Further tags

Ουσιαστικά σημαίνει ό,τι και το βλάχος (άξεστος και αγράμματος επαρχιώτης), αλλά με πιο τονισμένο το στοιχείο της υποτίμησης.

Βλέπε και τυρόβλαχος, μπαστουνόβλαχος.

- Κοίτα τον μουρτζόβλαχο, τόσην ώρα τρώει σαν το ζώο...
- Μπλιάχ! Κρέμονται φαγητά από τα μουστάκια του!
- Μπεεεερπ! (Ο μουρτζόβλαχος ρίχνει ένα δυνατό ρέψιμο)
- Έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «επιχειρηματίας» στον χώρο του αγοραίου έρωτα, ο ιδιοκτήτης δηλαδή οίκων ανοχής και/ή στριπτιτζάδικων.

- Είδες ο Τάσος Μπουγάς; Πλανητάρχης!
- Μόνο πλανητάρχης; Εγώ άκουσα ότι είναι και μέγας μπουρδελάρχης! Λένε ότι έχει καμιά δεκαριά μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι φανατικός των προϊόντων της Apple.

- Κοίτα ρε κάτι σπασικλάκια που περιμένουν το iPhone την πατάτα.
- Ε αφού τους ξέρεις μωρέ τους μηλαράδες τι κόλλημα έχουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός στον οποίο αρέσουν οι άσχημες γυναίκες, οι μπόχλες.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Αντώνης θα βγει με την Ελένη;
- Με την Ελένη, με την Ρένα, με την Σούλα... Άσε είναι και ο πρώτος μποχλέμπορας, έχει πάρει όλες τις κάμπιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.

- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.

(από demollyon, 27/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελάρας, ο έχων τα μυαλά στα κάγκελα, συνώνυμο του ψυχάκια.

- Καλά ρε συ, πως θα αντέξει αυτός στα χιόνια με το κοντομάνικο;
- Άσε ρε, δεν καταλαβαίνει τίποτα, είναι ψύχωμα.

Γκόμενα ψύχωμα. Το τέλος γαμάει. (από Galadriel, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους. Συνήθως συνταντιέται μεταξύ των gamers και των κομπιουτεράδων.

- Πρόσεχε ρε συ μη φας καμιά sniperιά από τον τυπά και σου φύγει το κεφάλι.
- Κάτσε στα αυγά σου ρε νουμπά, που θα μου πεις τι θα κάνω.

Και νιούμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.

- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;

Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφελής, συνώνυμο του χαλβά.

- Έλα ρε μπιφτέκι και εσύ το βράδυ να πιούμε καμιά καφεδιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο παληκάρι, ο μάγκας, συνώνυμο του κολλητέ.

- Εμπρός, ποιος είναι;
- Έλα ρε πίθηκα, εγώ είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified