Further tags

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός για τη φραπεδούπολη, την πόλη που λατρεύει τη ΜΠΑΟΚάρα και διεκδικεί με πάθος την αύξηση της διαμέτρου των πουρφάν φραπέ, και τη δημιουργία ενός 4ου, ξύλινου ποδιού στη Χαλκιδική για να τους χωράει όλους, την παρδαλή Θεσσαλονίκη.

Προέρχεται από το γεγονός ότι τα πεζοδρόμια και οι πλατείες της βρίθουν από συνήθως παράνομα εγκατεστημένα τραπεζοκαθίσματα αλληλοδιάδοχων καφετεριών.

- Τι να μας πουν και στο Μιλάνο, που σε 15 λεπτά έρχεται ο μετρ και σου σηκώνει τον καφέ τέλειωσες-δεν τέλειωσες; Σαν τη Τραπεζοκαθισματούπολη να αράζεις με τις ώρες σου, δεν υπάρχει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχολές των ηλιθίων και φλώρων στην Αγγλία και στην Αμερική, οπού καταλήγουν οι παρακάτω κατηγορίες ανθρώπων (;;):

  1. φλώροι με λεφτά
  2. φλώροι και ηλίθιοι με λεφτά
  3. ηλίθιοι του τει αφισσοκόλησης-αφισσορύπανσης με λεφτά
  4. φυτά με λεφτά

όλοι οι παραπάνω προορίζονται και για πρωθυπουργοί τουλάχιστον.

Η βοϊδοσχολή του LSE

(Γιώργος Τράγκας)

(από daisy_mantroskylos, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί ή μέρος που έχει τάση για δήθεν, για δηθενιά, και διέπεται από την ιδεολογία του υπαρκτού δηθενισμού. Συχνά χαρακτηρίζονται έτσι τρέντι εστιατόρια που αναδεικνύονται σε μέγιστες πιασοκωλερί, μόνο και μόνο επειδή έχουν λίγο καλύτερη μόστρα. Αλλά και διάφοροι πολυχώροι υπερκουλτουρίασης και ό,τι.

Για να γράφει τον τίτλο Magereio με αγγλικούς χαρακτήρες θα πρόκειται για μεγάλο δηθενάδικο. Πάω στοίχημα ότι θα μας σερβίρουν προσούτο με πεπόνι, που θα καταλαμβάνει μόνο το κέντρο ενός τεράστιου άδειου πιάτου και θα φύγουμε νηστικοί, ενώ θα μας έχουν πιάσει τον κώλο. Πάμε καλύτερα στον Πλάτανο να φάμε σαν άθρωποι...

(από Khan, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατάστημα που πουλάει επώνυμα ρούχα και παπούτσια (αλλά και έπιπλα, ηλεκτρονικά κλπ) με εξαιρετικά (υποτίθεται) μειωμένες τιμές καθότι πρόκειται για πρόσφατα αποσυρμένα μοντέλα ή ελαφρώς ελαττωματικά.

Πολλές φίρμες ή καταστήματα έχουν τα δικά τους στοκατζίδικα (πχ. Καρούζος, Μπένετον, βγαίνετον κττ), αλλά υπάρχουν και καταστήματα εξ ορισμού τέτοια όπως πχ το factory outlet ή κάποια μικρά χωμένα από δω κι από κει σε γειτονιές που δεν πάει ο νους σου.

Τα μαγαζιά αυτά πάντα είχαν πέραση, είτε στους μη έχοντες χρήμα για πέταμα, ή σε όσους από άποψη ψωνίζουν έτσι, ή σε όσους χεστήκανε που κλάνανε για το αν αυτό που φοράνε είναι της μοδός. Σε εποχές κρίσης δε, φτουράνε ακόμα περισσότερο. Βέβαια ο λαός λέει ότι η φτήνια τρώει τον παρά, άλλο αυτό.

Από το αγγλικό stock, βέβαια.

Σς να μην συγχέεται με τα βίντατζ (vintage) ππου πουλάνε παλιά ρούχα ή/και δεύτερο χέρι.

Τα στοκατζίδικα είναι η λύση!
Όλοι έχουν δικαίωμα στο στυλ και στα επώνυμα ρούχα, αξεσουάρ και έπιπλα - κυρίως οι φοιτητές. Ευτυχώς που υπάρχουν τα στοκατζίδικα που δικαιώνουν αυτή την άποψη.

από το Λίφο (sic)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για το μέρος εκείνο το οποίο εξυπηρετεί στην απόθεση και ομαλή προώθηση των ούρων, πολλές φορές και των κοπράνων, προς το αποχετευτικό σύστημα.

Είναι σύνθετη λέξη η οποία αποτελείται από το πιπί που, στα μωρουδίστικα, σημαίνει τσίσα (όπως τσιτσί είναι το κρέας, λολό το νερό, τουτού το αυτοκίνητο και άλλα τέτοια περίεργα) και το ρουμ (room), που στα Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο.

Το λήμμα απευθύνεται σε κάθε είδους τουαλέτα στην οποία μπορείς να κάνεις και το ψιλό σου και το χοντρό σου και πολλές φορές ακόμα και να μπανιαριστείς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για δημόσιες ή τουαλέτες εστιατορίων και καφετεριών, ενώ αν χρησιμοποιείται στις οικιακές τουαλέτες είναι γιατί ο συνηθέστερος λόγος που τις επισκέπτεται κανείς είναι για να κατουρήσει.

Το λήμμα πιθανόν να προϋπήρχε, άλλα μετά την δημόσια εμφάνισή του στο σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά» (εκστομίστηκε από τον Μπέζο) η δημοτικότητα και η χρήση του εκτινάχθηκε στα ύψη.

Συνώνυμα: μέρος, βεσέ, καμπινές, καλ(λ)ιόπη κ.α..

«...με αγχωνει το γεγονος οτι πινω συνεχεια νερα και θελω να πηγαινω συχνα τουαλετα(στην τελευταια μου δουλεια με κοροιδευαν επειδη καθε 20 λεπτα πηγαινα στο πιπι-ρουμ...)» από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο με τον «τελευταίο τροχό της αμάξης», αλλά σαφώς πιο μαγκιόρικο.

Ο Ολυμπιακός στο τσαμπιολής είναι η τελευταία τρύπα του κλαρίνου.-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου είναι μαζεμένη μια μεγάλη ομάδα από μπάζα, δηλαδή από άσχημες γυναίκες. Καθόλου περίεργο, αφού δοθέντος του ενός μπάζου, που έχει τον ανθρωποδιώκτη, δεν θα την πλησιάζουν άντρες, ενώ όμορφες γυναίκες μόνο για να ανεβαίνει η αυτοεχτίμησή τους, οπότε με την τελευταία εξαίρεση είναι αναμενόμενο να ελκύσει στην παρέα της και άλλα μπάζα, που θα αρθρωθούν σε μπαζοσχηματισμούς καταλαμβάνοντες αρκετό χώρο σε μπαράκια κ.ο.κ. Κάτι παρόμοιο με τον αντρικό αρχιδόκαμπο κ.τ.ό.

Η οικοδομή, ωστόσο, αποτελεί καλή ευκαιρία για τον μπαζοφονιά, που έχει κάνει νόημα ζωής το αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις και μπορεί σε αυτήν να αποτελέσει τον μπαζοβοσκό της. Από λογοτεχνικές αναφορές, να πούμε προς τιμήν του ότι ο Peter Handke έκανε πρόσφατα ένα ριμέικ του Δον Ζουάν, όπου ως Δον Ζουάν παρουσιάζεται ένας άντρας που ανακαλύπτει την ομορφιά σε μικρές λεπτομέρειες γυναικών που δεν είχε ποτέ κανείς προηγουμένως προσέξει, και ξυπνά μέσα τους ακόμη πιο άγριο πόθο.

Όποιος, λοιπόν, δεν γαμάει ας μην παραπονιέται, υπάρχει κι η οικοδομή!

Πάσα: Jeanoir.

  1. - Άκυρη η πρόσκληση γιατρέ μου, μην ξεσηκώνεσαι. Το άντρο με τις πιπινέζες αποδείχτηκε οικοδομή με πιπινόμπαζα. Πάμε για άλλα...

  2. κι εσύ θα αναγκαστείς να την αντικρίσεις πρωί και ξενέρωτος, τότε πια δεν θα έχεις αυταπάτες: ήταν άλλο ένα μπάζο, ήταν άλλη μια νύχτα στην οικοδομή. (Εδώ).

  3. την μαζικότητα του φαινομένου πεντάμορφη και τέρας την βλέπω παντού... και ελπίζω να φταίει για αυτό μου το συμπέρασμα το μη αντιπροσωπευτικό δείγμα...γιατί όπως βλέπω η επόμενη γενιά (με βάση τα ζευγάρια που θα την δημιουργήσουν) θα είναι κατα κυριότητα μπάζα και η Ελλάδα θα γίνει μια απέραντι οικοδομή (γιατί έχουμε γεμίσει και μέτρια γκομενάκια βρε αδερφέ στους δρόμους...ας φωνάξει κάποιος τον μπόγια να μαζέψει τις άσχημες τουλάχιστον)! (Εδώ).

μπαζοκόφτης, απαραίτητο αξεσουάρ του μπάζου, (από allivegp, 04/01/11)To περιοδικό Harper\'s Baza-ar (το πιάσαμε το υποννοούμενο, έτσι;) με τη Γενιφέρη Αναγνωστοπούλου. (από allivegp, 04/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published