Further tags

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.

Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»

Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!

Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.

Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.

Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…

  1. - Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;

  2. - Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
    - Γαμήσατε, γαμήσατε;
    - Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;

  3. - Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
    - Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
    - Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…

Eγώ επίσης τραγουδώ και ξανθά! (από MXΣ, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές, όταν στην συζήτηση αναφέρεται κάποιος κοινός γνωστός που όμως δεν ξέρουμε το επίθετό του και έχει συνηθισμένο όνομα (Μαρία, Γιώργος, Γιάννης), συνηθίζουμε να εστιάζουμε σε σωματικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος, το χρώμα μαλλιών ή ματιών κλπ για να τον / την περιγράψουμε.

Ενδιαφέρον είναι ότι παράλληλα με την περιγραφή κάνουμε και τις αντίστοιχες κινήσεις. Έτσι, όταν μιλάμε για κάποιον με χαρακτηριστικό ύψος, φέρνουμε το χέρι σε ένα ύψος και το κουνάμε προς τα πάνω / κάτω καθώς προφέρουμε τις λέξεις ψηλός / κοντός, αν έχει μούσι κάνουμε μία κίνηση σαν να χαϊδεύουμε την αόρατη γενειάδα μας, φέρνουμε το χέρι στο ύψος του λαιμού ή των ώμων για να δείξουμε το μήκος των μαλλιών.

Το πάχος, αν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του περί ου ο λόγος ατόμου, αποφεύγουμε να το αναφέρουμε και όταν το κάνουμε χρησιμοποιούμε ευπρεπείς εκφράσεις, όπως «εύσωμος» και «γεματούλης», ανοίγοντας τα χέρια ανάλογα με τον όγκο που θα έπιανε αν καθόταν στην θέση μας.

Όταν επιστρατεύουμε την αστειατορική μας διάθεση, αντί να πούμε τις παραπάνω ευφημιστικές εκφράσεις, ξεκινάμε αναφερόμενοι στο ύψος, κάνοντας την αντίστοιχη χειρονομία που όμως δεν σταματά και εξελίσσεται με χορογραφική χάρη στην χειρονομία που δηλώνει πάχος ενώ ταυτόχρονα λέμε το χρώμα μαλλιών.

Το κοντή ξανθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως δηλωτικό γκόμενας τόταλλυ ανφακάμπλ: αμ κοντή, αμ χοντρή αμ και ηλίθια.

  1. - Την ξέρω εγώ αυτήν την Αναστασία;
    - Την γνώρισες πέρσι... στο πάρτι του Γιώργου...
    - Α, καλά! Πού να θυμάμαι, 800 άτομα γνώρισα εκείνο το βράδυ!
    - Έλα ρε, είχατε πιάσει κουβεντούλα στην κουζίνα...
    - ...μμμ...
    - ...που δουλεύει με τον αδελφό του Κώστα...
    - ΑΑΑ! μία κοντή (χειρονομία) μελαχρινή; (χειρονομία)
    - Έλα ρε! Σταμάτα! Είναι πολύ καλό παιδί!
    - Είπα εγώ ότι δεν είναι;

  2. - Θα έρθεις το βράδυ απ' το σπίτι για φαγητό; Θα είναι και μία φίλη της Μαρίας.
    - Μπα, δεν έρχομαι, καμία κοντή ξανθιά θα είναι όπως την άλλη φορά.
    - Ε όχι και χοντρή η Ελένη! Ρε τι 'σαι συ ρε!

στο 0:25:45 «ένας ψηλός-μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ-προς το αδύνατο, με μία μουστάκα-ένα μουστακάκι» (από salina, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό λογοπαίγνιο με την εφημερίδα Στόχος, δηλώνει ή την ίδια την εφημερία μειωτικά, ή τον ακροδεξιό αναγνώστη της που θεωρείται υβριστικά ότι είναι χαμηλής νοημοσύνης. Γενικότερα, το λογοπαίγνιο στόχος - στόκος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παρανοϊκό ντράμα κουίν που θεωρεί ότι είναι στόχος κριτικής / προσοχής / δίωξης / δολοφονικού σχεδιασμού, ενώ είναι απλά στόκος.

1. Μην τολμήσει να διαμαρτυρηθεί κανείς «ΣτόΧος» (η μήπως ΣτόΚος ;;;) ...Ότι δηλαδή πιθανόν να κινδυνεύσει η «ζωή» του ΑΝ δεν έχει 5-10 αστυνομικούς να τον προσέχουν...
Υποψιάζομαι ότι την μεγάλη φασαρία σε αυτό το ΔΙΚΑΙΟ μέτρο θα την κάνουν συγκεκριμένοι ΜΕΓΑΛΟΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ και ΜΕΓΑΛΟΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ...

2. Το πήρε από την ακροδεξιά εφημερίδα ''Στόχος'' (ή ΣτόΚος), όπως είπε και το έκανε tweet στην στήλη του.

3. Ο στόχος του Στόκου ασφαλώς και δεν είναι η ενημέρωση.

(από Khan, 10/03/14)(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κάνεις μια πράξη ή μια δήλωση που να σε καθιστά ή να σε κάνει να δείχνεις καθυστέρι, δηλαδή πνευματικώς καθυστερημένο άτομο, γιωτόμπαλο κ.τ.ό. Πρόκειται ασφαλώς για κοινωνικώς ρατσιστική έκφραση που θίγει ότι κάποιος έκανε ή είπε μια γιωτομπαλιά.

  1. Libtard καθυστεριές. Πλήρη αφοπλισμό της αστυνομίας και απελευθέρωση όλων των μαύρων από τις φυλακές οι οποίοι κρατούνται για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ή μη βίαια εγκλήματα ζητάει ένα από τα ινδάλματα των "προοδευτικών" στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), Michael Moore. (Πχόρουμ).
  2. Τσιπρόφωνα, σταματήστε να μολύνετε τα τίμια νήματά μου με τις καθυστεριές σας. Ξουτ! Ξουτ λέμε! (Νήμα βενιζελικών μελετών στο Ελεύθερο Ελληνικό Φόρουμ).
  3. Μετα εγω και το Μιτσμομπιλ γινηκαμε ενα, και στ' αρχίδια μου και σεις και το μετρο σας και οι καθυστεριες σας. (Από το Ελέκτρικ Ρέκβιεμ).
  4. Τι καθυστεριες παλι θα ακουστουν σε αυτο το θεμα? (Ινσέψιο, καθώς το σχόλιο έγινε στο θρεντ στείρωση σε ΑΜΕΑ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τον θεό του όσον αφορά την αδιαφορία και την άγνοια. Το άτομο που ζει τη ζωή του χαμένος μέσα σε μια σφαίρα αποκλεισμού των τεκταινομένων, είτε επειδή δεν έχει το κουράγιο είτε επειδή δεν έχει τις σχετικές εμπειρίες.

Συγκεκριμένα, ανιώθεος είναι ο νέος απλός πολίτης που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του τι γίνεται στη χώρα και γιατί σφάζονται πολωμένοι οι γύρω του, χωρίς να έχει τη δύναμη να συμμετέχει επειδή παλεύει να βγάλει τα γνωστά χαπάκια προστοζήν. Από την άλλη, ανιώθεος είναι και ο πολιτικός/δημοσιογράφος που, για να εξυπηρετήσει τους φιλιππικούς του, επικαλείται καταστροφές όπως ανεργία, φτώχεια κτλ αν δεν γίνει αυτό που τάσσει ο ίδιος, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει πάρει χαμπάρι πως αυτά που χρησιμοποιεί ως απειλές είναι υπαρκτές καταστάσεις για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη συμβάλει ο ίδιος στο παρελθόν.

Τα αίτια είναι διαφορετικά, αλλά το αποτέλεσμα είναι κοινό. Κανείς από τους δύο επί παραδείγματι αναφερθέντες δεν έχει τον θεό του. Κανείς τους δεν έχει ιδέα. Κανείς τους δεν νιώθει.

–Είδα τις προάλλες τον Μήτσο. Τον ρώτησα αν είναι υπέρ του ΝΑΙ ή υπέρ του ΟΧΙ, αλλά με κοίταξε λες και είμαι εξωγήινος.
–Άσε τον αυτόν. Δεν έχει δουλειά ενάμιση χρόνο. Είναι εντελώς ανιώθεος.

–Ρε συ, "άμα βγούμε από το ευρώ"/"μείνουμε στο ευρώ", θα πεινάσουμε! Θα έχουμε ανεργία, "τα λεφτά μας δεν θα έχουν αξία"/"δεν θα έχουμε λεφτά" και άλλοι θα τρώνε και θα πίνουν εις βάρος μας!
–Πάλι ανιώθεους βλέπεις να μιλούν στην τηλεόραση, ρε; Μη ψαρώνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified