Further tags

Ή αριθιμός.

Παλαιο-γκέη (άνω των 50 ετών) αναγραμματισμός του αριθμού. Συνήθως λέγεται από ξεφωνημένες τηλε-πλασιέ και τηλε-αστρολόγους, εν τη ρύμη του λόγου.

- ...κούκλα μου, σούλα μου, όλα θα πάνε καλά και μη μου ανησυχείς. Απλά να προσέχεις αυτήν την καταφερτζού, που ρίχνει και τον Ομπάμα... Πολλά φιλάκια, αγάπη μου. Γεια... Αγαπημένες μου φίλες και φίλοι, καλέστε στον αρθιμό... και θα πάρετε όλες τις απαντήσεις, για τα αισθηματικά, οικογενειακά, οικονομικά, για την υγεία...

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμαχισμός δια δαγκώματος του κατεργασμένου χασίς (μαύρο), ο οποίος ισοδυναμούσε με πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης (πώληση ή ανταλλαγή ή χάρισμα) του χασίς. Σλανγκιά που δεν πολυχρησιμοποιείται πια, είναι dated, καθώς υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τεμαχισμού.

- Πόσο θες για μια δοντιά από αυτό;
- Φίλε είναι καϊνάρι, για σένα ένα δεκαρικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έγινε γνωστή και διαδόθηκε από τον Γιάννη Τζόκλα. Προέρχεται από τη μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας στο διεθνές σύστημα μονάδων Μπέκερελ (βλέπε και Ανρί Μπέκερελ) και σαν σκοπό έχει να δηλώσει κάθε είδους αρνητική κατάσταση την οποία μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος.

Δηλώνει:

1) Αρνητική ενέργεια
2) Ξενέρωμα
3) Ατυχία – αναποδιά
4) Κινητό τηλέφωνο που χτυπάει σε παραλία σε νησί άγονης γραμμής

Τη χρησιμοποιούμε επίσης για να δηλώσουμε κάθε είδους άσχημη κατάσταση.

  1. Ήρθε μέσα στα νεύρα και με μπεκερέλιασε.

  2. Άκυρο το ταξίδι φάγαμε μπεκερέλα μάγκες.

  3. Έπεσε στο μονοπάτι και έσπασε το χέρι του.Μπεκερελιάστηκε άσχημα.

  4. Ιδιαίτερη μορφή μπεκερέλας είναι η χρήση smart phone σε νησί άγονης γραμμής (σύμφωνα με τον bill-o).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται συντετμημένα το εκατομμύριο, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε χρηματικά ποσά.

Το χρησιμοποιούσε ο Ακάλυπτος στο σίριαλ «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», όπως π.χ. στη φράση «Κτηνίατρε-οδοντίατρε, ο φίλος σου χρειάζεται επειγόντως 9 μύρια», εννοώντας 9 εκατομμύρια δραχμές. Ωστόσο, το λήμμα βρίσκει την εφαρμογή του και στη σημερινή εποχή του ευρώ.

Ο Παναθηναϊκός έδωσε 21 μύρια για ν' αποκτήσει τον Σισέ –άραγε πόσα από αυτά θα πάρει πίσω;

Ο ζορίκλας τυπάς Σισέ. Αν το πληκτρολόγιο είναι στα ελληνικά, γράφεται Ψισσέ. (από allivegp, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή η οποία μετράει το κέρατο που έχει φάει κάποιος.

Άσε ρε μαλάκα... Ο Λουκάς δοκίμασε το κερατόμετρο και χτύπησε κόκκινο...

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονὰς μετρήσεως μήκους, ἴση μὲ τὸ πλάτος μιᾶς παλάμης.

Οἱ μετρήσεις ἐκτελοῦνται πάντοτε διὰ συγκρατήσεως τοῦ ὑπὸ μέτρησιν ἀντικειμένου στὴν παλάμη· συνεπῶς ἀφορᾷ μόνο σὲ σωληνοειδῆ ἢ στυλιαροειδῆ ἀντικείμενα.

Ἀνήκει στὶς σχετικὲς (δηλαδὴ ὄχι ἀπόλυτες, σταθερὲς) μονάδες μετρήσεως, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φυλάσσεται στὶς Sevres, ἀλλὰ ὁ καθεὶς φυλάσσει τὸ δικό του.

Ἄλλες συμπληρωματικὲς πρὸς τὸ χειροκλάδι μονάδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποτελοῦν ὑποδιαιρέσεις του, εἶναι ὁ ἀντίχειρ καὶ τὰ ἄλλα δάκτυλα, ἐννοούμενα βεβαίως ἐγκαρσίως.

Τὸ μῆκος τοῦ πέοντος εἶναι, φυσιολογικῶς, δύο χειροκλάδια καὶ δύο ἀντίχειρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified