Selected tags

Further tags

Εις τους χαλεπούς καιρούς εις τους οποίους ζούμε, θα ήτο καλό να ενθυμούμεθα την γαλλικήν ίνα εκφραστούμε σλανγκικώς με στυλ και απόψεως! Τουτέστιν, μάλλον βάρβαρες εκφράσεις όπως: εις τα καπάκια, καπάκι, πώμα, φελλός κτλ παρακαλούνται όπως αντικατασταθούν με την λέξιν: καπακουάζ!

Εμπεριέχει την ευχρηστίαν της βάρβαρης λέξης «καπάκι» μετά γαλλικής φινέτσας! Très magnifique, non;

- Καυλαγόρας: «Σπεύδε Σταρχίδαμε! Το λεωφορείο αναχωρεί δι’ Ελευσίναν! Δεν θα προλάβουμε τη τελετή ενάρξεως των Ελευσίνιων Μυστηρίων!»

- Σταρχίδαμος: «Έρχομαι εν τω λόγω! Καπάκι!»

- Καυλαγόρας: «Και αργοπορημένος και βάρβαρος! Καπακουάζ λέγεται ούτη λέξη!»

- Σταρχίδαμος: «Μολών περδέ (μτφ: έλα να μας τα κλάσεις)!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.

Προέλευση από Κρήτη.

  1. - Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
    - Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.

  2. Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάιμπερπανκ επεξήγηση για την εντυπωσιακή ετοιμότητα της μνήμης μας.

Οι καλοί χρόνοι απόκρισης έχουν να κάνουν με αναμνήσεις για γεγονότα ή και περιγραφές που στους συνομιλητές μας φαίνονται χαμένα στις ομίχλες του χρόνου. Κι αυτό είτε επειδή συνέβησαν παλιά στο Τέξας, είτε διότι ξεφουρνίζουμε απίστευτες λεπτομέρειες την στιγμή που ο φουκαράς απέναντί μας δεν θυμάται καλά-καλά τι κρατάει στα χέρια του χωρίς να το δει.

Ετυμολογείται (προφ) από τις συντομεύσεις στην επιφάνεια εργασίας (desktop) του υπολογιστή, που σε γλιτώνουν από την εξοντωτική αναζήτηση ενός αρχείου ή ενός προγράμματος στα κατάβαθα των σκληρών σου δίσκων.

- Καλά, εγώ πως θυμάμαι ότι την γνώρισα στην Πάρο;
- Όχι φίλε, λάθος, στην Πάρο πήγαμε την επόμενη χρονιά. Που πήγαμε ζευγάρια, εγώ με την μεξικάνα εσύ με κείνη την καστοριανή με το μουνί το τρικάπακο που μού 'λεγες...
- Εεε... Και τέσπα πού την γνώρισα;
- Στο Ποσείδι που κάναμε κάμπινγκ. Ήταν την χρονιά με το μουντομπάσκετ στην Αθήνα, που είχαμε και τις πυρκαγιές; Καλά δεν θυμάσαι; Που βλέπαμε τον αγώνα και στο γήπεδο έπεφτε συνέχεια το ρεύμα;
- Ννναι...
- Ε, εκεί. Ήρθε και σου ζήτησε φωτιά κι εσύ της είπες μια μαλακία για τα δάση και τη ΔΕΗ.
- Μάλιστα... Δεν μου λες, όλα αυτά τα θυμάσαι ή τα βγάζεις από το μυαλό σου;
- Εγώ ρε; Εγώ αν είναι για διακοπές και γκόμενες τα έχω όλα αυτά στο ντέσκτοπ με συντόμευση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται καταδρομική επιχείρηση ή ενέργεια και αναφέρεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των καταδρομέων (λοκατζήδων κ.λπ.) που χρησιμοποιούν τεχνικές ανορθόδοξου πολέμου για την επίτευξη μιας αποστολής, όπως αιφνιδιαστική έφοδο επί του στόχου, πλήρη απόκρυψη, καταιγιστική ταχύτητα και άλλα τέτοια στρατοκαυλικά.

Κατ' αναλογία στην καθομιλουμένη, καταδρομική είναι είτε η επέμβαση κάποιου που διενεργείται οργανωμένα και ξαφνικά, με σκοπό να πιάσει τα θύματά της στον ύπνο, είτε η πράξη που, για την εκτέλεσή της, απαιτεί από τον επιχειρούντα να μαζέψει τα κουράγια του, να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τη ραθυμία που στέκονταν εμπόδιο μέχρι τότε και να μην σταματήσει μέχρι αυτή να ολοκληρωθεί.

Η ίδια η πράξη μπορεί να είναι από την πιο απλή και καθημερινή (βλ. παράδειγμα 2) έως το ξεκαθάρισμα της πιο μπερδεγουέη κωλοκατάστασης.

  1. «Αιφνιδιαστικές» επιθεωρήσεις δημοσίων υπηρεσιών με ειδοποιημένες κάμερες και συνεργεία δεν είναι επιθεωρήσεις. Θέλεις να κάνεις επιθεώρηση κύριε υπουργέ; Πάρε έναν γραμματέα σου, μπες στο αυτοκίνητό σου και κάντε μια καταδρομική σε ένα ΙΚΑ ή σε μια πολεοδομία. Κι όταν φτάσεις, κάνε για λίγο και τον φουκαρά πολίτη ή τον «ανοιχτό σε λύσεις» απατεωνίσκο. Να δεις τι γράψιμο ή τι γρηγορόσημα και μίζες έχεις να αντιμετωπίσεις αντίστοιχα.

  2. Μικρέ, θα κάνεις μια καταδρομική; Πετάξου στο πιο κάτω περίπτερο πού 'χει και τη μάρκα μου. Κι άμα πας τσίμπα ένα πεντάευρο και κράτα για την πάρτη σου τα ρέστα.

  3. - Αρχηγέ, από το υπόγειο έρχομαι. Να ξέρεις, το αρχείο είναι άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Θα μας ζητήσουν από πάνω κανέναν παλιό φάκελο και θα τους κοιτάμε σα μαλάκες.
    - Ρε Λευτέρη, θα κάνουμε μια καταδρομική ένα Σάββατο να το συμμαζέψουμε;
    - Τι θέλω και μιλάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ φάσεων/εκδοχών του Λούκι Λουκ. Ο γαμιάς που γαμεί πιο γρήγορα απ' τον ίσκιο του.

«Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση.»
(Τίτλος όλος-χρόνος-κλασικής τσόντας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο ταχυτήτων (αγγλογάλλικο).

- Φίλε, τον βλέπεις αυτόν; Έχει δέκα γκόμενες κάθε βράδυ στο κρεβάτι του.
- Αφού είναι ντουμπλ φαστ ο τύπος. Τις μισές τις ρίχνει με μπαρούφες, τις άλλες μισές με το μπιγκιγκίνιον. Είναι ο εραστής του μέλλοντος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-αυτοκόλλητο σε κωλοπειραγμένα αμάξια τύπου Honda Civic Vti, Skoda Octavia 1000hp, Toyota Corolla κλπ που οδηγούν νεαροί κάγκουροι και καυλοτίμονοι.

Αποτρέπει τους συνοδηγούς από το να στήσουν το αμάξι τους με το συγκεκριμένο γιατί και καλά θα φάνε σκόνη.

(Σε φανάρι της παραλιακής)
- Στήσιμο;
- Άσετο...
(Ακολουθεί σπινιά για να πάρει μάτι ο θρασύς το αυτοκόλλητο και να κάνει τουμπέκα)

Όχι τέτοια αυτοκόλλητα πάντως (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified