Further tags

Καλή πρωκτοχρονιά, ευχή για (οΘντκ) λολζ, όπως λ.χ. το και του χρόνου με ηχεία ή το πολύχρωμος και εντοιχισμένος, ή για να δηλώσουμε πιο συγκεκριμένα πού θα μας μπει ένας νέος χρόνος που αναμένεται δυσοίωνος ή ως και καλούα ευχή (συχνά σεξιστική- ομοφοβική) για άφθονο πρωκτικό σεχ το νέο χρόνο. Βλ. και την ανάρτηση στη Φρικηπαίδεια.

1. Καλη πρωκτοχρονια!! Επισης,σε οσους γιορταζουν εχω να πω: Πολύχρωμοι και εντοιχισμένοι!

2. Καλή πρωκτοχρονιά ψηφοφ..εεε κάφροι μου και γαμημένος ο νέος χρόνος. (εγώ το φλουρί το κέρδισα για 2ο συναπτό έτος!! χαχα σκάστε από τη ζήλια σας που θα ξανα πλουτίσω με λεφτά το 2010)

3. Ευχές σε όλους τους αναγνώστες μας για το νέο έτος, έστειλε ο πρόεδρος του γαύρου Βαγγέλας Μαρινάκης: ''Εύχομαι να ξαναπαίξουμε αγώνα στην Τούμπα κεκλεισμένων των θυρών, για να μου δοθεί η ευκαιρία να ξανάρθω στην Τούμπα.
Στους gay οπαδούς της ομάδας μου, εύχομαι καλή ΠρωΚτοχρονιά...«

4. επόμενη καμπάνια με αυτοκόλλητα και προκηρύξεις θα είναι τα «καυλά Χριστούγεννα και χαρούμενη πρωκτοχρονιά».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περιπολικό της αστυνομίας.

frikipaideia

-...Μετά από λίγη ώρα έσκασαν δύο κωλάδικα με τους φάρους αναμμένους και τους μαζέψανε όλους και τους πήγαν στο τμήμα.

(από xalikoutis, 23/11/08)(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχισμή του κώλου όταν αυτή εξέχει από μισοκατεβασμένο παντελόνι και εμπνέει για την κλασική φάρσα «κάρφωμα-μολυβιού-ανάμεσα-στα-κωλομάγουλα».

- Τον μαλάκα τον Γιάννη, πάλι ξέχασε να βάλει ζώνη.
- Και δεν χαίρεσαι ρε μαλάκα; Βρήκαμε μολυβοθήκη!

(από Galadriel, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.

- Μου προσέφερε το Axe της.

Από το ΤΕΙ Μάρκετινγκ Ιεράπετρας (από poniroskylo, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified