Further tags

Ο φυλακιοφύλακας, εκ του Φ.Φ. (=Φύλαξ Φυλακίου). Ο σκοπός της κεντρικής εισόδου του φυλακίου - συνήθως είναι ο μόνος σκοπός.

Ποιος είναι σήμερα φίφης ρε μάγκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλικός χαρακτηρισμός για άλλον φαντάρο που είναι κοντινή σειρά (συνήθως προηγούμενη ή επόμενη).

Οι φαντάροι της ίδιας σειράς αλληλοϋποστηρίζονται ανεξαρτήτως προσωπικής συμπάθειας ή όχι. Ωσεκτουτού και οι κοντοσειρές αντιμετωπίζονται συγκαταβατικά...

Λέγεται και «κοντοσειρά».

- Σε χώσανε πάλι ρε κοντοσειρά; Υπομονή κάνε να απολυθώ εγώ και θά 'ρθει κι η σειρά σου να καραπαλιώσεις να χώνεις τους νέους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός των Δόκιμων Αξιωματικών κατά την Β' φάση της εκπαίδευσής τους (3ος - 4ος μήνας).

Βλέπε ορισμό της λέξης αλφάς.

- Αχ και πότε θα γίνουμε Βητάδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος φαντάρος ή συνηθέστερα ο νεοφερμένος στη μονάδα.

Πιθανότατα προέρχεται ετυμολογικά από τις αγγλικές λέξεις: new + fish

Συνώνυμα: ψάρι, ψάρακας, αρουραίος.

Εφτά νιούφηδες ήρθαν σήμερα, τέρμα οι αγγαρείες για μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατηφής, ο κακορίζικος.

- Καλά θα πάει η μέρα μας σήμερα με τον μουρτζούφλη πού χουμε στα πόδια μας.

Βλέπε και μαμούχαλος, μουντρούχος και μούχλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.

- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.

Αστεράτη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.

Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.

- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι εξαιρετικά επιδέξιος άνθρωπος.

Αυτόν να τον φοβάστε. Σκίζει χασέδες και ράβει σώβρακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified