Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.
(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...
Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.
(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.
- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κλώνος- σάιμποργκ του τίγκα (βλ. τίγκας) : μισός κλώνος, μισός ρομπότ.
Θεωρείται εξελιγμένο είδος και χρησιμοποιεί ΚΑΘΕ νέο προϊόν της χημικής βιομηχανίας για να δείχνει φουσκωτός, να πετάγονται οι φλέβες του και να δυσκολεύεται να περπατήσει με αρμονία. περπατάει με διακοπτόμενες, μηχανικές κινήσεις. Οι διανοητικές του ικανότητες περιορίζονται στον υπολογισμό των γραμμαρίων πρωτεϊνης που τρώει και το πόσα στεροειδή καταπίνει. Προκαλεί τον τρόμο από όπου περνάει.
Πρόγονος του πιστεύεται πως είναι ο Ράλφ Λούντργκεν.
-Έλεος μ'αυτό τον τύπο. Κλάνει ψαρίλα όποτε λυγίζει τη μέση του.
-Άσε μάγκα παίζει φάση τίγκατρον.
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τρίπατος, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Ο ούμπερ-ζοριλίκης τυπάς που φουλάρει / τιγκάρει το σώμα του με ό,τι συμπλήρωμα διατροφής βρει για να φαίνεται φουσκωτός και μετά τριγυρνάει στους διαδρόμους γυμναστηρίων κάνοντας επίδειξη.
Συνηθίζεται να φαίνονται οι φλέβες του και καθώς κάνει ασκήσεις να βογκάει συνεχώς.
- Τσέκαρε τον ψηλό από κει. Φαίνονται οι φλέβες του.
- Παίρνει τα πάντα ο τίγκας !
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκατρον, τρίπατος, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, με πέτυχε στ' αρχίδια.
Ύστερα από σουτ η μπάλα χτυπάει τ' αρχίδια του αντιπάλου.
-Καλά ρε μάλακα... τι σταρχιδοβόλος που είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο επιστήμονας στο είδος του.
Ο ξετσίπωτος, που δεν δίνει λογαρισμό σε κανέναν, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και κανέναν, ο ξεδιάντροπος (κοινώς σταρχιδιστής) που έχει ανάγει την τέχνη του σε επιστήμη* διαφημιζοντάς την γεμάτος περηφάνεια.
(*σταρχιδισμός)
- Τι έκανες σήμερα;
- Μελέτούσα πάλι Σταρχιμήδη ...
- Τι παριστάνεις εκεί και κάθεσαι όλη μέρα, τον Σταρχιμήδη;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βρισιά Λαρισαϊκής προελεύσεως, συνώνυμη της πανελλαδικώς διάσημης μαλάκας.
Υπερθετικά: Χατζηκαυλάρας (συνηθέστερο), Καρακαυλάρας.
Πήγε να την πέσει στο μωρό και σκάλωσε... Τι καυλάρας!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.
Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που φέρνει σε τρελό, ο ψιλο-αρπαγμένος. Περιέχει «ένα τακ» ειρωνείας.
- Είμαι τρελάκιας εγώ, θα πηδήξω από τον Ισθμό, μη με ζορίζετε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο απρόσεκτος. Περιέχει μια ελαφρά δόση χιούμορ.
Μας τσάκισες ρε αρούκατε, πρόσεχε λίγο!
Got a better definition? Add it!
Published