Selected tags

Further tags

Ε οκ, φυσιολογική ελληνική λέξη, αλλά το ενδιαφέρον είναι στον τρόπο που χρησιμοποιείται στα μήντια, και ειδικά στα μεσημεράδικα.

Η νέα σύνταξη, θέλει το αντικείμενο του ρήματος «αγαπάμε» χωρίς άρθρο. Έτσι το εφφέ γίνεται πολύ τρέντυ.

Θεωρίες συνωμοσίας αναφέρουν ότι ενδεχομένως δηλώνει συμπάθειες και κλίκες (γλειψ-γλειψ)

Παρουσιάστρια: Και μετά από αυτό το θέμα ας περάσουμε στο επόμενο βίντεο για το πάρτυ που έκανε ο Ρέμος στη Θεσσαλονίκη...
Γλοιώδης πανελίστας/Τσουτσού: ...ναι! Γιατί αγαπάμε Ρέμο και αγαπάμε Θεσσαλονίκη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σλάνγκος Δράκος» είναι ένα προτεινόμενο, διόλου εύηχο, συλλογικό προσωνύμιο για τους λημματοδότες του παρόντος site οι οποίοι τείνουν κατά την παράθεση των παραδειγμάτων να γράφουν μικρά μονόπρακτα και άλλα σεναριοειδή αφηγήματα, βγάζοντας από μέσα τους το μικρό Νίκο Φώσκωλο που όλοι κρύβουμε. Το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στον θρυλικό χαρακτήρα της «Λάμψης», του πολυκύμαντου και παντελώς ασήμαντου σαπουνιού που επί 14 χρόνια (τελείωσε το 2005) καθήλωνε τις τηλεθεάτριες - και τους τηλεθεατές, ας μη γελιόμαστε .

Μολονότι χαρακτήρας και όχι σεναριογράφος, ο Γιάγκος Δράκος (που παιζόταν από τον Χρήστο Πολίτη) κρίθηκε από τον γράφοντα κατάλληλος για το συγκεκριμένο λεκτικό παιγνίδι λόγω α) του πρόσφορου του μικρού του ονόματος β) του επωνύμού του αλλά κυρίως λόγω του ότι γ) στα λήμματά τους οι Σλάνγκοι Δράκοι κατά κανόνα τοποθετούν εαυτόν πρωταγωνιστή, είναι τόσο συγγραφείς όσο και ήρωες, καθιστώντας τα περισσότερα από τα σενάρια αυτοβιογραφικά. Φανταστείτε δηλαδή τον Γιάγκο Δράκο να έχει και το ελεύθερο της συγγραφής. Καθώς τα λήμματα του Slang.gr έχουν πλέον φτάσει να είναι υπερδιπλάσια σε αριθμό από τα επεισόδια της Λάμψης, σε Βίρνα Δράκου αναδεικνύεται η θυελλώδης και ομιχλώδης Λίλιαν (αναζήτησε το σχετικό λήμμα).
Το θηλυκό φυσικά του Slangou Δράκου είναι η γλωσσόφιλη (= ασχολούμενη με γλωσσικά ζητήματα) σεναριογκόμενα.

(από φανταστικά προσωπικά μηνύματα μέσω του site)

εξερχόμενο: Να σε ρωτήσω κάτι ρε XrhsthsXYZ, η φράση «άντε γαμήσου ρε παπάρα» ακούγεται ρεαλιστική; Θα μπορούσε να ειπωθεί ως έχει; Είναι από διάλογο σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου για το λήμμα οδοντόγιατρος... Αν έχεις χρόνο πες μου την άποψη σου...

εισερχόμενο: Δε χρειάζεται να είναι κανείς και Σλάγκος Δράκος για να κρίνει ότι... ναι, είναι γαμάτο... έγραψε!

O Slangos και η τρελλή παρέα του (από Vrastaman, 19/11/08)(από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοσύστατος ορισμός για τις πάσης φύσεως τηλεπαρουσιάστριες τις μεσημεριανής ζώνης, που ασχολούνται με κάθε είδους άχρηστες πληροφορίες για ντεμέκ vip πρόσωπα.
Στην λίστα περιλαμβάνονται οι λαμπιρο-καραβατο-μουτσινο-τατιανα κ λοιποί.

- Άλλαξε κανάλι, ρε Mαρίνα. Τις βαρέθηκα τις μεσημεριανούδες. Αμάν πια !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα τηλεπαιχνίδια από τους παρουσιαστές όταν θέλουν να ρωτήσουν αν ο παίχτης είναι σίγουρος για την απάντηση του και αν η τελική του απάντηση είναι η βλακεία που του ξέφυγε πριν.

Το λέμε ως αντίστοιχο του «Είσαι σίγουρος για την απάντηση σου;». Επίσης, το χρησιμοποιούμε όταν κάποιος λέει κάτι και θέλουμε να το αντικρούσουμε χωρίς να του πούμε κατάμουτρα ότι λέει μαλακίες ή όταν δεν είμαστε σίγουροι ποιος λέει τη μεγαλύτερη μαλακία –εμείς ή αυτός.

– Την 17η Οκτωβρίου είπαμε το ΟΧΙ στους Πέρσες.
– Κλειδώνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ της λεκτικής συνουσίας των λέξεων παράθυρα και μουρμούρα. Μιλάμε για μια συνουσία χωρίς δημιουργία που οδηγεί στην πολλαπλή εκμετάλλευση του θεατή. Μιλάμε για τη διοργάνωση συζήτησης πάνω σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον κόσμο (άρα προσδοκάται τηλεθέαση) από δημοσιοκάφρο, που για λόγους τηλεθέασης, έχει προσκαλέσει άτομα που με το παραμικρό παίρνουν φωτιά. Έτσι προκύπτει μια ατέλειωτη τηλεοπτική μουρμούρα μεταξύ των καλεσμένων των τηλεοπτικών παραθύρων. Κι όσο πιο πολλά είναι τα παράθυρα, τόσο πιο δυνατό γίνεται το κοκτέιλ της αναμπουμπούλας. Αυτό είναι λοιπόν το reality show που λέγεται παραθυρομουρμούρα.

Ο στόχος των προσκεκλημένων δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η ενημέρωση του κόσμου, η καλοπροαίρετη εξέταση των απόψεων και η σύνθεση τους ώστε να δημιουργηθεί μια κοινώς αποδεκτή πρόταση που θα τυγχάνει της κοινής αποδοχής των παρισταμένων, αλλά και της αποδοχής των θεατών, αλλά το καπέλωμα των αντιθέτων μέσω τρικλοποδιών και φθηνών κόλπων εντυπωσιασμού.

Η ατέλειωτη μουρμούρα και χάβρα που επικρατεί μεταξύ των καλεσμένων στα τηλεοπτικά παράθυρα, διαθέτει διακοπές, επί διακοπών, ύβρεις τσαμπουκαλέματα, κινδυνολογίες, ψευδο-οράματα, αποτυχημένους σωτήρες, που θέλουν να ξανάρθουν για να σώσουν τον τόπο από τους νυν αποτυχημένους σωτήρες, που είχαν έρθει για να σώσουν τον τόπο απ’ αυτούς. Σωτήρες (νυν και τέως) που βουλιάζουν τον τόπο κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά. Όλοι τους ποντάρουν στη λήθη του θεατή. Τον θεωρούν χαπατο και τον ταΐζουν κόντρα παραμύθι. Του πιπιλίζουν το μυαλό κι αυτός ελπίζει. Ελπίζει κι εμπιστεύεται. Το νοητικό επίπεδο του κόσμου μπορεί να είναι περισσότερο ανεπτυγμένο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά φαίνεται πως οι λαοπλάνοι έχουν κάνει περισσότερα βήματα. Είναι απειροελάχιστες οι διαφορές των καλεσμένων, αλλά, σαν σωστοί λαοπλάνοι, τις μεγεθύνουν και ο καθένας ωραιοποιεί τη θέση του για να έχει λόγο υπάρξεως στο μέλλον. Αν βέβαια τεθεί θέμα που τους αγγίζει συλλογικά, όπως π.χ. η αύξηση των αποδοχών τους, ή το πόθεν αίσχος, τότε ισχύει η ρήση: Στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά.

Ο δε δημοσιοκάφρος, αντί να προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις ώστε να προκύψει ένα πολιτισμένος διάλογος που θα γεφυρώνει, τουναντίον με τις ενέργειες του προκαλεί και επιδιώκει τη βαβούρα και το μπάχαλο για να ανεβάσει τη θερμοκρασία και την ένταση και να εγκλωβίσει τους τηλεθεατές που έκατσαν να ενημερωθούν. Για το δημοσιοκάφρο, παρ' όλο που το κανάλι του έχει κάποια πολιτική γραμμή, το κύριο μέλημα του δεν είναι να υποστηρίξει τη γνώμη των καλεσμένων που τάσσονται πλησίον προς τη γραμμή του καναλιού, αλλά την αποτροπή του θεατή να κάνει ζάπινγκ και να πάει σε άλλη παραθυρομουρμούρα, γιατί, γι' αυτόν τα ποσοστά τηλεθέασης μετράνε. Κι αν καταφέρει να σκοράρει κόντρα στους απέναντι (απέναντι κανάλια) και το κανάλι του θα πάρει τα εύσημα κερδίζοντας κι απ’ τις διαφημίσεις που πέφτουν ανάμεσα στην «ενημέρωση». Έτσι κι αυτός εδραιώνεται καλύτερα στη θέση του. Γι' αυτό λοιπόν προκαλεί με τις ενέργειες του την παραθυρομουρμούρα, την ένταση και το χαλασμό. Κι όταν η κατάσταση, ξεφύγει, τότε προσπαθεί με στημένες κι άκομψες διαδικασίες να μαζέψει την κατάσταση που ο ίδιος δημιούργησε, τόσο με την επιλογή των ατόμων, όσο και με το δαύλισμα της φωτιάς, που έντεχνα κατά τη διάρκεια της κουβέντας μεθόδευε. Παίζει τη δική του θεατρική παράσταση, το δικό του Καραγκιόζ μπερντέ για να γοητεύσει το εγκλωβισμένο κοινό του, τους θεατές που, αντί να ενημερωθούν, γίνονται μάρτυρες σε μια ποδοσφαιροποίηση του πολιτικού λόγου. Στο τέλος αυτοί, αντί να είναι ανακουφισμένοι, αισθάνονται μπερδεμένοι και απογοητευμένοι. Ωστόσο, την άλλη μέρα θα επαναλάβουν το ίδιο λάθος. Θα κάτσουν ξανά σαν άλογα όντα να φάνε το τηλεοπτικό σανό που θα τους προσφέρουν οι λογής εισαγγελάτοι, που απ ότι φαίνεται είναι μάστορες στη δουλεία τους και δε διαθέτουν κανένα ίχνος τσίπας πάνω τους. Ο «καλύτερος» δε απ' αυτούς, καταλήγει αρχιδη(ι)μοσιοκάφρος. Αντί αυτοί να βρεθούν στο καρφί, συνεχίζουν τις μηχανορραφίες τους.

-Τι κάνεις ρε μαλάκα αποσβολωμένος μπροστά στην τηλεόραση;
-Σώπα… παρακολουθώ. Μιλάνε για το ασφαλιστικό. Σε ενδιαφέρει.
-Με ενδιαφέρει δε λέω… Αλλά αν αυτή την παραθυρομουρμούρα, τη λες ενημέρωση τότε εγώ... είμαι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H ατάκα παραπέμπει στο ομώνυμο σήριαλ του Mega, σήριαλ το οποίο αποτελεί απόδοση της διεθνούς σειράς «Amor Descarado» και βασίζεται στο βιβλίο Πρίγκιπας και Φτωχός. Η πλοκή της υπόθεσης ξεκινά από μια στιγμή 0 κατά την οποία λόγω ενός ατυχήματος συμβαίνει εναλλαγή στις ζωές δυο ανθρώπων που μοιάζουν καταπληκτικά μεταξύ τους. Λόγω του ατυχήματος προκαλείται αμνησία στον έναν, και λόγω μιας συγκυρίας περνάει ο άλλος τη μοιραία στιγμή από τον χώρο του ατυχήματος και αξιοποιεί τη συγκυρία αλλαγής ταυτότητος προς ίδιον όφελος. Έτσι, εξαιτίας του συμβάντος και της συγκυρίας, ο καθένας από αυτούς ζει τη ζωή του άλλου. Στο σήριαλ πρωταγωνιστεί ο Ι. Παπαζήσης, παίζοντας τα δύο πανομοιότυπα άτομα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ατάκα μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που έχουμε ζητήσει από κάποιον να πάρει απόφαση για κάτι που τον αφορά. Αυτός όμως, δεν είναι έτοιμος άμεσα και μας λέει: μια στιγμή. Αυτή τη στιγμή μπαίνει η βενζινόκολα, για να του πούμε χαμογελώντας: »μια στιγμή… δυο ζωές«, πάρε όσο χρόνο θέλεις δηλαδή (εντός λογικών πλαισίων βέβαια). Όταν ο άλλος ακούει, τη λέξη «δυο ζωές», ξαφνιάζεται στιγμιαία, γιατί σχεδόν άμεσα τσιμπάει το μεταφορικό νόημα που είναι »Μην αγχώνεσαι, έχεις αρκετό χρόνο«. Μέσω της υπερβολής λοιπόν, δίνουμε στον άλλον να καταλάβει πως έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να πάρει τη σωστή απόφαση, ενώ παράλληλα βελτιώνουμε την επικοινωνία μεταξύ μας και δίνουμε μια χιουμοριστική νότα στην ήδη κουραστική μέρα μας. Παράλληλα, η παραπομπή στο σήριαλ πλαισιώνει τη στιγμή με έναν ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο, που επιβοηθά όπως αναφέρθηκε, μέσω χιουμοριστικής προσέγγισης, στην αποτελεσματικότητα απόφασης και στη βελτίωση της επικοινωνίας .

Σε σαντουϊτσάδικο:
Πελάτης: - Ένα σάντουιτς παρακαλώ
Υπάλληλος:
- Τι να σας βάλω μέσα στο σάντουιτς;
Πελάτης: - Μια στιγμή… μια στιγμή…
Υπάλληλος (χαμογελώντας): - Μια στιγμή… δυο ζωές. Όποτε θέλετε.

Ι.Παπαζήσης  (από GATZMAN, 07/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:

Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;

Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.

- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!

μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τηλεοπτικού δημοσιοκάφρου, ο οποίος μέσα από το απυρόβλητο παράθυρό του βάλλει ανελέητα και αδυσώπητα κατά παντός, συνδυάζοντας αυτόχριστα την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε συσκευασία 3-σε-1.

Το λήμμα αποτελεί λογοπαίγνιο του ονόματος του εκλεκτού ανθού της σύγχρονης δημοσιογραφίας Ευαγγελάτου.

Τις προάλλες βγήκε ο Εισαγγελάτος και μας παρουσίασε τον πυροσωλήνα ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε που μπορεί να τον βρήκαν οι τρομοκράτες. Έλα ντε, που να τον βρήκαν; Εδώ τον βρήκε ο Εισαγγελάτος. (από Blog)

«είχα δυο επιλογές: να σπάσω την τηλεόρασή μου, διότι η πίεση του αίματός μου είχε φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, σε σημείο που να χρειάζομαι ισχυρή δόση ηρεμιστικών, ή να πατήσω το κουμπάκι και να σταματήσω την παροχή ρεύματος στη συσκευή, απαλλάσοντας τον εαυτό μου από τη θέαση του ενοχλητικού υποκριτικού υποκειμένου που λέγεται Εισαγγελάτος. Μετά ωρίμου σκέψεως προτίμησα το δεύτερο.» (από Blog)

Είναι νομίζω γνωστό τοις πάσι ότι ο Ευαγγελάτος τρέφεται με τον τρόμο και τον πανικό που προκαλεί στους άλλους... Εν πάσει περιπτώσει, τι σκατά προτείνει η Τατιάνα και ο Εισαγγελάτος; Να καταργήσουμε το Augmentin; Και όσοι έχουν σωθεί από αυτό; Και όσοι έχουν μικρόβια που είναι ανθεκτικά σε άλλα αντιβιοτικά και το χρειάζονται; (από Blog)

Εισαγγελάτος εν δράσει (από Vrastaman, 01/10/08)Τρόμος! (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified