Further tags

Βρισιά με την οποία αποκαλούμε μια γυναίκα ως σκουπίδι, ως εντελώς άχρηστη και χωρίς λόγο ύπαρξης, ως σαβούρα. Μπορεί να ειπωθεί και με αναφορά στην εμφάνιση, ότι είναι μπάζο και σαβούρα εμφανισιακώς, και ως προς τον χαρακτήρα και την ποιότητά της, και ως προς το επίπεδο-δάπεδο, είναι μια γενικότατη βρισιά. Μια πιο ειδική σημασία μπορεί να αναφέρεται στο αν έχει χαρακτηριστικά τρασιάς, τα οποία ενδέχεται με λίγη (διεστραμμένη) φαντασία να αισθητικοποιηθούν καθώς υπάρχουν και τρασόβιοι τρασοκαυλιάρηδες εκεί έξω που αγαπάνε τρασίλα, είναι όμως η εξαίρεση. Παρομοίως και σε κάποιαν που δραστηριοποιείται λ.χ. στο χώρο της σκυλοπόπ ή άλλων ειδών με χαρακτηριστικά τρασιάς.

Miley Cyrus, αγαπημένη των τρασόκαυλων

Πρόκειται όμως για εξειδικεύσεις, η βασική σημασία είναι μια γενικότατη βρισιά για άχρηστη γυναίκα κακού γούστου και με κακό γούστο, με χάλια εμφάνιση και πχοιότητα.

Σκουπίδω με την καυλή έννοια- ονείρωξη για τρασόκαυλους Το αυτό σε πιο χαρκορίλα εκδοχή

  1. Συνέβη μόλις τώρα: Άγνωστος κύριος μου επετέθη στην πλατεία Μαβίλη επειδή αγόρασα το "Πρώτο Θέμα". "Μα για την ταινία για την Θάτσερ με την Μέριλ Στριπ το πήρα" απολογήθηκα χαμογελώντας. "Ακόμα χειρότερα! Κάνετε φροντιστήριο στον νεοφιλελευθερισμό;" φόρτωσε. "Μα είναι μεγάλη ηθοποιός η Μέριλ Στριπ..." "Σκουπίδω είναι για να παίζει την Θάτσερ!" "Δεν επιτρέπεται να βλέπω όποια ταινία θέλω;" "Στις μέρες μας όχι!" "Συνειδητοποιείτε πως η συμπεριφορά σας είναι ψυχιατρικώς ενδιαφέρουσα;" "Εσείς μάς φτάσατε ως εδώ!". Έφτυσε χάμω, μπήκε στην Άλφα Ρομέο του και έφυγε. (Ποστ τύπου "συμβαίνει τώρα" από το Φέισμπουκ).
  2. Άϊ μωρή σκουπίδω που βγάζεις φωτογραφία την κοιλιά σου επειδή σε είπαν γεματούλα. Εσύ & κάτι άλλα "ψώνια" είστε ντροπή! (Επίσης από το Φέισμπουκ).
  3. Μια διορισμένη κότα που δεν απηχεί και δεν αντιπροσωπεύει κανέναν λέει ό,τι της σφυρίξει το βιβλικό της κωλαράκι. Μας είναι αδιάφορες οι μαλακίες που λέει αυτό το εμετικό ψοφογραϊδιο και επ’ ουδενί λόγο δεν πρόκειται να δεχθούμε αυτό το τσόκαρο στην προεδρεία της δημοκρατίας. [...] Το παπούλια, το φυτό του προεδρικού μεγάρου είχε αγοραστεί πριν από την τυπική κατάργηση.Αυτήν την σκουπίδω πρέπει να την ταϊζουμε μέχρι να ψοφολογήσει επειδή δούλευε το μαρκούτσι στο πολυτεχνείο; Αν η σκουπίδω θέλει περισσότερη ευρώπη ας ακυρώσει την ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια -έτσι κι αλλιώς δεν είναι Ελληνίδα, θα ανακουφιστεί κι η Ελλάδα αν ξεκολλήσει από πάνω της το παράσιτο- κι ας πάει στην περισσότερη ευρώπη. Εδώ θα γίνει αυτό που θα πούμε εμείς ΧΟΥΝΤΟΦΑΣΙΣΤΩ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ κι εμείς θέλουμε περισσότερη Ελλάδα. Αν δεν σ’ αρέσει στα τσακίδια! (Εχθροπαθής λόγος εναντίον πολιτικού στα σχόλια εδώ).
  4. αν εχεις σωμα που βλεπεται, εχει καλως, αν εισαι σαν τη Σκουπίδω στο φραγκλ ροκ, καλυτερα μην το κανεις, υπαρχει και μια αισθητικη που πρεπει να σεβομαστε. (Εδώ).
  5. Είσαι ηλίθια μωρή; Το Σάββατο δεν είπα ότι γύρισα από Μονεμβασιά και ετοιμάζομαι το βράδυ για Καραμέλα; Ποια ψέμματα, σκουπίδω; (Εδώ).

Ηρωίδα παιδικού παραμυθιού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.

-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.

-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός άνθρωπος.

- Με μισό μέτρο ύφασμα ράβει κουστουμάκι, η πινέζα!

Σκόνταψε σε ένα παπούτσι (από Vrastaman, 17/09/08)(από rigo21, 25/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άνθρωπος, πολύ υποτιμητικά.

Έχουμε ξίγκι = λίπος. Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιλώντας για το τοπικό πάχος, συνήθως αυτό που προεξέχει των ρούχων και φανερώνεται.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, μόνο όμως αναφερόμενο στο τοπικό λίπος, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.

  1. - Πού πα ρε ξίγκι; Νόμιζες πως θα χωρέσεις κιόλας να περάσεις απο κει!

  2. - Δεν το ξαναβάζω αυτό το παντελόνι! Με σφίγγει στην περιφέρεια και πετάγονται όλα τα ξίγκια έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified