Further tags

Προϊστορικό υπανάπτυκτο ον που ασχολείται μόνο με τη μπάλα και τις ζάντες του αυτοκινήτου του. Εύκολα εντοπίζεται σε οχήματα με black light και αυτοκόλλητο «taradula racing» ή «live to race, race to live».

Λέγεται και «ποντικαραίος».

-Τον είδες τον πόντικα;
-...και βεβαια, αφου ακούγονται τα σκυλάδικα χιλιόμετρα μακριά...

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερήρωας (superhero) της Επανάστασης... Δυστυχώς δεν είχε υπερφυσικές δυνάμεις όπως η catwoman, και ούτε ανήκε στην marvel.

- Πού πας ρε καραγκιόζη;
- Της μάνας σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωποειδές που υστερεί σε ύψος. Πετιέται εύκολα από κανόνι ή και γίγαντα. Βελτιστοποιημένο όν στο να ψάχνει στο γκαζόν.

- Γαμώτο, δε φτάνω το μπόλ...
- Αφού είσαι Midget...

Got a better definition? Add it!

Published

Ιστορική φιγούρα της Αναγέννησης. Σωματοφύλακας του Βασιλιά που για όπλο φέρει mullet (τη χαίτη του)!

-Φύγε από εδώ ρε Mulleteer...
-Άντε γαμήσου ρε!

Βλ. και μουλέτι, χαιτικό, μάλετ.

Got a better definition? Add it!

Published

Καραγκιόζης που σκάει με πουκαμισάκι και φλώρικο παπουτσάκι, να γαμήσει.

- Ωραίο μαγαζί αυτό...
- Ναι, αλλά τι τον έφερες τον τάκουνα μαζί ρε Σούζυ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέουρας, ποντικαράς, στραβάδι ή στραβόγιαννο στο Πολεμικό Ναυτικό με ΕΣΣΟ μετά την Α 06.

Πλωτάρχης Witherspoon: - Τι σειρά είσαι νέος;
Νέοπας: - Ευπειθώς Α07. ΠW: - Πρόσεχε μην πατήσεις την ουρά σου, ποντικαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερτούμπανο γκόμενα, τοπαδούρ, που χύνεις και μόνο με το τσεκερά. Συνηθίζεται για πιπινάκι νεαρής ηλικίας, αλλά ενίοτε μπορείς να το πεις και για μεγαλύτερη, ειδικά αν έχεις θέμα με τους flintstones. Αρκετά ποιητική και εύηχη λέξη όπως ταιριάζει στα νιαμού τέτοιου τύπου.

Προφανώς προέρχεται από την χαρακτηριστική ομορφιά που διακρίνει τα αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από αλάβαστρο.

-Μαν άσε το γιουφ και τσεκέραρε τι σκάει!!!
-Πωπωπω! Τι 'ναι αυτο το μωρό ρε συ! Άκου πως θα την χτυπήσω να μαθαίνεις κι εσύ ρε άμπαλε!
ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ! ΤΙ 'ΣΑΙ ΣΥ;! ΑΛΑΒΑΣΤΡΟ!!!! ΑΛΑΒΑΣΤΡΟ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!

(Πραγματικός διάλογος από πλατεία Ψυρρή)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τη λέξη υπερπαραγωγή (hyper production στα εγγλέζικα). Χρησιμοποιείται για γκόμενα που εκτός του ότι είναι αλάβαστρο και τοπαδούρι συνδυασμός, το φοράει όλο το σύνολο από underwear μέχρι shoewear, μαλλί και make-up πολύ σωστά έτσι ώστε να μοιάζει με υπερπαραγωγή του Ηollywood, ενώ μια άλλη μοιάζει με παραγωγή ουζμπεκιστανού σκηνοθέτη με αφιέρωμα στους αρκουδο-entertainers.

- Πω τι σκάει. Χάιπερ προντάξιον!!!
- Ναι ρε yo. Πού πάει η γκομενα "τρέμουν τα πεζοδρόμια".
- Tοπαδούρ μαλάκα.
- Χάιπερ... Χάιπερ προντάξιον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που εκτελούν καθήκοντα κουβαλητή, χαμάλη. Απο τη λέξη χαμάλης και την αρμένικη κατάληξη -ιαν.

-Έλα yo, σου χω 2 moet, 2 absolute, 1 black κι 1 green label. Ετοίμασε το cash, και θα σε δω με τους χαμαλιάνς μου με το σταφ τουέντι χάντρεντ τζάστ.
-Μπέργκετ δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της αγγλικής retard (=καθυστερημένος), για άτομα που είναι εκ γενετής καθυστερημένα και στον κόσμο τους. Δεν συμμετέχουν ποτέ σε κουβέντα και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κι όταν τους γίνεται κάποια ερώτηση απαντάνε στο θέμα που συζητιόταν πριν 2 μέρες ή για θέματα που τους απασχολούν, π.χ. βούτυρο ή peanut butter κάτω από τη μαρμελάδα.

- Ρε δικέ μου, έτσι σου λεω με το κόκαλο.
- Χαχα, ε την κωλόμπα. - (Richard στο άσχετο): Ρε μαλάκες, δεν κατάλαβα ακόμα για το προχτεσινό σκηνικό. Ο Λέλος πήγε για τσαμπούκι πριν ή μετά ο άλλος λιποθυμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified