Further tags

Λέγετε ειρωνικά για δημόσια σχολεία (λύκεια συνήθως) που το επίπεδο τους είναι, τουλάχυστον, κάτω του μετρίου. Ξέρετε τώρα, καθηγητές άχρηστοι, μαθητές με μέσο όρο που κυμαίνεται στο 10 και κτήριο πιο χάλια και από αυτά του Βωβού.

Από τα πιο γνωστά είναι το 16 κόλετζ οφ Αμπελόκηποι, το 24 κόλετζ οφ Πολύγωνο και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στο Γαλάτσι, δεν είναι τα μόνα όμως. Κάποια ήταν από την αρχή της λειτουργίας τους έτσι και κάποια πήραν την κατηφόρα με τον καιρό.

  1. - Ρε συ, τι μου 'πανε; Πήρες μεταγραφή για το 16;
    - Ναι...γιατί;
    - Θα καλοπεράσεις στο κολέγιο... καημενέεεε!

  2. - Καλά, εσείς καταλαβαίνετε τίποτα από το μάθημα του Σκορδομπούτσογλου;
    - Όχι... Welcome to the college.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εστιατόρια γρήγορου φαγητού McDonald's στην σλανγκομιλουμένη.

Από το Μακ Ντόναλντς > Μακ Ντο > μακντό.

Προφέρεται και μαΓκντό ή μακ, άμα είσαι έμπειρος.

  1. - Πάμε μακντό να τσιμπήσουμε κανα τσιζ (μπεργκερ);
    - Με ένα ευρώ; Φύγαμε!

  2. - Του 'πα να έρθει στις 6 έξω από τα μακ να πάμε να μιλήσουμε να δούμε άμα θα κάνουμε κατάληψη αύριο...

στο μπαλαούρο! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων, αλλά είναι πιο ποιητικό και πιο εύηχο. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις βολεύει, ενώ το άλλ' αντ' άλλων όχι.

  1. Καλά, η γκόμενα είναι χαμένη στο διάστημα, νομίζει ότι τη γουστάρω. Αλλού ντ' αλλού σου λέω!

  2. - Τρία σπαθιά.
    - Καλά, αλλού ντ' αλλού. Αφού είπες πάσο!

  3. Πήγα εκεί που μου 'πες. Αλλού ντ' αλλού. Βενζινάδικο είναι ρε μαλάκα!

Στο 1.10 η Γιαλαλαού "κάθε βράδυ βγαίνει παρφουμαρισμένη και αλλού ντ\' αλλού" (από Khan, 28/10/09)

Δες επίσης και αλλού και αλλού γι' αλλού αλλά και Άλαν Ντάλον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερπλήρης.

  1. Πω, πω, μαλάκα, πίτα είναι το λεωφορείο! Θα πάρουμε το επόμενο.

  2. Πήγαμε Σαββατοκύριακο Καλαμίτσι και δεν βρίσκαμε μέρος να βάλουμε τη σκηνή. Πίτα ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κωσταλέξι, το χωριό όπου βρέθηκε το 1978 έγκλειστη σε ένα υπόγειο επί 29 χρόνια για πολιτικο-οικογενειακούς λόγους μια κοπέλα, είναι σε όλους γνωστό. Για περαιτέρω πληροφορίες και γνώμες, δείτε αυτό και αυτό.

Κωσταλέξι λέμε σήμερα αφενός την κατάσταση μιζέριας, αλλά και ένα ψυχολογικά ή/και εμφανισιακά μίζερο και τρισκακόμοιρο, απροσάρμοστο άτομο -μεταφορικά πάντα.

Παρεμφερή λήμματα: γκάου, αρούγκανος, περιορισμένης ευθύνης, μπουνταλάς, νταού κατάσταση, γκαγκά, τουντς, γκαούγκαγκας, γκαούγκαλος, ούγκαλος, ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας, λιμοξίφτερος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει έναν τρισάθλιο χώρο.

  1. - Μαλάκα, είδες λεφτά η γκόμενα; Έχεις καταλάβει πού ζει;
    - Τι πού ζει ρε συ, δε μπα να ζει και στο Μπάκινγχαμ, τι να το κάνεις, δεν την αφήνουν οι γονείς της να δει άνθρωπο, έχει ξεχάσει να μιλάει το άτομο, είναι εντελώς τελείως Κωσταλέξι!

  2. - Η κόρη μας θα μας φέρει απόψε το νέο της φλερτ...
    - Κανα Κωσταλέξι θα μας κουβαλήσει πάλι, σαν τον προηγούμενο που κυκλοφορούσε με τα τρύπια βρακιά...

  3. Ααα!!! Με γεια το σπίτι! Αυτό, μάλιστα! Όχι σαν το κωσταλέξι όπου έμενες πριν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς έκφραση μεγαλοποίησης της αρεσκείας ενός ατόμου ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση κλπ...

Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης

— Πώς ήταν η έκθεση μοτοσυκλέτας ρε μπίου;
— Καλά μπρο δεν πιάνεις, και γαμώ λέμε ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Παρίσι, αποκλειστικά για τους έλληνες διαβιούντες εκεί ή για όσους πέρασαν κάποια περίοδο της ζωής τους, όπως το εράσμους.

Για κάποιους εμπεριέχει και το υφάκι «νταξ τι είναι το παρίσι, σαν την παλάμη μου το ξέρω», για τους νορμάλ απλά δείχνει αγάπη προς την πόλη, και την εξοικείωση.

Το καταθέτω γιατί όντως το λένε (λέμε) σχεδόν όλοι και (ίσως λόγω της λέξης που της ταιριάζει) δεν έχω ακούσει κάτι ανάλογο, πχ για το Λονδίνο, παρ' όλο που βρωμάει απ' τους έλληνες πολύ παραπάνω απ' το Παρίσι, ή οποιαδήποτε ανάλογη πόλη. Ε, τώρα, Λονδινούλι δεν το λες με την καμία...

(Το λογοπαίγνιο με το παριζάκι αποφύγετέ το, πολύ μπανάλ και εύκολο).

  1. - Και πότε γυρνάς ρε;;
    - Παρισάκι; Αρχές σεπτέμβρη.
    - Ασταδγιάλα ρε που έγινε και παρισάκι τώρα...

  2. (βαθιά ανάσα κάτουρου στο μετρό άμα τη αφίξει)
    - Ααααχχ...μύρισε Παρισάκι!!

(από Vrastaman, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified