Selected tags

Further tags

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ξεχάστε τα μπουρδέλα που ξέρατε. Μιλάμε για το απόλυτο πήδημα. Με τη μόνη διαφορά πως δεν πηδάς εσύ, αλλά εκείνοι εσένα. Σε βάζουν κάτω και πριν προλάβεις να βγάλεις κιχ, σε έχουν κάνει άλλο άνθρωπο.

Φανταστείτε, πως μέχρι και οι Τούρκοι, είπαν: Όχι ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε.

Θα σου ρίξω ένα ΔΝΤ... να δεις το Χριστό, φαντάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο που δίνεται απ' τις τράπεζες προκειμένου ο δανειολήπτης να εξοφλήσει άλλα δάνεια. Οι πρώτες δουλεύουν τον δεύτερο, ο οποίος δεν πάει καλά.

Αναδρομικός (αγγ. recursive) όρος.

- Πσσσσς, πρώτο το αμάξι! Αλλά εσύ δεν είχες μία, πώς το πλήρωσες;
- Πήρα αμαξοδάνειο ρε...
- Χμμ, κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
- Κι αυτό πώς θα το πληρώσεις;
- Θα πάρω δανειοδάνειο.
...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο που παρέχεται ως ελάχιστη αποζημίωση στην οικογένεια αποθανόντος.

- Άντε Μητσάρα, έκανες την τύχη σου. Η πεθερά σου η μαλάκω ψόφησε, τα 'γραψε όλα στη γυναίκα σου, άρα σ' εσένα, και θα πάρεις και ψοφοδάνειο. Αμπράμοβιτς θα γίνεις!
- Ναι ρε μαλάκα, άντε και βουρ για Μπαχάμες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτυχημένος στοιχηματισμός. Όταν τις παίζει στοίχημα (ΠΑΜΕ στοίχημα) και χάνει ότι λεφτά έχει βάλει. Είναι η πιο συνηθισμένη λέξη μεταξύ των πωρωμένων τζογαδόρων. Όλοι έχουμε πάει στον κουβά μπιπ το στανιό μου.

(το είχα πάθει πριν από κάτι μήνες)

Παίζω ένα κουπόνι για Σαββατοκύριακο. Τη Γκρόνιγκεν άσο, τη Σάλτσμπουργκ διπλό, τη Μπάρτσα διπλό μες στη Μπιλμπάο. Πιάνω και 3 ιταλικά. Και τι χάνω; Τι χάνω μπιπ τη γκαντεμιά μου; Τη Γκεντσλερμπιρλιγκί. Την είχα παίξει Χ την πουτάνα. Από τότε δεν ξαναπαίζω τούρκικα. Ο απόλυτος κουβάς.

Γιά φέρτε όλο το παραδάκι εδώ... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτό πάμε διακοπές τα τελευταία χρόνια, ή κάνουμε Χριστούγεννα. Νομίζω ότι και αυτή η λέξη είναι σλανγκ, όσο και τα άλλα δάνεια, που αναφέρθηκαν, γιατί η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά, είναι πρόσφατη. Και, κυρίως, η έννοια είναι απαράδεκτη. Γιατί να χρεωθείς για να πας στην Πάρο ή στο Παρίσι, όταν μπορείς να περάσεις τις διακοπές σου κάνοντας ράφτινγκ;

Διακοποδάνειο ή Λούτσα; Ιδού η απορία!

Σχετικά λήμματα: δανειοδάνειο, μπουζουκοδάνειο, πουτανοδάνειο, ψοφοδάνειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που κατατίθεται με απεριόριστο ρισπέκ στον τρισμέγιστο ορίτζιναλ σλανγκογνώστη Γιώργο Γεωργίου.

Ερμηνεύεται ως το έσχατο σημείο απελπισίας λόγω χρεών, ένα βήμα πριν το πουλί δηλαδής. Το σημείο αυτό χαρακτηρίζεται απαξιωτικό ακόμα και μεταξύ των αλανιών που μεταχειρίζονται τέτοιου είδους εκφράσεις, και που βεβαίως δεν θεωρούν ανήθικο το να είσαι ωραίος και να έχεις και τα χρέη σου.

Μπαινοντας βαθιά στην ουσία του λήμματος, διαπιστώνουμε τα εξής:

  • Ότι η αλυσίδα του χρέους καταλήγει σε άτομα εκτός του monkeysphere του ομιλούντος
  • Μιλάμε σαφώς για ένα πληθος πολυάριθμο, αλλά ποτέ «όλον τον κόσμο», να μη λεμε και υπερβολές, σοβαροί άνθρωποι!
  • Η υποδιαίρεση της ανθρωπότητας στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί κομματι του δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου, οπότε και θα στραφούν σε ένδικα (και όχι μονο) μέσα για να πάρουν τα λεφτά τους.

(φορουμοαποριών συνέχεια....)

Γεια σας παιδιά.
Δουλεύω 6 χρόνια σε Α.Ε. ως τεχνικός η/υ με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η συγκεκριμένη εταιρία χρωστάει σε όποιον φοράει παπούτσια. Ειδικά σε μένα χρωστάει «μόνο» μισθούς 10 μηνών συν δώρα. Το Φλεβάρη εγώ μπαίνω φαντάρος και από ότι διάβασα σε μερικές απαντήσεις σας δεν είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Δυστυχώς θα κινηθώ δικαστικά [...] (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified