρεύονται πάντα μόνες τους γιατί το μαλλί τους είναι μορφή τέχνης και οι άλλοι στα κομμωτήρια όλοι μαλάκες είναι, ή δίνουν μια μπετονιέρα λεφτά για κούρεμα σε κάποιον που είναι πιο τέχνης από αυτές, αλλά όχι πολύ. Τα ρούχα τους είναι πάντα περίεργα για τον ίδιο ακριβώς λόγο και κάτι παραπάνω. Ξέρουν τα πάντα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη (άντρα πάντα) έχει χαρακτηριστεί ανερχόμενος, avant garde ή κάτι παραπλήσιο και όσο πιο σπάνιος είναι τόσο το καλύτερο. Διαθέτουν αναλογικό μετρητή κυκλοθυμικότητας με χρονόμετρο γιατί πρέπει να αλλάζουν συμπεριφορά όλη την ώρα. Ο λόγος δεν έχει διευκρινιστεί από κάποια επίσιμη πηγή. Οι γραφές λένε ότι μάλλον είναι απόγονοι των Ελ και γι'αυτό, ως όντα διαφορετικά από μας, ζουν σε μια δικιά τους πραγματικότητα. Συναντιούνται συνήθως σε live τύπων που παίζουν post elanteti αλλά ξέρουν αυτοί, ή στην «Αρχιτεκτονική». Χόμπυ τους το φτιάξιμο αυτοσχέδιων κοσμημάτων, το κοίταγμα της βροχής και το να παίζουν κιθάρα γυμνές (καλή φάση μεταξυ μας, μαλλον...).

- Ρε μαλάκα 3 φάγατε τι άλλο θες γαμώ το στανιό μου;
- Ωπ σκάσε ήρθανε τα μανιτάρια...
- Σόρυ... Μαλάκα άκουσα μια καινούρια μπάντα του Αρβιντασαμπόνιανς που γαμάνε! (τ'ακούσανε ή να το ξαναπώ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκομενάρα πουτάνα που της αρέσουν οι δύσκολες στάσεις.

- Βλεπεις αυτή στο τέλος του δρομου;
- Την πουτάνα;
- Ναι, πολύ πουτανογκαβλιάρα, έτσι;
- Ναι, πάμε να τη γαμήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο - οπαδός της θεωρίας του σταρχιδισμού. Ο γνήσιος σταρχιδιστής ενδιαφέρεται μόνο για τα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα του ιδίου και της ανθρωπότητας και αδιαφορεί για τα μικρά καθημερινά προβλήματα που μας δημιουργούν περιττό άγχος.

- Έχασα το λεωφορείο και θα πάω μια ώρα αργότερα σπίτι μου. Δε θα αγχωθώ όμως! Είμαι σταρχιδιστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified