Selected tags

Further tags

Ο άνθρωπος που είναι περιθωριοποιημένος από τον κόσμο και εργάζεται εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από στοίβες χαρτιά και βιβλία. Αυτός ο όρος προέρχεται από τον ρόλο του συμβολαιογράφου Τάπα, που έπαιξε σε παλιό ελληνικό ασπρόμαυρο σήριαλ ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το έργο αναφερόταν στην Κεφαλλονιά του 19ου αιώνα.

- Ρε Τάπα, βγες και λίγο έξω από το σπίτι, θα σκουριάσεις εδώ μέσα. Αχ και να είχα τα νιάτα σου...

Ο Ψάλτης στο σήριαλ Συμβολαιογράφος (από GATZMAN, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που αναζητά τη λύση ενός περίπλοκου ζητήματος με παιδαριώδεις μεθόδους και θεωρεί τον εαυτό του εξπέρ στην επίλυση τέτοιων ζητημάτων. Κάνει λάθος εκτιμήσεις τόσο στο ζήτημα όσο και στις ικανότητες του.

- Καλά... έχει φάση ο Νώντας. Το παίζει αστυνόμος Σαΐνης. Φαντάζεται διάφορα άσχετα πράγματα και η πλάκα είναι πως νομίζει πως θα βρει την άκρη σε τέτοιο κυκεώνα. Θα μπει σε περιπέτειες με το μυαλό που κυβερνάει...
- Άστον να πάθει σοκ, μήπως και ξυπνήσει.
- Τι να ξυπνήσει μωρέ; Την έχει πατήσει ουκ ολίγες φορές αλλά είναι ψωνισμένος ο άνθρωπος.

Εμπρός καλό μου χέρι! (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία μνημειώδης φράση που αποδίδεται στον Θεό της αθλητικής δημοσιογραφίας, Γιώργο Γεωργίου.

Γεωργίου: - Πόσων ετών είσαι φίλε;
Τηλεθεατής: - 60.
Γεωργίου: - 60;
Τηλεθεατής: - Ναι.
Γεωργίου: - Φίλε, θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς.
Τηλεθεατής: - Εντάξει.
Γεωργίου: - Παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;
Τηλεθεατής: - Ε, sometimes.
(Χαμός στο στούντιο)

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H φράση προέρχεται από γνωστό τηλεπαιχνίδι που παιζόταν παλιότερα στο Mega με παρουσιάστρια την Έλενα Ακρίτα και αποτελούσε μεταφορά του ομώνυμου κουίζ σόου του BBC με τηλεπαρουσιάστρια την Αν. Ρόμπινσον. Η τελευταία είχε κερδίσει τον τίτλο της πιο στριμμένης τηλεοπτικής πρωταγωνίστριας. Η ελληνική έκδοση ξεκίνησε το 2001 και η Έλενα Ακρίτα κινείτο σε αντίστοιχη ρώτα με την Αν. Ρόμπινσον και γι' αυτό ο Μητσικώστας είχε σατιρίσει δεόντως το αυστηρό και βλοσυρό ύφος της. Τα σκηνικά του παιχνιδιού ήταν σκούρα. Οι παίκτες έπαιζαν ως ομάδα και στο τέλος κάθε γύρου καλούντο να επιλέξουν τον παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Τόσο το στυλ της πρωταγωνίστριας, όσο και τα σκηνικά του παιχνιδιού, δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η χαρακτηριστική φράση με την οποία η παρουσιάστρια εκτελούσε τον παίκτη ήταν: «Λυπάμαι, είστε ο πιο αδύναμος κρίκος». Στο τέλος διαγωνίζονταν μεταξύ τους οι δυο εναπομείναντες με στόχο να προκύψει ο νικητής.

Άρα η έννοια του όρου βασίζεται στην εύρεση του αδύναμου κρίκου της ομάδας. Η εύρεση δηλαδή του παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Αντίστοιχα, όταν λέμε πως κάποιος είναι ο αδύναμος κρίκος, θεωρούμε πως τα αποτελέσματα ή οι επιδόσεις του υπολείπονται των άλλων και τον καλούμε ή να διορθωθεί ή να αποχωρήσει. Επίσης λέγοντας τη φράση, μπορεί να θεωρούμε πως η γνώμη του δεν ταυτίζεται με την άποψη της πλειοψηφίας και τον καλούμε να συμβιβαστεί με αυτή την άποψη ή να αποχωρήσει.

Η φράση αυτή λέγεται με χιουμοριστικό στυλ, ωστόσο διατηρεί μέσα της έναν τόνο, κάτι σαν ετυμηγορία, σαν πόρισμα, που παραπέμπει στο στυλ της τηλεπαρουσιάστριας. Συνήθως, μια τέτοια ανακοίνωση κρύβει στο background της συσσωρευμένη αντίδραση για την επίδραση του αδύναμου κρίκου στην ομάδα.

  1. Σε ορειβατική αποστολή, ο τελευταίος που δεν έχει σχέση με το άθλημα βρίσκεται μακριά από τους άλλους, αγκομαχεί και είναι καταϊδρωμένος. Ο αρχηγός της αποστολής τον παίρνει παράμερα και με χιουμοριστικό στυλ του λέει:
    - Θανάση μην το πάρεις προσωπικά, αλλά… είσαι ο αδύναμος κρίκος της ομάδος. - Γιατί το λες αυτό;
    - Ο καιρός χαλάει, σε λίγο νυχτώνει κι αν ακολουθούμε τους ρυθμούς σου δεν θα προλάβουμε να φτάσουμε σύντομα σε ασφαλές μέρος. Θα αντιμετωπίσουμε κίνδυνο. Γι 'αυτό λέω να την αράξεις στο καφενεδάκι που θα συναντήσουμε σε κανά πεντάλεπτο και να μας περιμένεις εκεί.

  2. - Ντίνα, μην το συζητήσουμε άλλο. Όλη η ομάδα θέλει να πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου. Μόνο εσύ θέλεις να πάμε στο καφέ της Χαράς. Άρα είσαι ο αδύναμος κρίκος. Οπότε, ή έρχεσαι μαζί μας ή... καληνύχτα.

(από GATZMAN, 28/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τηλεοπτικού δημοσιοκάφρου, ο οποίος μέσα από το απυρόβλητο παράθυρό του βάλλει ανελέητα και αδυσώπητα κατά παντός, συνδυάζοντας αυτόχριστα την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε συσκευασία 3-σε-1.

Το λήμμα αποτελεί λογοπαίγνιο του ονόματος του εκλεκτού ανθού της σύγχρονης δημοσιογραφίας Ευαγγελάτου.

Τις προάλλες βγήκε ο Εισαγγελάτος και μας παρουσίασε τον πυροσωλήνα ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε που μπορεί να τον βρήκαν οι τρομοκράτες. Έλα ντε, που να τον βρήκαν; Εδώ τον βρήκε ο Εισαγγελάτος. (από Blog)

«είχα δυο επιλογές: να σπάσω την τηλεόρασή μου, διότι η πίεση του αίματός μου είχε φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, σε σημείο που να χρειάζομαι ισχυρή δόση ηρεμιστικών, ή να πατήσω το κουμπάκι και να σταματήσω την παροχή ρεύματος στη συσκευή, απαλλάσοντας τον εαυτό μου από τη θέαση του ενοχλητικού υποκριτικού υποκειμένου που λέγεται Εισαγγελάτος. Μετά ωρίμου σκέψεως προτίμησα το δεύτερο.» (από Blog)

Είναι νομίζω γνωστό τοις πάσι ότι ο Ευαγγελάτος τρέφεται με τον τρόμο και τον πανικό που προκαλεί στους άλλους... Εν πάσει περιπτώσει, τι σκατά προτείνει η Τατιάνα και ο Εισαγγελάτος; Να καταργήσουμε το Augmentin; Και όσοι έχουν σωθεί από αυτό; Και όσοι έχουν μικρόβια που είναι ανθεκτικά σε άλλα αντιβιοτικά και το χρειάζονται; (από Blog)

Εισαγγελάτος εν δράσει (από Vrastaman, 01/10/08)Τρόμος! (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:

Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;

Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.

- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!

μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H ατάκα παραπέμπει στο ομώνυμο σήριαλ του Mega, σήριαλ το οποίο αποτελεί απόδοση της διεθνούς σειράς «Amor Descarado» και βασίζεται στο βιβλίο Πρίγκιπας και Φτωχός. Η πλοκή της υπόθεσης ξεκινά από μια στιγμή 0 κατά την οποία λόγω ενός ατυχήματος συμβαίνει εναλλαγή στις ζωές δυο ανθρώπων που μοιάζουν καταπληκτικά μεταξύ τους. Λόγω του ατυχήματος προκαλείται αμνησία στον έναν, και λόγω μιας συγκυρίας περνάει ο άλλος τη μοιραία στιγμή από τον χώρο του ατυχήματος και αξιοποιεί τη συγκυρία αλλαγής ταυτότητος προς ίδιον όφελος. Έτσι, εξαιτίας του συμβάντος και της συγκυρίας, ο καθένας από αυτούς ζει τη ζωή του άλλου. Στο σήριαλ πρωταγωνιστεί ο Ι. Παπαζήσης, παίζοντας τα δύο πανομοιότυπα άτομα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ατάκα μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που έχουμε ζητήσει από κάποιον να πάρει απόφαση για κάτι που τον αφορά. Αυτός όμως, δεν είναι έτοιμος άμεσα και μας λέει: μια στιγμή. Αυτή τη στιγμή μπαίνει η βενζινόκολα, για να του πούμε χαμογελώντας: »μια στιγμή… δυο ζωές«, πάρε όσο χρόνο θέλεις δηλαδή (εντός λογικών πλαισίων βέβαια). Όταν ο άλλος ακούει, τη λέξη «δυο ζωές», ξαφνιάζεται στιγμιαία, γιατί σχεδόν άμεσα τσιμπάει το μεταφορικό νόημα που είναι »Μην αγχώνεσαι, έχεις αρκετό χρόνο«. Μέσω της υπερβολής λοιπόν, δίνουμε στον άλλον να καταλάβει πως έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να πάρει τη σωστή απόφαση, ενώ παράλληλα βελτιώνουμε την επικοινωνία μεταξύ μας και δίνουμε μια χιουμοριστική νότα στην ήδη κουραστική μέρα μας. Παράλληλα, η παραπομπή στο σήριαλ πλαισιώνει τη στιγμή με έναν ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο, που επιβοηθά όπως αναφέρθηκε, μέσω χιουμοριστικής προσέγγισης, στην αποτελεσματικότητα απόφασης και στη βελτίωση της επικοινωνίας .

Σε σαντουϊτσάδικο:
Πελάτης: - Ένα σάντουιτς παρακαλώ
Υπάλληλος:
- Τι να σας βάλω μέσα στο σάντουιτς;
Πελάτης: - Μια στιγμή… μια στιγμή…
Υπάλληλος (χαμογελώντας): - Μια στιγμή… δυο ζωές. Όποτε θέλετε.

Ι.Παπαζήσης  (από GATZMAN, 07/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified