Ο νεοέλληνας τύπος που έχει 26 τασάκια μπροστά του αλλά σβήνει τα τσιγάρα στις γλάστρες. («παρντόν, ξεροβήχει η αζαλέα ή μου φαίνεται; Μπα; Παίζει και μπεγλέρι;!»)
Ρε Θωμά γλαστροσβήστη, έλεος, δε φαίνεται πια το χώμα στη γλάστρα απ'τις γόπες!
Ο νεοέλληνας τύπος που έχει 26 τασάκια μπροστά του αλλά σβήνει τα τσιγάρα στις γλάστρες. («παρντόν, ξεροβήχει η αζαλέα ή μου φαίνεται; Μπα; Παίζει και μπεγλέρι;!»)
Ρε Θωμά γλαστροσβήστη, έλεος, δε φαίνεται πια το χώμα στη γλάστρα απ'τις γόπες!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που φυλάει σακούλες από ακριβά μαγαζιά στυλ Armani, DKNY, Νέο Κατοικείν κλπ. για να βάζει μέσα τα ψώνια του μανάβη…
- Καλέ τι πήρατε από του Βερσάτσε; - Μπα τίποτα, 3 κιλά γιαρμάδες, ένα πεπόνι και μια θημωνιά άνηθο.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που πάει για μπάνιο στη Βάρκιζα με πλήρη στολή δύτη, μαχαίρι στο πόδι και ψαροντούφεκο για φαλαινοκαρχαρίες (γιατί ως γνωστόν, στη Βάρκιζα, οι φαλαινοκαρχαρίες έρχονται μέχρι έξω και τους πετάνε παπάρες οι θαμώνες των παραλιακών ρεστωράν).
Επίσης φοράει σούπερ επαγγελματικό ρολόι καταδύσεων που αντέχει μέχρι 800 μέτρα βάθος, 35 ατμόσφαιρες πίεση, 5 εκρήξεις υποθαλάσσιων ηφαιστείων και 2 τρακαρίσματα με πυρηνικό υποβρύχιο, ενώ διαθέτει και φακό για την άβυσσο, ανοιχτήρι για στρείδια, πυροφάνι για καλαμάρια, κλουβί για τα σκυλόψαρα, μπιμπερό για ορφανά φαλαινάκια και πατώντας ένα κουμπί φωσφορίζει η φωτογραφία του Κουστώ.
Γεια σου Χρήστο λουοδύτη που πλατσουρίζεις στα ρηχά σαν φώκια!
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιρικός όρος.
Ο τερματοφύλακας κάποιων σχετικών δυνατοτήτων αλλά με μεγάλο πρόβλημα στις εξόδους του. Θεωρητικά τραγικότερος και από την έξοδο του Μεσολογγίου. Δημιουργεί ωστόσο αγώνες με μεγάλο σασπένς.
Συνώνυμο: χαρταετός
-Ωχ, βγαίνουν στην αντεπίθεση οι άλλοι...
-………
-Κάνει έξοδο ρε ο μεσολογγίτης!
-Κι εγώ το σταυρό μου…
Δες ακόμη τερματοτύφλακας, τρύπας.
Got a better definition? Add it!
Απαντάται σε ομήγυρη που συζητεί. Στέκει ακίνητος/η και αμίλητος/η σαν βαλσαμωμένος/η, με βλακώδες ύφος, παρόμοιο του χάνου ή προσφάτως τουφεκισμένου πουλιού.
Από αυτά τα δύο προέρχεται και η λέξη (ignore = αδιαφορώ, άγνοια).
Ιγνοράνος η γκόμενα του Σάκη. Τρεις ώρες μιλάγαμε και στο τέλος που σηκώθηκαν να φύγουν είπε «καληνύχτα». Ε τότε κατάλαβα ότι δεν είναι μουγκή.
Got a better definition? Add it!
Προσβλητική έκφραση, σύνθεσης μουνιού με θηλαστικό. Άγνωστοι νοητικοί συνειρμοί οδήγησαν οργισμένους και ίσως πρόστυχους εγκεφάλους στην δημιουργία της.
- Α χάσου ρε μουνόσκυλο!
Got a better definition? Add it!
Αρνητική έκφραση, δείχνει έντονη αντιπάθεια για κάποιον, υπονοώντας ότι είναι τόσο άτιμος και κακός και λοιπά, με τόση επιμονή και πιστότητα στα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά όσο ένας σκύλος.
- Θα σου δείξω εγώ ρε σκυλόπουστα...
Got a better definition? Add it!
Καμία σχέση με το «πυρρόξανθος». Παράγεται από το «πυρίμαχος» και «ξανθός». Απαντάται μόνο σε θηλυκό και χαρακτηρίζει ξούρλο, το οποίον όμως έχει γενετικά μεταλλαχθεί σε πλήρες τούβλο και μάλιστα πυρίμαχο (πυρότουβλο). Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για μη φυσικές ξανθές, όπου η συνεχόμενη και έντονη βαφή έχει ποτίσει πια τον μικροσκοπικό τους εγκέφαλο. Αντέχουν σε ακραία φαινόμενα (θερμοκρασίας, πίεσης, ηλιθιότητας) και έχουν μόνιμα όψη χαμογελαστού ιγνοράνου.
Το λεξιλόγιο της περιορίζεται σε επιφωνήματα τύπου «αααα!», «ααχ!», «εεε;;;;» με επικρατέστερο το τελευταίο. Δεν έχει καμία χρησιμότητα (ούτε διακοσμητική).
Εικάζεται δε ότι η φράση «δυο πράγματα δεν έχουν όρια, το σύμπαν και η βλακεία και για το πρώτο δεν είμαστε σίγουροι», έχει εκπονηθεί ύστερα από μελέτη τέτοιου είδους γυναίκας (που αδυνατώ να το πιστέψω γιατί δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο με τόσο κουράγιο ώστε να ασχοληθεί με το είδος).
- Γεια σου Στέλλα.
- Αααα!
- Τι κάνεις;
- Εεεε;;;;
- Καλά, άστο. Τα λέμε...
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα. Αυτή που με το τον τρόπο της σε προκαλεί να τη ξεκωλιάσεις. Ιδιαιτέρως έκφυλη!
Ρε το βλέπεις το ξεκωλοπατόμουνο πώς σε κοιτά, θέλει να το ανοίξεις...
Got a better definition? Add it!
συν. ιγνοράνος
Αναφέρεται στο άτομο που δε συμμετέχει στα πλαίσια παρέας ή εκφέρει άκυρες απόψεις με αποτελέσμα να αντιμετωπίζει την απαξία των γύρω του, εξού και η καταγωγή από τη μετοχή του κλάνω.
- Ρε συ να πάρω τον Λάκη τώρα που θα βγούμε;
- Ποιος τον γαμάει τον κλασμένο...
Got a better definition? Add it!