Further tags

Ο/η οδηγός που γουστάρει (καυλό-) να γκαζώνει (-γκαζο) πολύ και να τρέχει με το αμάξι. Έχουμε σχήμα συνεκδοχής, δηλαδή χρησιμοποιείται το γκάζι για να δηλώσει τον οδηγό (όπως όταν λέμε π.χ. γερό τιμόνι).

- Καυλόγκαζο είσαι Δημητρούλα ε; Το τρέχεις το αμάξι βλέπω!
- Ε, άμα είμαι στην εθνική του δίνω να καταλάβει!

Ο κ. Καυλόγκαζος μετά της συζύγου, σε χαλαρωτική και ρομαντική τσάρκα με το παϊτόνι. (από patsis, 29/06/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, γκαζοφονιάς, χάρος. Ο όρος επίσης αναφέρεται και στο όχημα, εκτός από τον οδηγό, π.χ.: καυλόγκαζο μηχανάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το κλάμπανος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο και μάλλον εμφατικό του κλαπαρχίδας (αλλά βλέπε και κλάπαρχος). Το κλαπανάρας απαντά με μια μάλλον κωμική διάθεση, ενώ το κλάμπανος κλίνει προς τον εκνευρισμό.

Η ηχητική ικανοποίηση του χρήστη των λέξεων αποτιμάται ως μάλλον υψηλή.

  1. -Τι λε ρε κλάμπανε που θα κλείσεις το γκισέ πριν κάνεις τη δουλειά. Μια σφραγίδα σου ζητάμε, και στην τελική να το έλεγες πριν φάω μία ώρα στην ουρά.

  2. -Τι άθλιο ανέκδοτο είπε πάλι ο κλαπανάρας ρεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδύνατος.

- Ρε φίλε, σταμάτα τη δίαιτα. Σα μπακαλιάρος έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμιάρης. Αναδύει οσμή ούρων.

- Καλά αυτός δεν πλένεται ποτέ. Ζέχνει σα μπακαλιάρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική προσφώνηση για την απειρία που χαρακτηρίζει τους νεοδιόριστους υπάλληλους.

Διάλογος σε τεχνικό τμήμα εταιρείας:
- Του είπα να επισκευάσει το μηχάνημα κι αυτός το έκανε ... σαν τα μούτρα του.
- Ε... μπακαλιάρος δεν είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Είναι όλοι τους για κλάματα.

Διάλογος πατέρα με το γιο του:
- Πώς τα πάνε στο σχολείο τα παιδιά σου; Προοδεύουν;
- Ου... βέβαια. Πάρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χαρκτηρίζει ανθρώπους με ψυχολογία looser, γκαντέμηδες, άτυχους και άσχετους σε σοβαρά αθλήματα όπως το τάβλι.

- Πάλι άσσο δύο έριξα ....
- Τι κατσίκι είσαι βρε αδελφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο αυλακωμένο απο ρυτίδες λόγω γηρατειών.

- Είχα χρόνια να δω την κυρία Ευθυμία. Το πρόσωπο της τίγκα σταφιδιασμενο. Σταφίδα κανονική.
- Εμ πατάει τα 95. Τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με πρόθεμα την ηλικία κάποιου. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται με ηλικίες που βρίσκονται στα άκρα του ηλικιακού φάσματος, ώστε να δοθεί έμφαση είτε στα νιάτα ειτε στα γηρατειά.

- Πόσων ετών είναι πια και μας παριστάνει το παλικαράκι;
- Ε δεν είναι και 70 Μαΐων;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το όνομα του Βιτόριο Γκάσμαν και αναφέρεται στον Γκάσμαν, στον Γκασμαδό, στον κάτοικο της Γκασμαδίας (Λέσβου).

- Πόσο ακατέργαστο λιθάρι είναι αυτός ο Βιτόριο;
- Γιατί απορείς; Όλοι οι γκασμάδες έτσι είναι. Μονοκόμματοι άνθρωποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified