Further tags

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος και undercover βλάχαρος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του αποποιούμενος τις ρίζες του και υιοθετώντας ένα στυλάκι γαμώλα...

- Πήγε να μας την βγει ο δικός σου...
- Κι όχι μόνο αλλά και να μας την πει και από πάνω ο τραχανοπλαγιάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος undercover βλάχος (κατά το τραχανοπλαγιάς) με εμφάνιση κυριλέ και σχεδόν εκλεπτυσμένους τρόπους, αλλά συνάμα και γνώστης λάτιν χορών...

Χτες που πήγαμε στο Fuego για ένα ποτό ήταν ένας τραχανοπλαγιέρο που το έπαιζε γαμώ τους χορευτές και γκόμενους... Κι έπεσε πολύ γέλιο λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι η πυγολαμπίδα. Αν το πούμε όμως για κάποιον, εννοούμε ότι είναι πανέξυπνος, ότι δεν πιάνεται με τίποτα.

- Αυτός είναι κωλοφωτιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανέξυπνος άνθρωπος, που δεν πιάνεται με τίποτα.

- Νόμιζες πως θα τον ξεγελάσεις, ε; Εμ ο άνθρωπος είναι σπίρτο μοναχό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασφαλίτης συνθηματικά. Ο αστυνομικός.

- Πολλοί λίτες υπάρχουν μετά την διαδήλωση στα γύρω στενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη μαστούρι, για ευκολία. Μετά την χρήση ουσιών από κάποιον που είναι φανερά υπό την επήρεια χόρτου.

- Χα... Κοίταξέ τον πως έχει γίνει... Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Είναι πολύ στούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.

Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...

Στο 1.45 "γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια". (από Khan, 30/03/14)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified